«Δεν φρονώ ότι η νέα ελληνική κυβέρνησις πρέπει να έλθη εις την Ελλάδα επί κεφαλής λόχων και πυροβόλων. Τούτο είναι έξω των δυνάμεών μου, αλλά και αν ηδυνάμην, δεν θα ηρχόμην τοιουτοτρόπως». Αυτή ήταν η δήλωση του Ιωάννη Καποδίστρια, όταν αρνήθηκε την πρόταση των μεγάλων δυνάμεων και ειδικά του Αυστριακού καγκελάριου Μέτερνιχ για στρατιωτική υποστήριξη προκειμένου να επιτελέσει «χωρίς προβλήματα» το έργο του από τη θέση του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας.
Η αλήθεια είναι πως έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά για τον Καποδίστρια, αντιφατικά και συγκρουσιακά. Η ουσία είναι ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε ως πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας σε μια εποχή αλληλοσπαραγμών, φτώχιας και πείνας, και με την Αγγλία και τη Γαλλία να θέλουν να σταματήσουν οι εξεγέρσεις περιορίζοντας τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους στην Πελοπόννησο και ένα τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ο Καποδίστριας όμως είχε άλλα στο μυαλό του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 10 Φεβρουαρίου του 1776, από αριστοκρατική οικογένεια που είχε περάσει στο Libro d’ oro της Κέρκυρας. Ο πατέρας του, Αντώνιος, ήταν από τους πιο αξιόλογους δικηγόρους της Κέρκυρας, με ενεργό ανάμιξη στα πολιτικά δρώμενα που διαμόρφωσαν την τοπική ιστορία.
Αυτό το πολιτικό κλίμα ήταν που οδήγησε και τον Ιωάννη να αναμειχθεί στα πολιτικά πράγματα της εποχής. Το 1794 πήγε στη Βενετία για να σπουδάσει Ιατρική στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Το 1797 πήρε το διδακτορικό του και επέστρεψε στην Κέρκυρα ως γιατρός, βοηθώντας τους φτωχούς με φάρμακα που ο ίδιος πλήρωνε. Δύο χρόνια μετά, η Ρωσία καταλαμβάνει την Κέρκυρα, με αποτέλεσμα την ίδρυση ενός αυτόνομου επτανησιακού κράτους υπό την εποπτεία των Οθωμανών, το λεγόμενο «Επτάνησος Πολιτεία». Το 1803 πεθαίνει ο Σπυρίδων Θεοτόκης και τη διακυβέρνηση του κρατιδίου αναλαμβάνει ο Καποδίστριας, που έφτιαξε το Σύνταγμα της «Επτανήσου Πολιτείας», το πρώτο από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το οποίο ψηφίστηκε ομόφωνα. Το 1809 ο Καποδίστριας βρίσκεται στη Ρωσία, μετά από πρόσκληση ως Σύμβουλος της Επικρατείας στο τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων της χώρας με ετήσιες αποδοχές 3.000 ρούβλια.
Το 1814 βρίσκει τον Καποδίστρια στην Ελβετία με αποστολή τη διασφάλιση της ουδετερότητας της χώρας. Η επιτυχία της αποστολής του είχε ως συνέπεια τη σύνταξη του διοικητικού συστήματος, κάτι που οι Ελβετοί διατηρούν και σήμερα, ευγνωμονούντες τον Καποδίστρια γι’ αυτό.
Το 1819 επιστρέφει στην Πετρούπολη, αφού προηγουμένως είχε καταθέσει υπόμνημα κατά της απαράδεκτης δουλεμπορίας των μαύρων, συνοδεύοντας τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ στο συνέδριο των ηγεμόνων στην Aix-la Chapelle. Ήταν ήδη υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας και ήδη είχε έλθει σε επαφή με τη Φιλική Εταιρεία, και βοηθούσε στο σχέδιό της διακριτικά.
