Ο «καραμανλισμός» έχει γίνει εκ νέου επίκαιρος στο εσωτερικό τής Ν.Δ., με αφορμή την αναθέρμανση της συζήτησης μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας για την επίλυση των εκκρεμουσών διαφορών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Μάλιστα, τα περί «καραμανλισμού» έχουν πάρει και σαφείς εσωκομματικές διαστάσεις, καθώς η πρόσφατη επανεμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, σε συνδυασμό με το on air debate του Νίκου Δένδια με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, έχουν βάλει φωτιά στα… τόπια στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος.
Ελληνοτουρκικά και εσωκομματικά σενάρια
Ο πρώην πρωθυπουργός ήρθε να ταράξει τα νερά, όχι επειδή είπε κάτι καινούργιο, αλλά διότι δεν μιλάει συχνά. Κι όμως, αυτήν τη φορά επέλεξε να απαντήσει δημοσίως στον ιστορικό του αντίπαλο, τον έτερο πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη: οι δύο «πρώην» άνοιξαν έναν νοερό διάλογο για την πολιτική του Ελσίνκι, με τον μεν Κώστα Σημίτη να υπερασπίζεται αυτήν τη στρατηγική καταλογίζοντας στον Κώστα Καραμανλή ότι ζημίωσε τη χώρα εγκαταλείποντάς την, τον δε Κώστα Καραμανλή να παρουσιάζει το «Ελσίνκι» περίπου ως «κερκόπορτα» για να κριθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Η παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού και ανιψιού του ιδρυτή τής Ν.Δ. φαίνεται πως «ενθουσίασε» πολλούς «γαλάζιους», ενώ τα εσωκομματικά νερά τάραξε και κάτι άλλο: ότι για πρώτη φορά ο Καραμανλής άφησε κατά μέρος τη στάση αποχής και «λευκής επιταγής» που υιοθετούσε για όλους τους διαδόχους του και εμφανίστηκε να βρίσκεται σε διάσταση με διαφαινόμενες πολιτικές επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη: κι αυτό διότι ο Καραμανλής ουσιαστικά επανέλαβε ότι αντιτίθεται να προσφύγει η χώρα στη Χάγη, «συμπίπτοντας» στο σημείο αυτό με τον άλλο πρώην πρωθυπουργό που προέρχεται από τη Ν.Δ., Αντώνη Σαμαρά. Με άλλα λόγια, ο κ. Καραμανλής άφησε να εννοηθεί ότι εφόσον η ατζέντα στις διαπραγματεύσεις Ελλάδας-Τουρκίας είναι πιο διευρυμένη από την «κόκκινη γραμμή» τής ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, τότε ο ίδιος θα βρεθεί απέναντι – ή, τέλος πάντων, θα έχει καταγραφεί ότι διαφωνεί ανοιχτά.
Αναμφίβολα, η παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή δεν θα μπορούσε να μη συνδυαστεί με τη σκληρή –έως και σκληροπυρηνική– στάση που υιοθέτησε ο Νίκος Δένδιας στην Άγκυρα: μπορεί ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας να συνεχίζει, τούτες τις μέρες, να δέχεται τα «συγχαρητήρια» των συνομιλητών του επειδή «τους τα είπε» και, μάλιστα, «μες στο σπίτι τους» –αυτές είναι μερικές από τις κλασικές φράσεις που ακούει συγκατανεύοντας και χαμογελώντας ικανοποιημένος–, ωστόσο το μόνο βέβαιο είναι πως με τη στάση του ο Δένδιας ουδόλως εξέπεμψε μήνυμα βούλησης για επίλυση των ελληνοτουρκικών. Εξάλλου, αν δει κανείς με χρονική σειρά τις κοινές δηλώσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών, θα διαπιστώσει ότι ο κ. Δένδιας δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται να πάει καλά η συνέντευξη Τύπου –αντιθέτως, απαντά στον Τούρκο ομόλογό του που ανέφερε μία πρόκληση, δηλαδή τα περί «τουρκικής» μειονότητας στην Θράκη–, αναφέροντας όλες τις εκκρεμότητες και τα «αγκάθια» στη σχέση των δύο χωρών! Για παράδειγμα, τα περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών ξεκινούν, ως συζήτηση, από τον Δένδια, ο οποίος, μάλιστα, κατηγορεί την Τουρκία ότι «διατηρεί αποβατική δύναμη» απέναντι. Και φυσικά, εξίσου διπλωματικά άκομψη ήταν και η ακροτελεύτια φράση τού επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, που εύχεται –δημοσίως– απευθυνόμενος στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου να… μην ακυρώσει την πρόταση για δείπνο –το «ιφτάρ» για το Ραμαζάνι– επειδή «πεινάει εξαιρετικά». Με τη φράση του αυτή, δηλαδή, ο Δένδιας ουσιαστικά αναγνώρισε ότι όσα είχε πει νωρίτερα ουδόλως συνέβαλαν στη δημιουργία ενός καλού –ή, έστω, ήπιου– κλίματος μεταξύ των δύο πλευρών.
