Το όνομά της έγινε συνώνυμο κορυφαίας ηθοποιού. Γεννήθηκε σαν σήμερα στις 17 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά από μεγαλοαστική οικογένεια. Πατέρας της ο αλευροβομήχανος Βασίλης Κωνσταντόπουλος. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας της την οδήγησε ως μαθήτρια από τη σχολή Χιλλ στη Σχολή Καλογραιών Τήνου και από εκεί εσωτερική σε σχολή στην Ελβετία.
Σπούδασε μουσική και τραγούδι στο Ωδείο της Γενεύης, καθώς και σε άλλες αντίστοιχες σχολές στη Βιέννη και στο Βερολίνο. Κατέχει την πρώτη θέση στην καρδιά των θεατρόφιλων και ήταν η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός, που όχι μόνο κατάφερε να διακριθεί διεθνώς ως κορυφαία τραγωδός αλλά τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου το 1943, για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», στην οποία υποδύθηκε την Ισπανή Πιλάρ. Ήταν η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που τιμήθηκε με Όσκαρ και η πρώτη από την Ελλάδα.
«Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά».
Παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό, απέκτησε δύο κόρες από αυτόν τον γάμο. Η ζωή τής επεφύλαξε να χάσει τη μια της κόρη.
Ο πρώτος σημαντικός ρόλος στην πορεία της ήταν αυτός της Βεατρίκης, στην ομώνυμη όπερα «Αδελφή Βεατρίκη», που έγραψε ειδικά για την Παξινού ο σπουδαίος συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος, η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Ο πρώτος θεατρικός της ρόλος στην πρόζα ήταν στο θέατρο Κοτοπούλη ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, το 1929, στο «Γυμνή Γυναίκα» (La femme nue) του Μπατάιγ. Εκεί καθιερώνεται ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.
Ο Αλέξης Μινωτής στη ζωή της
Το 1931 συνεργάζεται με τον Αιμίλιο Βεάκη, με τον οποίο εισχώρησε στον συνεταιρικό θίασο του Αλέξη Μινωτή και παρουσιάζουν σημαντικά έργα: «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ, «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ.
Τότε ξεκινάει ένας μεγάλος έρωτας, ο οποίος οδηγεί στον γάμο αυτών των εξαιρετικών ιερών τεράτων της θεατρικής τέχνης. Η Παξινού θα διατηρήσει όμως το επίθετο από τον πρώτο της γάμο. Συνεργάζονται καλλιτεχνικά από το 1932 έως το 1940 (χρονιά που γίνεται μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου). Με το Εθνικό Θέατρο εμφανίζεται, στο Λονδίνο, στη Φρανκφούρτη και στο Βερολίνο, και έρχονται σημαντικές ερμηνείες της στον ρόλο της Ηλέκτρας του Σοφοκλή, τη Γερτρούδη στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, την Κυρία Άλβινγκ στους «Βρικόλακες» του Ίψεν.
Την περίοδο του πολέμου εγκαθίσταται μόνιμα πια στις ΗΠΑ και εμφανίζεται στο Μπρόντγουεϊ.
Η πρώτη Ελληνίδα των Όσκαρ
Η διεθνής απόλυτη αναγνώριση έρχεται στις 2 Μαρτίου του 1944. Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου τής απονέμει το Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου, για την ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», όπου υποδυόταν το ρόλο της φλογερής πατριώτισσας της Ισπανίας, Πιλάρ. Ηθοποιοί και τεχνικοί στο γύρισμα σταματούν ό,τι κάνουν για να τη χειροκροτήσουν, ενώ εκείνη αρνήθηκε να κάνει δοκιμαστικό, καθώς όπως τόνισε, «είμαι ίδια. Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά…» Η περήφανη Ελληνίδα την ώρα που παραλαμβάνει το Όσκαρ δεν ξεχνά τους συναδέλφους της: «Το δέχομαι για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, του Εθνικού θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών». Ακολουθεί η κινηματογραφική εκδοχή του θεατρικού έργου του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» το 1947, σε σκηνοθεσία του Ντάντλεϊ Νίκολς, για το οποίο βραβεύεται στο Φεστιβάλ Μπιαρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία με το Βραβείο Κοκτώ.
Η Παξινού επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1952 και στο Εθνικό Θέατρο με τον Αλέξη Μινωτή, όπου παίζει Ίψεν και Λόρκα, αλλά πλέον ενδιαφέρεται κυρίως για το Αρχαίο Δράμα. Τη δεκαετία του ’50 με παραστάσεις αρχαίου δράματος η ζωή της κινείται ανάμεσα στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο. «Εκάβη», «Μήδεια», «Φοίνισσες», «Βάκχες».