Στο μεταξύ αρχίζει η Επανάσταση το 1821, και ο Καποδίστριας ζητάει από τον τσάρο να αποχωρήσει από το ρωσικό σχήμα. Το 1822 βρίσκεται στη Γενεύη, με τις σχέσεις του με τον τσάρο λίγο παγωμένες.
Στις 26 Ιουνίου 1827, ο τσάρος έκανε αποδεκτή την παραίτηση του Καποδίστρια. Στις 14 Απριλίου 1827 η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας αποφάσισε ότι αυτός θα ήταν ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας, μετά από πρόταση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, του Δημήτρη Υψηλάντη, του Πετρόμπεη και του Κολοκοτρώνη. Και τον Ιανουάριο του 1828 ο Καποδίστριας βρίσκεται στο Ναύπλιο, και δύο ημέρες μετά στην Αίγινα, την πρώτη προσωρινή πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, προκειμένου να αναλάβει τη διακυβέρνησή του ως ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Το Ναύπλιο ωστόσο προτιμήθηκε ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους και έδρα της κυβέρνησης, και ο Καποδίστριας εγκαταστάθηκε εκεί.
Το έργο του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας
Το έργο του Καποδίστρια από τη νέα ηγεμονική του θέση ήταν δύσκολο και πολυδιάστατο. Είχε να κάνει με ένα μικρό κράτος που έβγαινε από την Οθωμανική σκλαβιά μετά από 400 χρόνια, με τους Έλληνες διαλυμένους, πάμπτωχους, αγράμματους. Κατά την άφιξή του σχεδόν όλη η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα είχε ξαναπέσει στα χέρια των Οθωμανών και των Αιγυπτίων, ενώ μεταξύ των Ελλήνων συνεχίζονταν οι εμφύλιες διαμάχες. Ο Καποδίστριας έπρεπε να αντιμετωπίσει σωρεία προβλημάτων, όπως τα εχθρικά στρατεύματα, την πειρατεία, τους ανύπαρκτους θεσμούς, τη διάλυση του στρατού, τις εμφύλιες διαμάχες, την κακή οικονομική κατάσταση, τη φτώχεια.
Πρώτη του κίνηση ήταν να καταργήσει το Σύνταγμα της Επιδαύρου και να διαλύσει τη Βουλή, κάτι που έγινε αποδεκτό. Στη θέση της Βουλής δημιούργησε το «Πανελλήνιον», ένα γνωμοδοτικό όργανο από 27 μέλη με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε η Κεντρική Γραμματεία, κάτι σαν Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον ίδιο. Η Ελλάδα χωρίστηκε σε διοικητικές περιφέρειες. Αν και είχε δεσμευθεί να διενεργήσει εκλογές για τον Απρίλιο του 2028, αυτές αναβλήθηκαν, και όταν κάποια στιγμή έγιναν κάποιοι μίλησαν για νοθεία, με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη να παραιτείται.
Ανέθεσε στον Μιαούλη την καταστολή της πειρατείας, κάτι που ο θαλασσόλυκος πέτυχε. Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις, από άτακτα σώματα σε κανονικό στρατό, με το Ναυτικό να περνάει στην κυβέρνηση, κόβοντας τα φτερά των οπλαρχηγών και των πλοιοκτητών, και δημιούργησε τη Σχολή Ευελπίδων.
Ίδρυσε το Εθνικό Νομισματοκοπείο με τον Φοίνικα ως ελληνικό νόμισμα, παύοντας τα τουρκικά και ξένα νομίσματα εντός της ελληνικής επικράτειας.
Ίδρυσε σχολεία με τη μέθοδο του αλληλοδιδακτικού σχολείου, εκκλησιαστική σχολή στον Πόρο, και το Ορφανοτροφείο Αίγινας, σε μια προσπάθεια να οργανώσει το σχεδόν ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα.
