Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με το φως στην άκρη του τούνελ που αχνοφαίνεται με την έναρξη της διαδικασίας εμβολιασμού, ανοίγει την αυλαία για μία νέα πολιτική περίοδο και για τον ανακαθορισμό των πολιτικών συσχετισμών. Σε αυτή, λοιπόν, τη νέα περίοδο, δεν θα κριθεί μόνο κατά πόσον το ανακάτεμα της κυβερνητικής τράπουλας μπορεί να διασφαλίσει στο Μέγαρο Μαξίμου τη «φυγή προς τα εμπρός» που τόσο επιθυμεί, αλλά και κάτι ακόμη: κατά πόσον η αξιωματική αντιπολίτευση θα μπορέσει να βρει ένα αποτελεσματικό αντιπολιτευτικό μείγμα, αλλά και ένα πειστικό αφήγημα για την «επόμενη μέρα», προκειμένου να ανοίξει εκ νέου το πολιτικό παιχνίδι.
Εξάλλου, η συζήτηση για τη σταθερότητα –ή, όπως το βλέπει η Κουμουνδούρου, «στασιμότητα»– στο πολιτικό σκηνικό είναι το δημοφιλέστερο θέμα προβληματισμού στα «πηγαδάκια» και τις συνομιλίες μεταξύ των στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Παραλλήλως, αυτή η συζήτηση εκτυλίσσεται διαρκώς στις συνεδριάσεις όλων των συλλογικών οργάνων, αλλά και στις κλειστές συσκέψεις που διοργανώνει ο Αλέξης Τσίπρας με τους συνεργάτες του, αν και προσώρας δεν έχει βρεθεί μία αποτελεσματική «συνταγή».
Η κυβέρνηση πέφτει, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ…
Ο βασικός προβληματισμός, μ’ άλλα λόγια, αφορά στο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να καρπωθεί την κυβερνητική φθορά και γιατί έχει σταματήσει –όπως φαίνεται σε όλες τις μετρήσεις– να λειτουργεί το «εκκρεμές» του δικομματισμού: το αξίωμα, δηλαδή, πως όταν το κυβερνών κόμμα φθείρεται και χάνει, τότε οι συσχετισμοί ανατρέπονται υπέρ του δεύτερου κόμματος και αλλάζουν οι πολιτικοί συσχετισμοί. Πρόκειται για το αξίωμα που, με τη σειρά του, όταν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα, ενεργοποιεί μία άλλη σταθερά του πολιτικού συστήματος: τη θεωρία του «ώριμου φρούτου», που θέλει ένα κυβερνών κόμμα να πέφτει, υπό το βάρος της φθοράς, ώστε να «ανέβει» ο άλλος πόλος του πολιτικού σκηνικού στην εξουσία.
Προσώρας, λοιπόν, το «εκκρεμές» δεν λειτουργεί και, παρά τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης που αναδεικνύουν όλες οι μετρήσεις, ούτε τα δύο κόμματα εξουσίας λειτουργούν ως «συγκοινωνούντα δοχεία» για τους αμφιταλαντευόμενους και κλασικά μετακινούμενους ψηφοφόρους, ούτε όμως και το «φρούτο» της ΝΔ ωριμάζει τόσο ώστε… να κινδυνεύσει να πέσει από το δέντρο της εξουσίας.
Βεβαίως, αρκετοί στον πολιτικό σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ δεν ανησυχούν τόσο: εξάλλου, είναι συχνό φαινόμενο στην πολιτική μας ζωή όταν μία κυβέρνηση αρχίζει να εμφανίζει ρήγματα και σημάδια φθοράς, αυτό να μη φαίνεται γρήγορα στα ποσοστά του «αντίπαλου δέους»: πολλοί ψηφοφόροι, μ’ άλλα λόγια, όταν απογοητεύονται από το κυβερνών κόμμα, κάνουν πρώτα μία… πολύμηνη «στάση» στη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο» (δηλαδή, είτε δηλώνουν «αναποφάσιστοι», είτε λένε ότι θα απόσχουν από τις επόμενες εκλογές, είτε απαντούν με την κλασική φράση «δεν ξέρω/δεν απαντώ»).