Το 1968, Παξινού και Μινωτής συγκροτούν τον δικό τους θίασο και εμφανίζονται στο Θέατρο «Αυλαία» στη Θεσσαλονίκη και στο Θέατρο «Διάνα» στην Ιπποκράτους. Στο κινηματοθέατρο «Σινεάκ», που μετέπειτα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει την «Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο’ Κέιζι, τους «Παλαιστές» του Στρατή Καρρά, τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα.
Ο κινηματογράφος τη διεκδικεί και εμφανίζεται στο «Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς και στο «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Λουκίνο Βισκόντι (1960).
Η Παξινού έπαιξε σε μόνο μία ελληνική ταινία, το 1969, στο «Νησί της Αφροδίτης» του Γιώργου Σκαλενάκη, που βασιζόταν στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη. Παρ’ ολίγον να τη βλέπαμε στη θρυλική «Θεία από το Σικάγο» του Αλέκου Σακελλάριου που την ήθελε πολύ για τον ρόλο της θείας Καλλιόπης, όμως ο Φίνος αρνήθηκε, καθώς πίστευε ότι δεν της ταίριαζε αυτού του είδους ο κινηματογράφος, μιας και το κοινό την είχε συνδέσει με τραγωδίες στην Επίδαυρο και όχι με κωμωδίες του σινεμά.
«Μάνα κουράγιο» – το τελευταίο αντίο
Το 1969 τη χτυπά καρκίνος καλπάζουσας μορφής. Η Παξινού, αν και γνωρίζει την ασθένειά της, αποφασίζει να δοκιμάσει τα όριά της. Παίζει το έργο του Μπεχτ «Μάνα κουράγιο». Βγαίνει στη σκηνή κάθε βράδυ σέρνοντας ένα βαρύ κάρο. Το κοινό της την αποθεώνει και στο καμαρίνι της την περιμένουν δυο νοσοκόμες. Γυρίζει την ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» (1969) υποφέροντας από πόνους.
Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στην Επίδαυρο. Δεν παίζει σε κάποια παράσταση. όμως άμα τη εμφανίσει της το κοινό σηκώνεται, υποκλίνεται και την αποθεώνει χειροκροτώντας την. Η Κατίνα Παξινού έφυγε από καρκίνο, στις 22 Φεβρουαρίου 1973 σε ηλικία 72 ετών.
«Οι άσπλαχνες μέρες του τέλους είχαν φτάσει. Η Κατίνα είχε βαρύνει πολύ. Ανάπνεε δύσκολα. Κι όμως στην πιο μικρή ανάπαυλα του αγώνα της λέγαμε πως καλυτέρεψε (τόσο το ποθούσαμε). Λέω εμείς και δεν ξέρω ποιους ακριβώς εννοώ. Γιατροί ανήμποροι, νοσοκόμες ανυπόμονες η μια μετά την άλλη. Άκαιρες επισκέψεις χωρίς νόημα. Τηλέφωνα, δακρυσμένα μάτια και πολλή απορία, μεγάλη...» είχε αναφέρει ο σύντροφος της ζωής Αλέξης Μινωτής, προσθέτοντας: «Απίστευτο να χάνεται έτσι τέτοιος άνθρωπος και βοήθεια από πουθενά. Γονάτισα να προσευχηθώ, να συντριβώ, να ικετέψω. Το’ χα κάνει σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση στην ξενιτιά και είχε αποτέλεσμα. Είχε! Τώρα δεν ερχόταν ελπίδα, η προσευχή κόνταινε αντί να μακραίνει κι ήταν όλα σκοτεινά…»
Η Κατίνα Παξινού έλαβε το παράσημο του Χρυσού Ανώτερου Ταξιάρχη Γεωργίου Α΄ τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ’ Εστέ».
Ως χαρακτήρας ήταν αθυρόστομη, με υπέροχο χιούμορ, αλλά και πολύ γενναιόδωρη. Είναι γνωστό πια ότι συντηρούσε μαθητές της στη φοίτησή τους τής Δραματικής Σχολής, χωρίς τότε να το γνωρίζει κανείς. Φεύγοντας από τη ζωή, μπορεί να άφησε κινητή περιουσία, αλλά από χρήματα, σχεδόν τίποτα… Τόσο αδιάφορα της ήταν...