Προχώρησε στην ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων πόλεων, όπως το Ναύπλιο, το Άργος, το Μεσολόγγι και η Πάτρα, όπου έστειλε τον Κερκυραίο αρχιτέκτονα Σταμάτη Βούλγαρη. Παραχώρησε δάνεια στους νησιώτες για την αγορά πλοίων και την κατασκευή ναυπηγείων στον Πόρο και το Ναύπλιο. Και ίδρυσε το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο στην Αίγινα. Για τη συλλογή αρχαιοτήτων από αγρούς και κτήματα έδινε χρήματα στους αγρότες που τα παρέδιδαν.
Ίδρυσε τη Γεωργική Σχολή της Τίρυνθας, πιστεύοντας ότι η αγροτική παραγωγή ήταν πρώτιστης σημασίας.
Δημιούργησε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο στην Αίγινα, αν και κατηγορήθηκε για διώξεις στον Τύπο.
Ίδρυσε τον οργανισμό του Λογιστικού και Ελεγκτικού Συμβουλίου.
Ίδρυσε μια στατιστική υπηρεσία για το πρώτο Κτηματολόγιο, με πίνακες όπου περιλαμβάνονταν η αναλογία των κατοίκων σε Χριστιανούς και Τούρκους, σε αυτούς που είχαν κτήματα, σε αυτές που καλλιεργούσαν εθνικές γαίες και δεν κατείχαν δικές τους, ενώ η απογραφή συγκέντρωσε και στοιχεία που αφορούσαν τον αριθμό των επαγγελμάτων των Ελλήνων, τον αριθμό και την αξία των πρώην τουρκικών κτημάτων που περιήλθαν στην κυριότητα της Ελληνικής επικράτειας, τον αριθμό των υπαρχόντων σχολείων σε κάθε επαρχία, τον αριθμό των μαθητών και διδασκάλων σε κάθε σχολείο, τον αριθμό των Εκκλησιών και μοναστηριών, τον αριθμό των Εκκλησιών και ιδρυμάτων στο εξωτερικό.
Απένειμε το δικαίωμα του εκλέγειν σε όλους όσους είχαν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους και φορολογούνταν, και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε όσους είχαν συμπληρώσει το 35ο έτος της ηλικίας τους.
Επίσης ίδρυσε την Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, η οποία όμως δεν μακροημέρευσε.
Ένα μεγάλο όραμα του Καποδίστρια ήταν η διανομή γης στους ακτήμονες. Και αυτό είχε θέσει ως την αρχή για την πορεία της χώρας προς τη συνταγματικότητα και την Εθνική Ενότητα. Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι ξένοι πολίτες θα ενδιαφέρονταν να αγοράσουν κτήματα στην Ελλάδα. Από τη στιγμή όμως που υπήρχαν ακτήμονες Έλληνες, τότε δίκαια θα αγανακτούσαν. Αλλά ο θάνατος προηγήθηκε και το όραμά του δεν πρόλαβε να το υλοποιήσει. Το μόνο που πρόλαβε ήταν να κατοχυρώσει με το ψήφισμα ΙΗ΄ της 26 Αυγούστου 1830 την κυριότητα των κολίγων στις καλύβες τους και των κτημάτων τους για να μην τους τα πάρουν και αυτά: «Αι περί ων ο λόγος καλύβαι ή οικίαι, τα ερείπια και το έδαφος, επί το οποίο υπήρχον ή υπάρχουσιν αι καλύβαι αύται ή τα ερείπιά των, λογίζονται ιδιοκτησία των γεωργών, οι οποίοι κατώκουν εις αυτάς και προ της επαναστάσεως, ή των κληρονόμων αυτών...»