Όμως, όσο κι αν το ως άνω σκεπτικό έχει επιβεβαιωθεί αρκετές φορές στη μεταπολιτευτική μας ιστορία, η παρούσα συγκυρία είναι κάπως διαφορετική: αυτό, δηλαδή, που λένε και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία δεν κρύβουν πως θα ήθελαν ισχυρότερη και ηχηρότερη αντιπολίτευση, είναι πως με περισσότερους από 5.000 νεκρούς, με «σκηνές Μπέργκαμο» στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, αλλά και με δεδομένο ότι έχουν «περάσει» νομοσχέδια περιορισμού διαδηλώσεων, μετατροπής του 8ώρου σε 10ωρο και «νομιμοποίησης» των απλήρωτων υπερωριών, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν… έχει την πολυτέλεια να περιμένει πότε θα «ωριμάσει» το «φρούτο» της ΝΔ και θα πέσει από το δέντρο της εξουσίας. Και σίγουρα δεν φταίνε για όλα μόνο οι άλλοι…
Τα «μπρος-πίσω» και η αναζήτηση στίγματος
Με αυτά τα δεδομένα, η συζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επικεντρώνεται στον τρόπο που ασκείται η κριτική στην κυβέρνηση, αλλά και στον προβληματισμό γιατί το μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει «περάσει» στην κοινή γνώμη. Για παράδειγμα, αρκετοί θεωρούν εκ των υστέρων πως η «συναινετική αντιπολίτευση» του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν άφησε την Κουμουνδούρου να «πάρει ανάσα». Σημειωτέον πως το αντιπολιτευτικό «δόγμα» της περασμένης άνοιξης είχε χαρακτηριστεί από τη φράση του τομεάρχη Υγείας του κόμματος, Ανδρέα Ξανθό, ο οποίος, παρά τις εσωκομματικές αντιδράσεις, επέμεινε ότι «κι εμείς θα επιλέγαμε τον Τσιόδρα, αν ήμαστε κυβέρνηση». Τον τομεάρχη και πρώην υπουργό Υγείας, ωστόσο, είχε προστατεύσει και καλύψει πλήρως ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, κρατώντας τον αμετακίνητο στον «ανασχηματισμό», αλλά και διαμηνύοντας ότι στο πρώτο κύμα της πανδημίας ήταν καθήκον του ΣΥΡΙΖΑ να κρατήσει χαμηλά τους τόνους. Άλλωστε, ο τέως πρωθυπουργός έχει διαμηνύσει σε πολλές συνεντεύξεις του ότι η επιτυχία της πρώτης καραντίνας και η υπεύθυνη συμμόρφωση όλων των πολιτών με τα περιοριστικά μέτρα σχετίζεται όχι μόνο με το σχέδιο της κυβέρνησης, αλλά και με το μήνυμα πειθαρχίας και συμμόρφωσης που εξέπεμψε προς την κοινωνία και η αξιωματική αντιπολίτευση. «Θα είχε ερημώσει η Αθήνα και οι άλλες μεγάλες πόλεις, αν είχαμε κηρύξει αντάρτικο;» διερωτώνται παράγοντες της Κουμουνδούρου, διερμηνεύοντας τις τοποθετήσεις Τσίπρα.
Όμως, ακόμη κι έτσι, η μεταστροφή της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ από την «εποικοδομητική κριτική» κατά το πρώτο κύμα στο «σκληρό ροκ» του δεύτερου κύματος φαίνεται πως ενέτεινε την αίσθηση στην κοινωνία ότι η Κουμουνδούρου ακόμη… «ψάχνεται» και ψάχνει κεντρικό πολιτικό αφήγημα. Βεβαίως, στον ΣΥΡΙΖΑ εκτιμούν ότι πήραν αρκετούς πόντους όταν το περασμένο φθινόπωρο επιβεβαιώθηκε, από τα επιδημιολογικά δεδομένα, πως η έναρξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας συνδέθηκε πλήρως με το άναρχο άνοιγμα του τουρισμού. Όμως, ακόμη κι έτσι, το γεγονός ότι αντίστοιχες σκηνές με αυτές που ζούμε τους τελευταίους μήνες, τις βλέπουμε και σε χώρες του εξωτερικού προφανώς και προσφέρει ένα επιχείρημα στους «κυβερνητικούς» για να αποδομήσουν την κριτική που δέχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το έλλειμμα στην επικοινωνία
Πάντως, όσο κι αν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ουδόλως «ψάχνεται», αλλά έχει περάσει με αποφασιστικότητα στο «σκληρό ροκ» εφ’ όλης της ύλης, έχει να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα: πρώτον, ότι όσο ισχύει η πανδημία και ο φόβος που αυτή προκαλεί στον καθένα για τη ζωή του, είναι σαφές ότι κάθε προσπάθεια αντιπολίτευσης θα προσκρούει στην κλασική συσπείρωση των λαών στις κυβερνήσεις τους σε κάθε κρίση. Το βλέπουμε σε όλο τον κόσμο σε λοιμούς, καταποντισμούς, πλημμύρες και σεισμούς – και οτιδήποτε άλλο, τέλος πάντων, συνδέεται με κρίσεις που προκαλούνται από δυνάμεις υπέρτερες του ανθρώπου. Έτσι και τώρα, λοιπόν, οι δημοσκόποι έχουν προειδοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ πως, όσο θελκτικό κι αν καταστήσει το μήνυμά του, όσο την κοινωνία τη… σκιάζει η φοβέρα της πανδημίας, θα είναι δύσκολο να βρει πολλά ευήκοα ώτα στο μήνυμα αυτό – τουλάχιστον σε σημείο τέτοιο που να πυροδοτηθούν πολιτικές μετατοπίσεις και να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί.