Οι «καραμανλικοί» οργανώνονται
Με αυτά τα δεδομένα, είναι αυτονόητο ότι ο Δένδιας προφανώς και δεν είναι ο υπουργός που μπορεί να διαπραγματευθεί γενικώς «θαλάσσιες ζώνες» – άρα και αιγιαλίτιδα. Κι αυτό παρ’ ότι για «θαλάσσιες ζώνες» μιλάει, με γενναίο τρόπο, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αφενός στέλνοντας ένα μήνυμα καλής θελήσεως στην Τουρκία, αφετέρου αναγνωρίζοντας το αυτονόητο: ότι αφού η αιγιαλίτιδα είναι τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, αυτονοήτως δεν μπορεί να διαπραγματευθεί κανείς τα δύο τελευταία, αν δεν κουβεντιάσει και ζητήματα χωρικών υδάτων…
Ο υπουργός Εξωτερικών, ωστόσο, φαίνεται πως στην παρούσα φάση περισσότερο ενδιαφέρεται για τις ολοένα και αυξανόμενες μετοχές του στο εσωτερικό –και εσωκομματικό– πολιτικό Χρηματιστήριο, παρά για την επίλυση των εκκρεμοτήτων με την Τουρκία. Μάλιστα, με αφορμή τη στάση του αυτή αλλά και το γενικότερο ήπιο και μετριοπαθές κεντροδεξιό του προφίλ, πολλοί στη Ν.Δ. έχουν σπεύσει να προεξοφλήσουν πως, όταν έρθει η ώρα της «επόμενης μέρας», ο Δένδιας θα μπορούσε να βγει μπροστά διεκδικώντας τα ηνία του κυβερνώντος κόμματος με «καραμανλικό» χρίσμα και με την επιδίωξη να επιστρέψει η Ν.Δ. στην… κοιτίδα της – δηλαδή στο «καραμανλικό» DNA της.
Η πραγματική παρακαταθήκη του «Εθνάρχη»
Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα: ότι αυτήν τη στιγμή, ο «καραμανλισμός» έχει μείνει χωρίς… «καραμανλικούς» – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική. Βλέπετε, ο ιδρυτής τής Ν.Δ. άφησε πίσω του μία παρακαταθήκη που δεν μοιάζει σε τίποτα με το περίφημο «δόγμα Μολυβιάτη» περί ακινησίας – κι ας ήταν στενός συνεργάτης του ο κ. Μολυβιάτης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, στις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική, έσπαγε αυγά, έκανε συμβιβασμούς και είχε ως σταθερή του πυξίδα την ανάγκη να επιλύονται τα θέματα – και όχι να χρονίζουν. Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στη Νεότερη Ιστορία για να θυμηθεί πώς αντιμετώπισαν εδώ στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, τον Καραμανλή, το ’65 και το ’66, όταν πρωταγωνίστησε στη συνομολόγηση των συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου. Την ώρα που το κλίμα σε Αθήνα και Λευκωσία ήταν η «ένωση» και τίποτα πέραν αυτού, ο Καραμανλής –και ο Μακάριος, ασφαλώς– αναγνώρισαν πολιτειακό ρόλο στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο με δικαίωμα αρνησικυρίας και πολλά άλλα που παρέπεμπαν σε ένα κράτος με ουσιαστική πολιτική ισότητα και αλληλοσεβασμό μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Και αμφότεροι αντιμετώπισαν θύελλα και βαριές κατηγορίες στο εσωτερικό των χωρών τους.
Επίσης, 10 χρόνια μετά, το ’75, μόλις έναν(!) χρόνο μετά τον «Αττίλα», ο Καραμανλής με τον Ντεμιρέλ είχαν συμφωνήσει να παραπέμψουν στη Χάγη τα περί υφαλοκρηπίδας. Όσο για την περίφημη «εθνική κόκκινη γραμμή», αυτή ήταν εφεύρεση του Ανδρέα Παπανδρέου τα χρόνια της «έξαλλης» αντιπολίτευσης – θυμίζουμε ότι ο Παπανδρέου χαρακτήριζε τη Μεταπολίτευση «αλλαγή ΝΑΤΟϊκής φρουράς»…
Ο Καραμανλής δεν έλεγε ποτέ το ποίημα περί «μίας και μόνης διαφοράς με την Τουρκία». Καθόταν στο τραπέζι του διαλόγου, είχε ισχυρά επιχειρήματα, ήταν σκληρός διαπραγματευτής, αλλά διαπραγματευόταν με στόχο και πυξίδα την επίλυση των διαφορών – δεν οχυρωνόταν πίσω από εθνικούς μύθους ή ωραία ειπωμένες εθνεγερτήριες φράσεις.
Και μια και περί Ελσίνκι ο λόγος, όσο και αν η Ιστορία δεν γράφεται με «αν», είναι προφανές ότι ο αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας προφανώς και θα ήθελε το ίδιο και για την Κύπρο. Και η Κύπρος μπήκε στην Ε.Ε. χάρη στην πολιτική του Ελσίνκι.
Με άλλα λόγια, στη Ν.Δ. δεν υπάρχει πια «καραμανλισμός». Υπάρχουν αχθοφόροι ενός βαρέως επωνύμου και «καραμανλικοί» που αυτοπροσδιορίζονται ως τέτοιοι, εκφράζοντας τα ακριβώς αντίθετα απ’ όσα έλεγε –και, κυρίως, απ’ όσα έκανε– ο ιδρυτής του κυβερνώντος κόμματος.