Ο Καποδίστριας αντιτάχθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις για την επιβολή των συνόρων με Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα, και αυτονομία του Ελληνικού κράτους με φορολογία στον Σουλτάνο, ενώ ο ίδιος ζητά πλήρη ανεξαρτησία, και δημιουργεί εστίες επανάστασης σε διάφορες περιοχές, όπως οι Κυκλάδες και η Κρήτη. Όσο και αν απέτυχαν κάποιες από αυτές τις κινήσεις του, μετά την τελευταία μάχη, τη Μάχη της Πέτρας που διεξήχθη το 1829 με την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, αλλά και τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, ήρθε το νέο πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1831 –μόλις 13 ημέρες πριν από τη δολοφονία του– με θέσεις υπέρ της Ελλάδας για τα σύνορα και την πλήρη ανεξαρτησία της.
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Καποδίστριας επεχείρησε να πάρει δάνειο από τράπεζες του εξωτερικού για να βοηθηθεί η ανύπαρκτη οικονομία της χώρας, αλλά η Αγγλία αρνήθηκε. Το κατάφερε από τη Γαλλία και τη Ρωσία.
Ο ίδιος, ως κυβερνήτης, αρνήθηκε να δεχθεί μισθό, όπως επίσης αρνήθηκε χρηματική αποζημίωση από τον τσάρο για να μην κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για μεροληψία απέναντι στη Ρωσία, ενώ διέθεσε όλη την περιουσία του για τους σκοπούς του κράτους.
Γκαίτε: «Ο Καποδίστριας δεν κρατάει σπαθί»
Ήταν μια δυσμενής πρόβλεψη του Γκαίτε για το μέλλον της ζωής του Καποδίστρια και για την επιτυχία του έργου του. Συγκεκριμένα, σε στενό κύκλο προσκεκλημένων του, τον Απρίλιο του 1829, προχώρησε σε μια θλιβερή και απαισιόδοξη πρόβλεψη: «Θα σας φανερώσω ένα πολιτικό μυστικό, που αργά ή γρήγορα δυστυχώς θα πραγματοποιηθεί: Ο Καποδίστριας δεν θα μπορέσει να κρατηθεί για μακρό χρονικό διάστημα στη διοίκηση των ελληνικών πραγμάτων, γιατί δεν διαθέτει την απαραίτητη γι’ αυτές τις καταστάσεις ιδιότητα: Δεν είναι στρατιωτικός. Δεν έχουμε κανένα παράδειγμα, κατά το οποίο άνθρωπος του γραφείου και του πνεύματος να μπορέσει να διοικήσει ένα επαναστατημένο κράτος και να υποτάξει σε νόμους, στρατιωτικούς και στρατηγούς και κοτζαμπάσηδες. Με το σπαθί στο χέρι, και ως αρχηγός του στρατού, μπορείς να διατάσσεις, να νομοθετείς και να επιβάλλεις τήρηση των νόμων, οπότε ημπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα σε υπακούσουν και θα πειθαρχήσουν. Χωρίς όμως τη στρατιωτική σπάθη, είναι αμφίβολη η επιτυχία... Και ο Καποδίστριας δεν κρατάει σπαθί... Σας το προλέγω... Δεν είναι δυνατόν να γίνει διαφορετικά...» Για να γράψει αργότερα: «Ο Καποδίστριας πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει όλους τους ανθρώπους τόσο τίμιους όσο τίμιος ήταν και ο ίδιος. Στην προσπάθειά του αυτή θα δοκίμαζε τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις και θα συναντούσε τις πιο βαθιές αντιδράσεις».
Καποδίστριας - Μαυρομιχαλαίοι: Η μοιραία σχέση
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ήταν από εκείνους που ελευθέρωσαν την Καλαμάτα, την πρώτη πόλη που σήκωσε το λάβαρο της ελευθερίας. Ο Καποδίστριας ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Που σημαίνει ότι και οι δύο αγάπησαν την Ελλάδα, και οι δύο πάλεψαν για την ελευθερία της και την ανοικοδόμησή της. Κοινός ο στόχος, διαφορετική η κατάληξη.