Το δεύτερο πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι διττό: πρώτον, έχει να κάνει με την αντικειμενική υστέρησή του στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η κυβέρνηση απολαμβάνει μία, ώρες-ώρες απροσχημάτιστη, στήριξη από πολλά και μεγάλα ΜΜΕ, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης όχι απλώς δεν προβάλλονται ή υποβαθμίζονται, αλλά ενίοτε… δεν αναφέρονται καν σε μεγάλα και κεντρικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης! Το δεύτερο κομμάτι του επικοινωνιακού προβλήματος του ΣΥΡΙΖΑ σχετίζεται με το ότι το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να «παίξει μπάλα» επικοινωνιακά και να δημιουργήσει «γεγονότα». Με εξαίρεση, δηλαδή, τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα που πολλές φορές έχει αναγκαστεί να πάρει πάνω του συγκεκριμένα θέματα –με δηλώσεις, παρεμβάσεις, κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες– ώστε αυτά να μη χαθούν κάτω από την «κορωνο-επικαιρότητα», ελάχιστα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να «σταθούν» στο παιχνίδι της επικοινωνίας: δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο τέως πρωθυπουργός αναγκάστηκε να πάρει πάνω του το θέμα του «πτωχευτικού» με πρόταση μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, ώστε να γίνουν γνωστές στην κοινή γνώμη οι προβλέψεις του πτωχευτικού. Επίσης, παρά τον καταιγισμό δηλώσεων, συνεντεύξεων και δελτίων Τύπου, η Κουμουνδούρου δεν κατάφερε –προφανώς και λόγω του εχθρικού «μιντιακού» περιβάλλοντος– να δημιουργήσει τη δική της ατζέντα για την ανάγκη περαιτέρω μέτρων στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων από την καραντίνα ή για τις βίαιες αλλαγές στο εργατικό δίκαιο που αναθεωρούν κατακτημένα με αίμα δικαιώματα δεκαετιών.
Ανασχηματισμός και στη… «σκιώδη» κυβέρνηση;
Όπως προαναφέρθηκε, εξάλλου, με εξαίρεση τον Αλέξη Τσίπρα και τους, πάντα πολύ καλά ενημερωμένους και επιμελείς εφ’ όλης της ύλης, Δημήτρη Τζανακόπουλο και Νάσο Ηλιόπουλο, το παιχνίδι της επικοινωνίας στον ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα δεν είναι το δυνατό του σημείο: πολλοί βουλευτές εμφανίζονται σε τηλεοπτικές εκπομπές χωρίς καν να έχουν διαβάσει τα «δεδομένα» ή τη λεγόμενη «τεκμηρίωση» που αποστέλλει προς όλους-ες η Κουμουνδούρου, ενώ δεν είναι λίγοι και οι τομεάρχες που… υπολειτουργούν και δεν ασκούν «man to man» ασφυκτική αντιπολίτευση στους αντίστοιχους υπουργούς. Μάλιστα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, στον ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αρχίσει να συζητείται εκ νέου το ενδεχόμενο «ανασχηματισμού» της «σκιώδους» κυβέρνησης ή, έστω, κάποιων διορθωτικών αλλαγών, ώστε να δοθεί το μήνυμα ότι η αμηχανία λόγω της πανδημίας ή το εχθρικό επικοινωνιακό περιβάλλον δεν μπορούν να αποτελούν δικαιολογία για όσους απλώς περιμένουν πότε θα… ωριμάσει και θα σαπίσει το «γαλάζιο» φρούτο.