Από μικρό κοριτσάκι χανόμουν στη θάλασσα και στη μαγεία της. Η τρικυμία της με παρέσυρε στον βυθό. Η γαλήνη της με ταξίδευε σε κάθε ορίζοντα. Αμέτρητες αποστάσεις έκανα καθημερινά με τον νου. Μπορεί να σας φαίνεται περίεργο, αλλά από μικρή ήθελα να ταξιδεύω μαζί της με κύματα και γαλήνη.
Μεγάλωσα σε νησί. Εκεί γεννήθηκα, εκεί έπαιξα, εκεί ήλθα σε επαφή με τις θάλασσες του αλκοόλ. Ήμουν πολύ-πολύ μικρή όταν τον έψαχνα στις θάλασσές του. Ήξερα πού θα τον έβρισκα να ηρεμεί. Στα καφενεία του νησιού, που ήταν σε μια ευθεία με το μπλε της.
Μια μέρα, η παιδική μου ψυχή και οντότητα δεν υπολόγισε σωστά. Ήξερα να βαδίζω πάντα στην άκρη του λιμανιού και να τον αναζητώ σ’ εκείνα τα καφενεία. Ο αέρας δυνατός. Η θάλασσα σκέπαζε το λιμάνι, κι εγώ νόμιζα πως μπορούσα να πηδώ και να χορεύω μαζί της. Στο τσακ με πρόλαβε ο λιμενάρχης, τη στιγμή που το κύμα θα μ’ έπαιρνε μαζί του για ταξίδια παντοτινά. Έψαχνα να τον βρω, να τον σφίξω στην αγκαλιά μου, να τον πιάσω από το χέρι και να πάμε παρέα στο σπίτι.
«Πού πας;» με ρωτάει. «Ποιος είναι ο μπαμπάς σου, ποια είναι η μαμά σου;»
«Ο Κουτσελίνης», του απαντώ.
«Και πού είναι;»
«Στο καφενείο», του λέω, «Τα τρία τσίου», προσθέτω – σαν τα πουλάκια που κελαηδούν όταν μεθούν από τα αρώματα της φύσης και την αλμύρα της θάλασσας.
Πώς μου ’χε έλθει και πάντα όταν με ρωτούσανε πώς είναι ο μπαμπάς, εγώ έλεγα «τρία τσίου». Ακόμη και με τη μαμά μέχρι που έφυγε από τη ζωή πάντα θυμόμασταν εκείνο το δικό μου ξεχωριστό «τρία τσίου».
Ξέρω, θα τον έβρισκα μεθυσμένο, όπως και κάθε φορά. Ξέρω, το βαθύ μπλε των ματιών του θα είχε την τρικυμία του αλκοόλ, όμως εμένα μ’ ένοιαζε να με πιάσει από το χέρι και να δει πως τον αγαπώ. Τα παιδιά βλέπουν με άλλα μάτια. Ήταν ο μπαμπάς μου και του ’μοιαζα πολύ. Σε όλα, μπορώ να πω σήμερα. Εμφανισιακά, σαν δυο σταγόνες νερό. Το χρώμα των ματιών του δεν πήρα. Ίσως αυτά να τον ξεχώριζαν και να τον έκαναν στα δικά μου μάτια θαλάσσιο βυθό.
Η αλήθεια είναι πως, αν και μεγάλωσα σε νησί, μπάνιο δεν έμαθα ποτέ. Με φόβιζε ο βυθός και όσα τελικά δεν ήμουν ποτέ έτοιμη να εξερευνήσω. Απορώ πώς όταν ήμουν - δεν ήμουν τεσσάρων ετών πήγαινα στην άκρη και χόρευα με τα κύματα. Ίσως ήταν η ανάγκη μου να συναντήσω το βαθύ μπλε των ματιών του, την ανεξερεύνητη ψυχή του – που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί του άρεσε να ταξιδεύει στις θάλασσες του αλκοόλ.