Πώς έφτασαν αυτοί οι δύο παράγοντες στην αλληλοεξόντωσή τους;
Οι Μαυρομιχαλαίοι αρνήθηκαν να πληρώνουν οι Μανιάτες φόρους και δασμούς στην κεντρική κυβέρνηση, θέλοντας να συνεχίσουν ως φεουδάρχες το καθεστώς επί Τουρκοκρατίας, και αντιστάθηκαν με όπλα, τρέποντας σε φυγή τους κυβερνητικούς εκπροσώπους. Λίγους μήνες μετά, τον Δεκέμβριο του 1830, ξεσπούν ταραχές στο Λιμένι, διώχνεται βίαια ο έκτακτος Επίτροπος της Κάτω Μεσσηνίας, Ιάκωβος Κορνήλιος, και οι στασιαστές σχεδιάζουν πια να ανατρέψουν τον Ιωάννη Καποδίστρια.
Είχε ζήσει ήδη την πρώτη δολοφονική απόπειρα, από τον υπηρέτη του, Νικολέτο. Κάποιος «κουρελής Υδραίος», όπως παραδέχτηκε ο Νικολέτος, του είχε δώσει 25.000 γρόσια για να δηλητηριάσει τον Κυβερνήτη και εξαφανίστηκε. Ο Νικολέτος πράγματι έριξε δηλητήριο στον καφέ του Καποδίστρια, αλλά ο εκείνος τον κατάλαβε και του είπε να κρατήσει τα χρήματα και να μη μιλήσει σε κανέναν για το περιστατικό, ενώ εξακολούθησε να τον έχει κοντά του. Αυτό το γεγονός του είχε δώσει να καταλάβει πως τα πράγματα γίνονταν πολύ επικίνδυνα.
Έξαλλος πλέον φυλακίζει τον 66χρονο πια Πετρόμπεη στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου, για εσχάτη προδοσία, στις 3 Ιανουαρίου του 1831. Ο αδελφός του Πετρόμπεη, Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, που ήταν υπουργός του Κουντουριώτη το 1825, και ο γιος του Γεώργιος Μαυρομιχάλης πήγαν στο Ναύπλιο για να ζητήσουν την απελευθέρωση του Πετρόμπεη. Αλλά ο Καποδίστριας αρνήθηκε το αίτημά τους και επιπλέον τους έθεσε κάτω από αστυνομική εποπτεία στο Ναύπλιο. Τότε πήγε η 90χρονη μάνα του Πετρόμπεη μαζί με τον Ρώσο ναύαρχο Ρίκορτντ, ζητώντας από τον Καποδίστρια χάρη για τον γιο της και μια συνάντηση του κυβερνήτη και του γιου της για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Ο Καποδίστριας δέχτηκε να γίνει η συνάντηση στο σπίτι του.
Αλλά ο Καποδίστριας είχε γίνει αψύς, σκληρός, βλέποντας το πόσο τον πολεμούσαν εκείνοι τους οποίους ήθελε να ευεργετήσει, με τους Φαναριώτες και τους μεγαλοσχήμονες της εποχής να μπαίνουν μπροστά εναντίον του, ξεσηκώνοντας τα πλήθη σε μια σκληρή αντιπολίτευση.
Διαβάζοντας εκείνο το πρωινό μια σκληρή κριτική εναντίον του σε αγγλική εφημερίδα, αρνήθηκε το αίτημα της υπέργηρης μάνας, με τη σκέψη ότι πίσω από αυτό το δημοσίευμα κρυβόταν ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Κι έτσι, ενώ αρχικά είχε υποσχεθεί τη συνάντηση, τη ματαίωσε.
Ο Ρίκορντ, απογοητευμένος, μετέφερε στον Μαυρομιχάλη την άρνηση του Κυβερνήτη να τον δει. Ο Πετρόμπεης είπε τότε: «Ποτέ δεν καρτερούσα να μου φερθεί τόσο άπρεπα ο Κυβερνήτης. Να με πομπεύει με φρουρούς μέσα στα σοκάκια του Αναπλιού και να με διώχνει με τέτοια καταφρόνια. Αν δεν σέβεται το όνομά μου, πρέπει τουλάχιστον να λογαριάζει τις θυσίες της φαμελιάς μου στον Αγώνα».
