Θα περίμενε κανείς ότι η καραντίνα που έχει κλείσει τον κόσμο στα σπίτια του, θα συντελούσε τουλάχιστον στην μείωση της υπογεννητικότητας, ειδικότερα για τα νέα ζευγάρια.
Τουναντίον, οι γεννήσεις έχουν μειωθεί αισθητά εν μέσω covid, και μάλιστα το πρόβλημα υπογεννητικότητας στη χώρα είναι όσο ποτέ επίκαιρο.
Η γονιμότητα στην Ελλάδα και την Ευρώπη
Εδώ και δεκαετίες στην Ευρώπη, η γονιμότητα έχει πέσει κάτω από το "όριο αναπλήρωσης" των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, ενώ στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999. Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο.
Πλέον, και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο.
Στον αντίποδα, υπάρχουν χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) για τον λόγο ότι εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ'όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, νοικοκυριών, και διαθέτοντας κίνητρα.
Σε ποια ηλικία κάνουν παιδιά οι Ελληνίδες
Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών . Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.
Γιατί δεν γεννούν στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με μελέτη για την υπογεννητικότητα από τη HOPEgenesis, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB, που διεξήχθη, εμφανίστηκαν χρήσιμα συμπεράσματα, όπως: η αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές, αποτελούν, διαχρονικά παράγοντες που συντελούν στην υπογεννητικότητα, για τον απλό λόγο ότι δεν δίνουν κίνητρο στις υποψήφιες οικογένειες.
Τα χρόνια της κρίσης, και δη η πανδημία που ζούμε, έθεσε επί τάπητος και την οικονομική ανασφάλεια και τους μειωμένους μισθούς. Όταν ένα ζευγάρι για παράδειγμα είναι σε αναστολή επί ένα χρόνο σχεδόν, και έχει λαμβάνειν το γνωστό 500ρικο, είναι λογικό ότι θα σκεφτεί πολύ προσεκτικά και θα ζυγίσει τις καταστάσεις προκειμένου να σκεφτεί να αυξήσει την οικογένεια του.
Αν όμως το κράτος και η πολιτεία, θεσπίζουν κανόνες, και προνόμια, ώστε ο πολίτης να αισθανθεί οχυρωμένος, τότε η ψυχολογία είναι διαφορετική, και έτσι τα νεαρά ζευγάρια θα σκεφτούν περισσότερο θετικά και ενθαρρυντικά την απόφαση να βάλουν ένα νέο μέλος στην οικογένεια.
Η καραντίνα όμως είχε και άλλες παράπλευρες απώλειες. Η μοναξιά και η απομόνωση κορυφώθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνθρωποι που είναι μόνοι, δεν είχαν τις συγκυρίες λόγω πανδημίας, να κοινωνικοποιηθούν όπως άλλοτε και να γνωρίσουν τον σύντροφό τους. Αυτός είναι ένας λόγος που βοηθά στο να γιγαντωθεί το πρόβλημα της υπογεννητικότητας.
Η συνέπειες της μαζικής μετανάστευσης
Ένας άλλος διαχρονικός παράγοντας που μείωσε τις γεννήσεις στην χώρα, είναι οι πάρα πολλοί και κυρίως νέοι Έλληνες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ιδίως τα χρόνια της κρίσης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο το πασίγνωστο πια brain-drain, αλλά και ένα baby-drain, παραφράζοντας τον όρο, αφού είναι λογικό το συμπέρασμα ότι όσοι έφυγαν σε ξένη χώρα, με καλύτερες απολαβές, έχουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής, και άρα αύξηση της οικογένειας τους.
Το ανησυχητικό είναι όμως βάσει ερευνών, ότι ακόμα και αν εκατοντάδες έλληνες από αυτούς που έφυγαν επιστρέψουν, και ακόμα και αν διπλασιαστεί ο αριθμός γεννήσεων, δεν αρκούν να αντιστρέψουν το αποτέλεσμα. Έχει υπολογισθεί ότι μέχρι το 2050, Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά 1,4 εκατ. ανθρώπους μέσα στα επόμενα 18 χρόνια, δηλαδή έως το 2035 και κατά 2,5 εκατ. ανθρώπους έως το 2050, η δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2050. Ο πληθυσμός της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά 1,4 εκατ. ανθρώπους μέσα στα επόμενα 18 χρόνια, δηλαδή έως το 2035 και κατά 2,5 εκατ. ανθρώπους έως το 2050, σύμφωνα με την έκθεση της Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής για το Δημογραφικό ζήτημα που συνδράμει το έργο της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής.
Η πραγματικότητα της καραντίνας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προήλθαν από τα ληξιαρχεία της χώρας, οι γεννήσεις κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2020, δηλαδή εννέα μήνες και πλέον από την έναρξη της πρώτης καραντίνας, μειώθηκαν κατά 6,5% σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019.
Είναι παραπάνω από σαφές, ότι η κυβέρνηση μέσα στον τιτάνιο αγώνα για την ανάκαμψη της οικονομίας, και της ομαλής μετάβασης από την πανδημία στην κανονικότητα, θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψιν τα στοιχεία και τους αριθμούς, και να θεσπίσει όσο το δυνατόν περισσότερα κίνητρα και διευκολύνσεις, ακολουθώντας επιτυχημένες τακτικές άλλων Eευρωπαϊκών χωρών, και πιέζοντας για περισσότερα κονδύλια και φυσικώς αξιοποιώντας στο έπακρο, τα ήδη υπάρχοντα.