Ναι, δεν είναι όλα όπως φαίνονται.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να κρυφτεί από κάποιον που ξέρει να διαβάζει τα μάτια. Εγώ έμαθα να τα διαβάζω. Να εισχωρώ εκεί που η ψυχή θέλει να κρύψει. Η επιφάνεια είναι γυάλινη. Η ψυχή είναι αλλιώς. Από άλλο υλικό καμωμένη. Τα φώτα σε βγάζουν από το σκοτάδι. Όχι όμως από το σκοτάδι της ψυχής. Εκεί θες το φως της μέρας να δει όσα χαράχτηκαν στην ψυχή σου από τα ψυχικά σου σκοτάδια.
Από μικρή, για κάποιο λόγο, μου άρεσε η μπουρδελότσαρκα στα στενάκια του Βόλου, όπου οι Κυρίες στον οίκο ανοχής περίμεναν τα αγοράκια, τους νεαρούς, τους άνδρες κάποιας ηλικίας ή τους παντρεμένους να γευτούν τα παιχνίδια του έρωτά τους. Θυμάμαι ότι στον Βόλο συνήθως ανέβαινες κάποια σκαλιά να τις συναντήσεις σε κάποια οικήματα όχι τόσο καινούργια, στο Κέντρο.
Όταν περπατούσαμε κάποια βράδια με την παρέα της εποχής, αγόρια και κορίτσια, οι φίλοι μας ανέβαιναν πάντα να δούνε πώς ήταν η Κυρία της υποδοχής και πώς η Κυρία τού έρωτα!
Ήμουν περίπου 15 ετών, όταν για πρώτη φορά ανέβηκα κι εγώ και αντίκρισα την τσατσά με παρδαλό εμπριμέ φόρεμα σε έντονα χρώματα και την Κυρία που μόλις είχε κλείσει τον πελάτη κι έμπαινε στο δωμάτιο με σατέν κόκκινο νεγκλιζέ. Φαινόταν φτηνό ρούχο. Δεν ήταν από μετάξι... Το χρώμα υποσχόταν πολλά. Κόκκινο.
Οι φίλοι μου γελούσαν σχεδόν πάντα κρυφά και με τη φαντασία τους έκαναν εκατοντάδες σενάρια, αλλά δεν νομίζω να είχαν και λεφτά, και πολύ γρήγορα κατεβαίναμε εκείνα τα σκαλιά. Εγώ ήθελα να χαζεύω και να τις παρατηρώ. Να τις κοιτώ στα μάτια και να προσπαθώ να μαντέψω τη ζωή τους. Τα μυστικά τους. Τα ψέματα και τις αλήθειες τους. Ήταν παντρεμένη; Το ’ξερε ο άνδρας της; Είχε παιδί; Πώς βρέθηκε εκεί; Από πού είναι; Δεν φοβάται μήπως την αναγνωρίσουν; Της λείπουν τα παιδιά της;
Τα άλλα κορίτσια που ήμασταν σχεδόν πάντα παρέα δεν τόλμησαν να ανέβουν ποτέ εκείνα τα σκαλιά. Εγώ τα ανέβαινα σχεδόν κάθε φορά σ’ εκείνον ή σε άλλον οίκο ανοχής που μπαίναμε. Το κόκκινο φωτάκι τότε της εισόδου κάπως με ξυπνούσε. Υποσυνείδητα κάπως λειτουργούσε μέσα μου. Είχα κι εγώ τα αγκάθια της δικής μου ζωής, καθώς από τα 13 μου χρόνια αναγκάστηκα να μείνω μόνη, μακριά από το σπίτι μου.
Σήμερα ξέρω πως δεν υποτίμησα ποτέ τίποτα. Τις κοιτούσα τότε με ένα βλέμμα ακαθόριστο, αλλά πολύ συγκεκριμένο σήμερα.
Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ σπούδασα δημοσιογραφία. Πήγα Θεσσαλονίκη για σπουδές. Στον Βαρδάρη πέρασα πολλές φορές έξω από τους οίκους ανοχής, αλλά μέσα δεν μπήκα. Φοβόμουν μη με δουν και νομίζουν άλλα... Ως δημοσιογράφος αργότερα μέσα σε όλα όσα καταπιάστηκα συνεργάστηκα και με την εκπομπή της Σεμίνας Διγενή «Άλλοι Καιροί» στον Antenna το 1994. Ήμουν 24 ετών τότε, όταν έβαζαν αγόρια να κάνουν τα ρεπορτάζ στους οίκους ανοχής για την εκπομπή. Γυρνούσαν πίσω χωρίς αποτέλεσμα. Χωρίς να έχουν κάποια συνέντευξη με ιερόδουλη. Φοβόντουσαν την κοινωνική κατακραυγή. Η είσοδος της κάμερας «βίαζε» την ψυχή τους. Είχαν σπάσει και κάμερα συνεργείου οι «μάνατζερ» των οίκων ανοχής. Δεν ήθελαν φασαρία στα πόδια τους. Η τηλεόραση ήταν φασαριόζα. Ήμασταν επιπλέον εισβολείς στη ζωή τους – και ήδη είχαν πολλούς. Θυμήθηκα τα σκαλιά που ανέβαινα. Ζήτησα εγώ την κάμερα και το συνεργείο να πάω στη Φυλής, τότε που οι κάτοικοι αντιδρούσαν και για τους οίκους στην περιοχή τους.
Καρμικά τον πρώτο οίκο που συναντώ στη Φυλής είχε σκαλιά να ανέβω, σαν εκείνα που ανέβαινα στον Βόλο, και με πήγαιναν στην τσατσά. Ανεβαίνουμε χωρίς κάμερα, τα δυο παιδιά του συνεργείου κι εγώ. Σαν τότε... Άνδρες κι εγώ. Στην πόρτα ήταν ένας Κύριος. Του μιλάω και με κοιτά με κατανόηση. Μου λέει «δεν θέλουμε κάμερες στα πόδια μας». Εκείνη την ώρα βγαίνει ένας πελάτης και στη συνέχεια η γυναίκα που λίγο πριν είχε δώσει το κορμί της στον Κύριο που βγήκε. Μεσήλικας ήταν.
Τίποτα δεν ξεχνώ. Ασυναίσθητα την κοιτώ στα μάτια κι εκείνη εντοπίζει το δικό μου βλέμμα. Φορούσε μαύρο δαντελωτό ρομπάκι. Βλέπει πως δεν την υποτιμώ. Πως θέλω να την ακούσω. Να μάθω για εκείνη. Της συστηνόμαστε και δεν μας φοβάται. Θέλω πραγματικά να μάθω για τη ζωή της. Τόσα χρόνια περιμένω να μου απαντηθούν όλα εκείνα τα εφηβικά μου ερωτήματα. Μέσα σε λίγες ώρες έχουν ανέβει οι κάμερες, οι πελάτες μπαινοβγαίνουν και αγοράζουν τον έρωτα από τις άλλες Κυρίες του οίκου. Εμείς κάνουμε συνεντεύξεις με τις ιερόδουλες της περιοχής σε κάποιο από τα δωμάτια που άφησαν ελεύθερο να μιλούν για τη ζωή τους. Μιλούν για τη ζωή τους, κάποιος δίπλα έρχεται σε οργασμό και διαπερνά ο ήχος στο μικρόφωνό της, αλλά όχι το γκάζι της ψυχής της, θέλει όλα να τα πει. Κανένας οργασμός από το διπλανό δωμάτιο δεν τη σταματά. Άλλωστε έχει τόσους ακούσει. Φώναξε και τις άλλες του οίκου και όχι μόνο (ήλθαν και από το σωματείο τους) για να μιλήσουν σε μια κάμερα με την πλάτη στον φακό για τις δικές τους αλήθειες.
Ο Θανάσης, που είχε το συνεργείο, ακόμη θυμάται εκείνες τις στιγμές κάθε φορά που συναντιόμαστε.