Ο Πετρόμπεης ήταν ήρωας της Επανάστασης. Η θέα του, να περιφέρεται αλυσοδεμένος στο Ναύπλιο, δεν άρεσε στους Μαυρομιχαλαίους. Ζήτησε λοιπόν από τους φύλακες να περάσουν μπροστά από το σπίτι του και εκείνοι δέχτηκαν. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του, ο Πετρόμπεης φωνάζει τρέμοντας από οργή: «Γεια σας, μωρέ σεις παιδιά!» Ο γιος και ο αδελφός του αναγνωρίζοντας τη φωνή πετιούνται έξω και τον ρωτούν ξαφνιασμένοι: «Τι κάνεις;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Να, τα βλέπετε!»
Η επόμενη ημέρα είναι Κυριακή, 27 Σεπτεμβρίου, και ο Καποδίστριας ετοιμάζεται να πάει στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, συνοδευόμενος από τον μονόχειρα 31χρονο αγωνιστή Γεώργιο Κοζώνη και τον οπλίτη Δημήτριο Λεωνίδη.
Στη διαδρομή συναντούν τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, με τη συνοδεία της αστυνομικής τους φύλαξης, και τους προσπερνούν. Στην προτροπή των άλλων να προσέχει τους Μαυρομιχαλαίους, ο Καποδίστριας απαντούσε: «Εάν οι Μαυρομιχαλαίοι θέλουν να με δολοφονήσουν, ας με δολοφονήσουν. Τόσο το χειρότερον δι’ αυτούς. Θα έλθη κάποτε η μέρα κατά την οποίαν οι Έλληνες θα εννοήσουν την σημασίαν της θυσίας μου». Φτάνοντας όμως στο κατώφλι της εκκλησίας τους ξανασυναντούν, καθώς εκείνοι έκοψαν δρόμο και ήρθαν νωρίτερα. Ο Καποδίστριας, αν και ταράχτηκε, βγάζει το καπέλο προς χαιρετισμό, αλλά την ίδια στιγμή δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι από τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και μια μαχαιριά στη βουβωνική χώρα από τον Γεώργιο. Ο Καποδίστριας πέφτει αμέσως νεκρός. Ο μονόχειρας Κοζώνης τον ακουμπά απαλά στο έδαφος και τρέχει να κυνηγήσει τους δολοφόνους. Πυροβολεί τον Κωνσταντίνο, η σφαίρα του τον παίρνει ξυστά και τη χαριστική βολή δίνει ο στρατηγός Φωτομάρας. Πριν ξεψυχήσει πρόλαβε να πει ζητώντας έλεος: «Δεν φταίω εγώ, στρατιώται, άλλοι με έβαλαν». Το πλήθος αγριεμένο τον λιντσάρει και πετάει τα νεκρά μέλη του στη θάλασσα από το κάστρο.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης κατέφυγε στη γαλλική πρεσβεία. «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας», είπε στον Γάλλο πρόξενο. Αλλά ο Πορτογάλος φιλέλληνας Αλμέιδα, φρούραρχος του Ναυπλίου, τους ζήτησε επιτακτικά να παραδώσουν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη για να παραπεμφθεί σε δίκη. Και τον παρέδωσαν. Φυλακίστηκε αρχικά στο Ιτς Καλέ και αργότερα στο Παλαμήδι. Στις 7 Οκτωβρίου 1831, έγινε η δίκη του Μαυρομιχάλη και των δύο πολιτοφυλάκων, Γεωργίου και Καραγιάννη. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο Γιάννης Καραγιάννης καταδικάστηκαν σε θάνατο και ο Ανδρέας Γεωργίου σε φυλάκιση δέκα ετών. Τρεις ημέρες μετά ο Μαυρομιχάλης εκτελέστηκε. Η εκτέλεση του Καραγιάννη αναβλήθηκε, καθώς υποσχέθηκε ότι θα μαρτυρήσει κι άλλους ενόχους. Αργότερα, στους δύο πολιτοφύλακες δόθηκε αμνηστία και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Η σφαίρα που υπάρχει ακόμη σήμερα στην είσοδο της εκκλησίας ανήκει στον έναν από τους δύο πολιτοφύλακες, τον Καραγιάννη, ο οποίος αστόχησε.
