Είναι μεγάλη ευχή να έχεις βρει το χόμπι σου. Αυτό το «έξτρα» που δεν ανήκει στην τεράστια λίστα με τις κάθε λογής καθημερινές υποχρεώσεις, αλλά στέκει πάντα σε μια γωνία σιωπηλό, χωρίς να διεκδικεί. Άλλωστε, ξέρει πως αργά ή γρήγορα θα του δώσεις σημασία και αυτό –γι’ αντάλλαγμα– θα σου γεμίσει την καρδιά, ανοίγοντάς σου ένα νέο, πολλά υποσχόμενο παράθυρο στον κόσμο (και στον εαυτό σου).
Αυτά σκέφτομαι μιλώντας με την Πολύμνια Κοσσόρα. Έναν γλυκύτατο και πολύ καλλιεργημένο άνθρωπο που αποφάσισε να αφοσιωθεί σε μια αγάπη που κρατάει χρόνια, στο χόμπι της, την συγγραφή. Μια επιλογή που της βγήκε –και μας βγήκε– σε καλό. «Από μικρό παιδί το βιβλίο μού άνοιγε δρόμους μαγικούς στην σκέψη και την φαντασία. Υπήρξα, και ακόμη είμαι, φανατική, διψασμένη αναγνώστρια. Με μαγνήτιζαν οι λέξεις και οι φράσεις πάνω στο χαρτί, ειδικά όταν συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να τις χρησιμοποιώ για να κατανοώ καλύτερα τον εαυτό μου, να γνωρίζω τους ανθρώπους, να πλάθω ιστορίες. Έτσι, λοιπόν, πάντα κάτι έγραφα. Πέρασα από το στάδιο της εφηβικής ποίησης σε μικρά δοκίμια και από εκεί σε επαγγελματικά κείμενα», μου αναφέρει.
Πώς όμως έκανε το επόμενο, το μεγάλο βήμα προς την λογοτεχνία; «Με την “μεγάλη” γραφή καταπιάστηκα όταν έκλεισα τον μεγάλο κύκλο της επαγγελματικής μου ζωής. Τότε ξεκίνησα με ενθουσιασμό τα βήματά μου στην περιπέτεια της λογοτεχνίας. Είχα πλέον τον χρόνο να το κάνω, τις εμπειρίες, την ωριμότητα, αλλά και την ελευθερία από συμβάσεις και υποχρεώσεις», μου εξηγεί με ενθουσιασμό.
Το χόμπι της την δικαίωσε, αφού πλέον κρατά στα χέρια της το δεύτερο μυθιστόρημά της με τίτλο «Καίει ο ήλιος τα μεσάνυχτα;». Ένα εξαιρετικό βιβλίο που διαδραματίζεται τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Νορβηγία – χώρες στις οποίες έχει ζήσει και η ίδια.
«Η επιλογή της Αθήνας και του Όσλο υπήρξε για μένα σχεδόν αυτονόητη, ειδικά επειδή θέλω να γράφω για τόπους που γνωρίζω, που έχω νιώσει την ατμόσφαιρα, τον αέρα, τη μυρωδιά τους. Η Αθήνα και τα προάστια είναι βέβαια ο τόπος μας. Ο Πειραιάς, η Πεντέλη, η Κηφισιά είναι τα φυσικά τοπία όπου ζει και εργάζεται ο κεντρικός ήρωας, ο Ορέστης, ένας νέος ναυτιλιακός δικηγόρος από μια καλοβαλμένη μεσοαστική οικογένεια. Όσο για την Νορβηγία, και συγκεκριμένα το Όσλο, είναι ένας χαρακτηριστικός τόπος ανάδειξης της “βόρειας” κουλτούρας. Αυτήν την διαφορετικότητα την έχω βιώσει προσωπικά, μιας και έχω ζήσει εκεί για κάποιο διάστημα. Άλλωστε, η πλοκή του έργου συναντά πραγματικά γεγονότα που ιστορικά συνδέονται αποκλειστικά με την Νορβηγία».
Δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω –ιδιαίτερα τώρα με την γενικευμένη κρίση– ποιες θεωρεί από την εμπειρία της ως τις δομικές διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου. Η άποψή της νηφάλια και απόλυτα εμπεριστατωμένη: «Ακόμη και ανάμεσα σε ανθρώπους χωρίς ταξικές ή μορφωτικές διαφορές, θα παρατηρήσουμε ότι υπάρχουν διαφορές κουλτούρας σχεδόν σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής μεταξύ Βορρά και Νότου. Η Νορβηγία, σαν παράδειγμα, είναι μια καταπληκτική χώρα, αλλά τόσο διαφορετική από την Ελλάδα. Από τις καθημερινές συνήθειες του φαγητού, των συναναστροφών, της κοινωνικής και επαγγελματικής ιεραρχίας, μέχρι και σημαντικούς θεσμούς, όπως της οικογένειας, της σχέσης των φύλων, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης». Στον Βορρά ο άνθρωπος του Νότου θα αισθανθεί γύρω του μια απλότητα, μια ηρεμία, αυτοσυγκράτηση, λιτή έκφραση συναισθημάτων. Αντίθετα, εδώ στον Νότο η ατμόσφαιρα ξεχειλίζει από ένταση και άγχος. Οι εκρήξεις συναισθημάτων ηχηρές, το πάθος συχνά υπερβολικό αν και σύντομο, η κοινωνική και επαγγελματική ιεραρχία κυρίαρχη».
Και μπορεί άραγε για χάρη του έρωτα να γκρεμιστούν όλες οι παραπάνω διαφορές; Από όσα μου λέει η Πολύμνια, όχι. Η απάντησή της μοιάζει αρχικά πολύ ορθολογική, μα στο βάθος της κρύβει την τρυφερότητα του αγνού ρομαντισμού: «Πιστεύω ότι ο έρωτας δεν αρκεί για να γεφυρώσει διαφορές, ίσως μάλιστα στην αρχή το πάθος να πυροδοτείται από την ένταση των διαφορών και έτσι να αυξάνεται η έλξη και το μυστήριο. Για να ισορροπήσουν δυο άνθρωποι και να πάνε πιο πέρα από το πάθος, είναι σημαντικό κατ’ αρχήν να κατανοήσουν και να αποδεχθούν την όποια διαφορετικότητα του άλλου. Να μην επιδιώξει κανείς την απόσβεση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του άλλου, αλλά να αναζητήσουν την καταλλαγή, μειώνοντας τις αποστάσεις με μικρά ή μεγάλα βήματα, με χιούμορ, με αγάπη, ανοχή και κατανόηση. Έχω προσωπική πείρα ότι αυτό είναι και εφικτό και ελκυστικό, προσθέτει και δεν αφαιρεί από τη σχέση, μιας και υπάρχει μια τέτοια περίπτωση διαφοράς κουλτούρας στην οικογένεια μου».
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο της, προτού κανονιστεί το ραντεβού μας και γνωρίζοντας πως οι ζωές των κεντρικών της χαρακτήρων ανατρέπονται από ένα απρόβλεπτο γεγονός, μοιραία τη ρωτώ κάτι που μοιάζει κλισέ στην διατύπωση, στην ουσία του όμως δεν είναι. Τελικά, εμείς οδηγούμε τη ζωή μας ή είναι η μοίρα που λέει πάντα την τελευταία κουβέντα; «Εμείς βέβαια οδηγούμε τη ζωή μας, ανάλογα με τους στόχους, τις επιθυμίες και τις δυνατότητές μας. Συμβαίνει ωστόσο κάποτε, όταν νομίζεις ότι είσαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, ότι έχεις τα πάντα στον έλεγχό σου, να βρεθείς ανυποψίαστος μπροστά σε εξελίξεις, γεγονότα και ανατροπές που δεν προκάλεσες, που δεν μπορούσες να αποτρέψεις. Πείτε το τύχη ή μοίρα. Εγώ το λέω Ζωή. Η ζωή που έχει την τελευταία λέξη, με όλα τα καλά, τα κακά ή δραματικά της».