Ήταν μια από τις πιο αληθινές στιγμές από τα δικά μου ρεπορτάζ στον δρόμο. Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε κι έδωσα μια υπόσχεση να ξαναπάω χωρίς κάμερες. Πήγα και έφαγα από τα χέρια τους κοτόπουλο με πατάτες, ήπιαμε καφέ και μιλήσαμε για όλα όσα ήθελαν να μοιραστούν για τη δική τους ζωή. Όσα δεν πρόλαβαν να πουν στην κάμερα εκείνο το μεσημέρι. Ενδεχομένως κάποιες να μην είπαν όλη την αλήθεια, κάποιες να έκρυψαν κομμάτια της ζωής τους, αλλά μου άνοιξαν το σπιτικό τους με τον δικό τους τρόπο.
Κάποιος άκουσε και τη δική τους αλήθεια. Δεν τις αγνόησε. Έτρωγες μαζί τους από τα δικά τους χέρια φαγητό. Τα μάτια τους είχαν μια ηρεμία. Επιτέλους, κάποιος δεν πήγαινε για να αγοράσει το κορμί της, αλλά για να αγγίξει την ψυχή της. Ο οπερατέρ Θανάσης πάντα παρών, κι ας μην είχε δουλειά.
Τότε ήταν που ρώτησα: «Γιατί μου ανοίξατε την ψυχή σας;» Και μου είπαν «επειδή είδαμε στα μάτια σου πως δεν μας κοιτούσες με ειρωνία, λύπηση και δεν ήσουν υπεράνω. Είμαστε ίδιες. Από τον ίδιο πηλό». Τα μεταφέρω αυτολεξί όπως ειπώθηκαν.
Τότε ήταν που συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα να τις σνομπάρω, αφού από τα 15 μου ανέβαινα τα σκαλιά και τις έβλεπα και ήθελα πάντα να μάθω τη ζωή τους.
Από τότε πήγα κι άλλες φορές να τις δω κι άλλες πήγα για ρεπορτάζ. Η πόρτα τους ήταν πάντα ανοιχτή για μένα... Η ψυχή τους δεν ήταν από γυαλί. Η αλήθεια είναι πως εκείνα τα κόκκινα φωτάκια υπήρξαν στιγμές που τα νοστάλγησα για την αλήθεια που έκρυβαν μπροστά σε άλλα φώτα. Θυμήθηκα πώς είναι να ξέρεις ότι πουλάς το κορμί σου για αμοιβή, και το δηλώνεις, και πώς ειναι να ξεπουλάς το κορμί σου έναντι αδράς αμοιβής χωρίς να δηλώνεις ιερόδουλη αλλά άλλη ειδικότητα.
Η πορνεία είναι μέσα μας, και αυτή δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Τα φώτα έχουν θολώσει πολλά μάτια. Ίσως είναι το κόκκινο φως που δεν σε παίρνει να σκεφτείς πως είσαι εσύ εκείνη που θα πατήσεις τις ζωές των ανθρώπων, γιατί πάτησες και πάτησαν πρώτα τη δική σου. Ίσως τα πιο λαμπερά φώτα είναι εκείνα που σου θολώνουν το μυαλό, και νομίζεις πως μπορείς να κοιμάσαι στο κρεβάτι του αφεντικού και επειδή δεν πληρώνεσαι κάθε φορά που κοιμάσαι μαζί του αλλά με μηνιαίο μισθό και άλλα δώρα πως απέχεις πολύ από την ιερόδουλη. Απέχεις ναι. Εκείνη το δηλώνει ως επάγγελμα ενώ εσύ όχι. Εκείνη ξέρει την αλήθεια ενώ εσύ ζεις μέσα στο ψέμα. Κατανοώ τα πάντα. Όλα όσα κανείς επιλέγει για τη ζωή του. Αντιστέκομαι στην καταπάτηση της ψυχής των άλλων, όταν πατάς επί πτωμάτων και απολύεις γιατί εκείνη την περίοδο είσαι στο κρεβάτι του αφεντικού. Εκείνος είναι ερωτευμένος. Εσύ;
Υστερόγραφο:
Η πορνεία κάποτε σταματά ως επάγγελμα. Η ψυχή παραμένει για πάντα.