Όσο για τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ένα χρόνο μετά τον αποφυλάκισε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας, αδελφός του νεκρού κυβερνήτη. Πολύ αργότερα, το 1840, ο Πετρόμπεης αντιτάχθηκε σε κάποιον που κατηγορούσε τον Καποδίστρια, λέγοντας: «Δεν μετράς καλά φιλόσοφε… Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου, και το Έθνος έναν άνθρωπο που δεν θα τονε ματαβρεί, και το αίμα του με παιδεύει ως τώρα…»
Ο κόσμος θρήνησε τον θάνατο του Καποδίστρια. Τη σορό του μετέφερε ο αδελφός του Αυγουστίνος στην Κέρκυρα, όπου και ενταφιάστηκε στη Μονή Πλατυτέρας.
Η προσωπική του ζωή
Μία ήταν η γυναίκα που αγάπησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, η Ελληνο-Μολδαβή Ρωξάνδρα Στούρτζα. Το 1806, σε ηλικία είκοσι ετών, η Ρωξάνδρα έγινε Κυρία επί των Τιμών της τσαρίνας Ελισσάβετ. Τον τίτλο αυτόν τον κέρδισε χάρη στην εξαιρετική της μόρφωση, την ευφυΐα και την ευγένειά της. Όταν τη γνώρισε ήταν 30 χρόνων. Μεταξύ τους δημιουργήθηκε μια βαθιά φιλία. Ίδρυσαν μαζί τη Φιλόμουσο Εταιρεία, που είχε στόχο τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων και την απελευθέρωση των Ελλήνων.
Στις πολυάριθμες επιστολές που ανταλλάσσουν, εκείνος της περιγράφει όλες τις χαρές, τις επιθυμίες, τις θλίψεις και τις ανησυχίες του: «Αγαπητή μου Φίλη, Ρωξάνδρα! Αν έπιανα, αγαπητή μου, την πένα για να σου γράψω, κάθε φορά που σου ομιλώ με τη σκέψη και την καρδιά μου, κατά τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μου στους κήπους ή κατά τις μακρές νύχτες της μοναξιάς μου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μου, τα γράμματα της αλληλογραφίας μου θα ήταν τόσο πολλά ώστε θα συνέθλιβαν τα οικονομικά σου και θα έθεταν σε σκληρή δοκιμασία τους γραμματείς σου, που θα ήταν καταδικασμένοι να τα τακτοποιούν! Πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά σου τις ώρες που, όπως μου γράφεις, παίζεις στο πιάνο όλα αυτά τα μουσικά κομμάτια που αγαπούσα…»
Αλλά, η σχέση αυτή δεν θα οδηγήσει σε γάμο. Θα μείνουν φίλοι για το υπόλοιπο της ζωής τους και η Ρωξάνδρα θα φοράει πάντοτε το δαχτυλίδι με τη χρυσή φλεγόμενη πεταλούδα που της χάρισε ο Καποδίστριας, όταν εκείνη παντρεύτηκε τον κόμη Έντλινγκ – ένας γάμος συμβατικός. Και της έγραψε: «Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη στη ζωή μου γυναίκα». Ένα χρόνο μετά η Ρωξάνδρα χώρισε και εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, προσπαθώντας να κινητοποιήσει την ευρωπαϊκή αριστοκρατία υπέρ της Επανάστασης. Συνέχισαν την αλληλογραφία μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ φρόντιζε τα προσφυγόπουλα που έρχονταν από την επαναστατημένη Ελλάδα.
