Aς το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: Η Κίνα ήταν και είναι μια από τις πιο περιοριστικές χώρες στον κόσμο για τους δημοσιογράφους, ντόπιους και ξένους. Η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα κατατάσσει την Κίνα στην 177η θέση από τις 180 χώρες που ελέγχθηκαν για την ελευθερία του Τύπου.
Μέσα στο 2020, 18 ξένοι δημοσιογράφοι εκδιώχθηκαν κακήν-κακώς από την Κίνα, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από αυτούς που εκδιώχθηκαν κατά τα πρώτα επτά χρόνια του προέδρου Xi Jinping στην εξουσία.Αλλά και σε αυτούς που συνεχίζουν να εργάζονται εκεί, οι αρχές έχουν βρει έναν ακόμα λόγο να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη: Τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία.
Η κατάσταση αυτή φυσικά δεν μένει κρυφή, καθώς σήμερα η Λέσχη Ξένων Ανταποκριτών της Κίνας, Foreign Correspondents Club of China (FCCC), εξέδωσε την ετήσια αναφορά της για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι για τρίτη διαδοχική χρονιά δεν βρέθηκε ούτε ένας ανταποκριτής μέλος της FCCC, που να δηλώσει ότι οι συνθήκες εργασίας έχουν κάπως βελτιωθεί. Βέβαια, στην περίπτωση των 18 απελαθέντων υπεισέρχεται ο παράγοντας πολιτική σκοπιμότητα απέναντι στις ΗΠΑ, καθώς οι δημοσιογράφοι αυτοί ήταν ανταποκριτές για τις αμερικανικές εφημερίδες «New York Times», «Wall Street Journal» και «Washington Post». Ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν μια απάντηση στον Τραμπ, που είχε υποχρεώσει στις αρχές του 2020 δεκάδες Κινέζους ανταποκριτές να εγκαταλείψουν την αμερικανική επικράτεια. «Απλά αντίποινα», είπε με δόση κινεζικού χιούμορ αξιωματούχος του υπουργείου Εξωτερικών. «Η Κίνα χρησιμοποίησε τα πάντα. Από τα μέτρα πρόληψης του κορωνοϊού, εκφοβισμό και περιορισμούς στην έκδοση βίζας, για να περιορίσει το έργο των ξένων δημοσιογράφων, οδηγώντας σε ταχεία πτώση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης», είναι το συμπέρασμα της Λέσχης των Ανταποκριτών.
Αποτέλεσμα της τακτικής αυτής ήταν να κοπεί η πρόσβαση των δημοσιογράφων σε «ευαίσθητες περιοχές» και, όταν αντέδρασαν, τους απείλησαν με επιβολή καραντίνας, δήλωσε εκπρόσωπος της Λέσχης στο Ρόιτερς.
Τουλάχιστον 13 ανταποκριτές έλαβαν διαπιστεύσεις Τύπου, έγκυρες για 6 μήνες ή λιγότερο, ανέφερε η FCCC, ενώ συνήθως οι ξένοι δημοσιογράφοι που εδρεύουν στην Κίνα λαμβάνουν βίζες ενός έτους και πρέπει να τις ανανεώνουν ετησίως.
Ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Wang Wenbin, δήλωσε ότι οι ισχυρισμοί της έκθεσης της FCCC ήταν «αβάσιμοι». «Καλωσορίζουμε πάντα τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους από όλες τις χώρες να καλύπτουν ειδήσεις στην Κίνα σύμφωνα με τον νόμο [...] αυτό που αντιτάσσουμε είναι ιδεολογική προκατάληψη κατά της Κίνας και ψεύτικες ειδήσεις στο όνομα της ελευθερίας του Τύπου», είπε, σε καθημερινή ενημέρωση.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Αυστραλία βοήθησε με κινηματογραφικό τρόπο δύο από τους ξένους ανταποκριτές της να εγκαταλείψουν την Κίνα, μέσω της Μογγολίας, αφού ανακρίθηκαν από το υπουργείο Ασφάλειας της χώρας. Στα μέσα του 2020, οι κινεζικές αρχές συνέλαβαν τον Cheng Lei, έναν Αυστραλό υπήκοο που εργάζεται για τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, και αργότερα τον Haze Fan, Κινέζο υπήκοο που εργάζεται για το «Bloomberg News», με υπόνοιες ότι θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Και οι δύο παραμένουν ακόμα υπό κράτηση.
Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (IPI), ένα παγκόσμιο δίκτυο συντακτών, στελεχών μέσων ενημέρωσης και κορυφαίων δημοσιογράφων για την ελευθερία του Τύπου, καταδίκασε τις «αυξανόμενες προσπάθειες της κινεζικής κυβέρνησης να περιορίσει το έργο διεθνών δημοσιογράφων στη χώρα», κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στους Αμερικανούς και Αυστραλούς δημοσιογράφους.
Τώρα που δεν υπάρχει ο Τραμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ, οι κινεζικές αρχές πιθανόν να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στους Αμερικανούς ανταποκριτές.
Ωστόσο, πίεση υπάρχει και στο εσωτερικό της χώρας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε έκρηξη νέων μέσων ενημέρωσης, κυρίως ηλεκτρονικών, αλλά και η αποφασιστικότητα νέων Κινέζων δημοσιογράφων να πουν τα πράγματα όπως τα βλέπουν. Δηλαδή, η κριτική γίνεται πλέον και εκ των έσω.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι, με την τακτική αυτή, η Κίνα δεν μπορεί να σκεπάσει κάποιες αμφιλεγόμενες κινήσεις της, όπως η δοκιμή νέων βαλλιστικών πυραύλων, στη θάλασσα, παρά τις διαμαρτυρίες των γειτόνων της, οι απειλές κατά της Ταϊβάν, οι διώξεις κατά των μουσουλμάνων Οϊγούρων, ο περιορισμός των ελευθεριών στο Χονγκ - Κονγκ κ.ά.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις καταγγελίες μελών της Λέσχης, τα πάνδεινα περνούν και οι Κινέζοι υπήκοοι που εργάζονται ως βοηθοί ειδήσεων, η ως ερευνητές και μεταφραστές σε γραφεία ξένων ειδήσεων: Από απειλές για τον εαυτό τους και τα μέλη της οικογένειάς τους, προσκλήσεις ή οδηγίες για να κατασκοπεύουν τους εργοδότες τους και προειδοποιήσεις του τύπου «να θυμάστε ότι είστε Κινέζοι».
Τέτοια αντιμετώπιση του ξένου Τύπου είχε να συμβεί από τα ταραχώδη γεγονότα του 1989, με τη σφαγή της πλατείας Τιενανμέν. Αλλά και τότε μόνο δύο Αμερικανοί δημοσιογράφοι, για το «The Associated Press» και τη «Φωνή της Αμερικής», απελάθηκαν αμέσως.
Αυτήν την περίοδο αρκετοί άλλοι Δυτικοί δημοσιογράφοι που παραμένουν στην Κίνα δεν έχουν ανανεώσει τις διαπιστεύσεις Τύπου και τους επιτρέπεται να συνεχίσουν να εργάζονται μόνο με βραχυπρόθεσμες επιστολές που εκδίδονται από το υπουργείο Εξωτερικών, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν να αποβληθούν ανά πάσα στιγμή. Είναι από τα εξής μέσα: «CNN», «The Wall Street Journal», «Bloomberg News» και το «Getty Images».
Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1970, τα μέσα ενημέρωσης της Αυστραλίας δεν έχουν ούτε έναν ανταποκριτή με έδρα την Κίνα. Η «Washington Post» δεν έχει ανταποκριτή στην Κίνα από τότε που ο τελευταίος επικεφαλής του γραφείου έφυγε για να πάρει νέα δουλειά στη Νέα Ζηλανδία και δεν έχει χορηγηθεί βίζα για αντικατάσταση. Οι «New York Times», που κάποτε είχαν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο παραγωγικά γραφεία στην Κίνα, έχουν τώρα έναν και μόνο ανταποκριτή που καλύπτει την απέραντη χώρα των 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Ακόμα τρεις δημοσιογράφοι της «Wall Street Journal» αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κίνα, εξαιτίας της οργής του Πεκίνου για ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στο αποκορύφωμα της πανδημίας, με τίτλο «Η Κίνα είναι ο πραγματικός ασθενής της Ασίας», που ορισμένοι Κινέζοι θεώρησαν προσβλητικό.