Ούτε και μεγαλώνοντας μπόρεσα να μάθω κολύμπι. Δεν το επεχείρησα. Απλά, δεν ήθελα...
Είναι κάποιες θάλασσες που δεν θα ’θελα να τις δαμάσω ποτέ. Με γοητεύουν άγνωστες. Προσπάθησα πολλές φορές να κολυμπήσω μαζί του, να με μάθει και να του μάθω τη ζωή, αλλά ο καθένας μας είχε τη δική του θάλασσα, τον δικό του ορίζοντα. Είναι τα λιμάνια που κάνουν τον ταξιδιώτη να βλέπει αλλιώς την κάθε στιγμή, να αντιδρά αλλιώς στη ζωή. Δεν ήπια ούτε γουλιά μαζί του, αλλά ρούφηξα όλες τις πιτσιλιές από τα κύματα. Πολλές φορές έγδαρε το αλάτι το πρόσωπό μου.
Πολλές φορές στις καταθλίψεις του παρελθόντος ανέσυρα εκείνη την εικόνα της αναζήτησης του πατέρα μου στα καφενεία και τον λιμενάρχη που με πρόλαβε στο τσακ. Σκέφτηκα πως θα ’ταν καλύτερα να μην είχα ζήσει τότε. Να με είχε πάρει το κύμα και να έφευγα από τη ζωή έτσι ξαφνικά. Πόσο δειλή ήμουν. Πόσο χαρούμενη είμαι σήμερα που έζησα όλη αυτήν τη διαδρομή σε τρικυμίες και γαλήνη. Πόσο ξεχωριστή νιώθω που, μπορεί να μην έμαθα κολύμπι, αλλά δεν φοβάμαι τα κύματα ούτε τις καταιγίδες. Έμαθα να διεκδικώ τη ζωή.
Ο μπαμπάς μου κολύμπησε σε πολλές θάλασσες και τα κατάφερε. Άργησα να τον καταλάβω και να τον αγαπήσω. Παρασύρθηκα πολλές φορές από τη γαλήνη των ματιών του και κουνήθηκα από την τρικυμία των ματιών του. Τον μίσησα πολλές φορές, για να τον αγαπήσω άλλες τόσες. Το μικρό κοριτσάκι που κινδύνεψε να πνιγεί για να τον συναντήσει θέριεψε κι έγινε πελώριο κύμα πολλές φορές. Αχ και να ’ξερες, μπαμπά μου, πόσο σ’ ευχαριστώ για όλες μας τις τρικυμίες, για όλα όσα δύσκολα έζησα μαζί σου. Έμαθα να αγαπώ τους ανθρώπους μέσα από τις αδυναμίες σου. Να τους αφήνω να ζήσουν όπως γουστάρουν. Να τους αφήνω να ταξιδέψουν στις δικές τους θάλασσες, να μπορώ να δικαιολογώ κάθε πράξη. Εσύ μου τα ’μαθες όλα, μπαμπά μου. Ήσουν πολύ ταλαντούχος, πολύ-πολύ έξυπνος, δαιμόνιος, όμορφος μέσα κι έξω.
Έζησες μαζί του μέχρι τέλος. Αυτά τα αμέτρητα μπουκάλια αλκοόλ σε τιμώρησαν στο τέλος. Το πελώριο κύμα τους σε έπνιξε. Γι’ αυτό σου το τέλος που δεν άξιζες δεν θα γράψω κάτι σήμερα, γιατί και σ’ αυτή σου τη στιγμή ήσουν σε αλκοολικές παραισθήσεις.
Μπαμπά μου, αγαπώ τη θάλασσα κι ας μην ξέρω να κολυμπώ, γιατί ποτέ δεν ξέχασα το βαθύ μπλε των ματιών σου. Αχ, μπαμπά μου. Μακάρι να μ’ έπιανες και τώρα από το χέρι και να περπατούσαμε παρέα. Μπαμπά μου, το απλώνω, έλα, πάμε...
ΥΓ.: Ο καθένας έχει την ευθύνη της ζωής του.