Το τραγικό είναι ότι το τελευταίο της γράμμα έφτασε στο Ναύπλιο όταν ο αγαπημένος της ήταν ήδη νεκρός, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει: «Αγαπητέ μου Φίλε! Από τα λίγα λόγια που μου γράφατε κατάλαβα τις αγωνίες, τις πικρίες και τους πόνους που δοκιμάζετε, τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή. Τις περισσότερες ώρες στέκω μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας, όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νιώθω ότι μου απαντάτε…»
Χρειάστηκε να περάσουν δύο μήνες μέχρι να μάθει την τραγική αλήθεια. Όταν συνήλθε από τη λιποθυμία της ψέλλισε: «Ό,τι ωραιότερο πλάσμα δημιούργησε ο Θεός στον κόσμο, δεν υπάρχει πια. Το ευγενέστερο πλάσμα της γης δεν υπάρχει. Ο Καποδίστριας είναι νεκρός. Από αυτή τη στιγμή είμαι και εγώ νεκρή». Μέχρι το τέλος και της δικής της ζωής, στις 16 Ιανουαρίου του 1844, δεν αποχωρίστηκε ποτέ το δαχτυλίδι με τη χρυσή φλεγόμενη πεταλούδα που εκείνος της είχε χαρίσει.
Αντί προλόγου
Η Ελλάδα την επόμενη ημέρα της δολοφονίας δεν ήταν ίδια. Οι εμφυλιακές συγκρούσεις επανήλθαν. Και το μετέωρο ερώτημα ποιος έδωσε την εντολή της δολοφονίας του κυβερνήτη παραμένει αναπάντητο. Ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια βρίσκεται στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, και τουλάχιστον έως τον Σεπτέμβριο του 2014, παρέμενε απόρρητος. Η Μαντώ Μαυρογένους είχε ειδοποιήσει με επιστολή της τον Καποδίστρια για σχέδια δολοφονίας του, μα εκείνος έσκισε το γράμμα και δεν έδωσε συνέχεια. Στον σχεδιασμό της συνωμοσίας φαίνεται πως πρωτοστάτησε ο Γάλλος στρατηγός Gerard, διοικητής τότε του τακτικού στρατού που επεχείρησε να οργανώσει ο Καποδίστριας. Δύο ολόκληρους μήνες πριν από τη δολοφονία, οι αξιωματικοί του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, στις μεταξύ τους συζητήσεις, δεν αμφέβαλλαν καθόλου ότι πλησίαζε η ημέρα της δολοφονίας, ή έστω της ανατροπής του Κυβερνήτη. Κατά τον Γιάννη Κορδάτο, η οικονομική κρίση, και η απόρριψη των αγγλικών και γαλλικών οικονομικών προτάσεων εκ μέρους του, οδήγησαν τις δύο τελευταίες «προστάτιδες δυνάμεις» να οργανώσουν τη δολοφονία του ρωσόφιλου Καποδίστρια, χρησιμοποιώντας τους Υδραίους και τους Μανιάτες. Αλλά κατά τον Β. Κρεμμυδά, κύριο ρόλο έπαιξε η Γαλλία, ενώ ελάχιστες είναι οι ενδείξεις ότι αναμίχθηκε η Βρετανία. Η τελευταία ενδεχομένως γνώριζε τη συνωμοσία αλλά δεν παρενέβη να την εμποδίσει. Επίσης, κατά τον Κρεμμυδά, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για ανάμιξη της Ύδρας στη συνωμοσία.
«Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν», έγραψε ο Ζαν Εϋνάρ, Γαλλοελβετός τραπεζίτης και φιλέλληνας.