Το δόγμα «πρέπει κάτι να ανοίξουμε, η κοινωνία δεν αντέχει άλλο» ακούγεται στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις μεταξύ κυβερνητικών στελεχών εδώ και έναν μήνα. Εξάλλου, κάθε κυλιόμενη μέτρηση που έφτανε στο Μέγαρο Μαξίμου έδειχνε –κι ακόμη δείχνει– το πολιτικό κόστος να μεγαλώνει σε βάρος της κυβέρνησης, αλλά και την κούραση των πολιτών απέναντι στα περιοριστικά μέτρα να διευρύνεται. Σαν να μην έφταναν αυτά, τα ποιοτικά ευρήματα των σφυγμομετρήσεων δείχνουν και κάτι άλλο: ότι πληθαίνουν και τα ρήγματα στη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών. Σε απλά ελληνικά, όσο περνούν οι εβδομάδες και συνεχίζουμε να μετράμε εφιαλτικά «μαθηματικά» της πανδημίας κάθε μέρα, με ρεκόρ διασωληνωμένων, εφιαλτικά μεγέθη θανάτων και χιλιάδες κρούσματα, τόσο μεγαλώνει η δυσπιστία των πολιτών απέναντι στην κυβέρνηση. Πολλαπλασιάζονται, δηλαδή, εκείνοι που δεν είναι καθόλου βέβαιοι πως η κυβέρνηση ξέρει τι κάνει.
Η ήττα της εστίασης
Όλα τούτα, άλλωστε, αποτυπώθηκαν και με τις άκρως ανησυχητικές εικόνες με τους συνωστισμούς στις πλατείες των Αθηνών και των άλλων μεγάλων πόλεων. Την ώρα που η κυβερνητική επικοινωνιακή μηχανή προσπαθεί να ρίξει τα φώτα σε ακραίες και αντικοινωνικές υποθέσεις, όπως τα «κορωνοπάρτι» με αυτόκλητους DJs κ.τ.λ., η πραγματικότητα είναι πως αρκετές φορές τα βράδια, και οπωσδήποτε τα Σαββατοκύριακα, δεν υπάρχει πλατεία που να μη συγκεντρώνονται απαυδημένοι νέοι, με ένα ποτό στο χέρι από τα παρακείμενα μπαρ ή μία μπίρα από το πλησιέστερο περίπτερο, προσπαθώντας να βρουν έναν τρόπο να ξεσκάσουν από την εφιαλτική καταντίνα ενός διαμερίσματος και από την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας, όταν τελειώσει η «αναστολή» της σύμβασης εργασίας τους. Με άλλα λόγια, η ίδια η κοινωνία, δείχνοντας με κάθε τρόπο ότι πλέον έχει εξαντληθεί η υπομονή της, προκάλεσε τις εξελίξεις: τα κόμματα της αντιπολίτευσης, προεξάρχουσας, φυσικά, της αξιωματικής, ζήτησαν και επισήμως το άνοιγμα της εστίασης με υγειονομικά μέτρα προστασίας στους εξωτερικούς χώρους, αφού ουσιαστικά όσα συνέβαιναν –και συνεχίζουν να συμβαίνουν– σε πλατείες και πάρκα σηματοδοτούν μία πολύ πιο επικίνδυνη υγειονομικά κατάσταση σε σχέση με το προσεκτικό άνοιγμα των επί 6 μήνες κλειστών καφέ, εστιατορίων και μπαρ. Άλλωστε, πέραν των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ο άνεμος είχε αρχίσει να αλλάζει και σε ό,τι αφορά τους ειδικούς: ολοένα και περισσότεροι γιατροί και επιστήμονες από εκείνους που βρίσκονται καθημερινά στα ΜΜΕ και αποφαίνονται για την εξέλιξη της πανδημίας, έδιναν ψήφο εμπιστοσύνης στους επαγγελματίες της εστίασης, ζητώντας επί της ουσίας την επανεκκίνηση ενός κλάδου που, με οικονομικούς όρους, αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη στη χώρα μετά το Δημόσιο.
Τούτου δοθέντος, όσο και αν έως το απόγευμα της Τρίτης η κυβερνητική εκπρόσωπος, Αριστοτελία Πελώνη, κατηγορούσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης για «κορωνοκαπηλεία» (άραγε, αυτή η κατηγορία ισχύει και για τους επιστήμονες που έλεγαν «ναι» στο άνοιγμα της εστίασης;), ήρθε μία ημέρα αργότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης να ανακοινώσει ακριβώς αυτό: ότι, δηλαδή, η εστίαση θα ανοίξει νωρίτερα από το αναμενόμενο, τη Δευτέρα του Πάσχα. Αυτό, βεβαίως, δεν βρίσκει όλους τους επιστήμονες σύμφωνους: αρκετοί διερωτώνται, μάλιστα, αφού η κατάσταση συνωστισμών στις πλατείες συνεχίζεται, για ποιον λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει «τράτο» δέκα ακόμη ημέρες σε αυτή την ανεξέλεγκτη υγειονομικά κατάσταση, αντί να δώσει το «πράσινο φως» για άνοινγμα της εστίασης εδώ και τώρα. Η απάντηση, όπως σχεδόν παραδέχονται και κυβερνητικές πηγές, πρέπει να αναζητηθεί σε κίνητρα πολιτικά και όχι υγειονομικά: σε απλά ελληνικά, ο πρωθυπουργός δεν θέλει να παραδεχθεί ότι «σύρθηκε» πίσω από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, παραδεχόμενος πως η κυβέρνηση άργησε να δει το αυτονόητο. Ότι, δηλαδή, η εστίαση στους εξωτερικούς χώρους με μέτρα και αποστάσεις είναι κατά πολύ λιγότερο επικίνδυνη από τις πλατείες και τις «κορωνοσυνάξεις» σε σπίτια και πάρκα.
Αρκεί το «αντιστάθμισμα»;
Βεβαίως, η μεγάλη «είδηση» που προέκυψε από το, διαγγελματικού χαρακτήρα, τηλεοπτικό μήνυμα του Κυριάκου Μητοστάκη δεν είναι το άνοιγμα της εστίασης, αλλά ότι η κυβέρνηση «θυσιάζει» το «Πάσχα στο χωριό» ώστε να μην πάει στράφι το καλοκαίρι. Με άλλα λόγια, θα μείνουμε στα σπίτια μας για μία ακόμη χρονιά το Πάσχα, ώστε να μην υπάρξει περαιτέρω διασπορά του ιού σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, που θα μπορούσαν σε 10-20 ημέρες από τώρα να αποθαρρύνουν τους τουρίστες να κάνουν τις πρώτες τους κρατήσεις για μία σεζόν από την οποία η κυβέρνηση περιμένει πολλά. Και επειδή η είδηση αυτή ήταν βαριά και... «δύσπεπτη», στο Μαξίμου αποφάσισαν, όσο «στον αέρα» επιδημιολογικά κι αν είναι, να παρουσιάσουν έναν... πλήρη οδικό χάρτη για την εστίαση, τα σχολεία, τον τουρισμό. Από τη μία πλευρά της ζυγαριάς του πολιτικού κόστους μπήκε, δηλαδή, η κατάρρευση του αφηγήματος για «Πάσχα στο χωριό» και από την άλλη η είδηση για επανεκκίνηση της εστίασης, των σχολείων, του τουρισμού και εν γένει ο «οδικός χάρτης» επιστροφής στην κανονικότητα. Στο Μαξίμου, λοιπόν, περιμένουν να δουν στις επόμενες κυλιόμενες μετρήσεις κατά πόσον η πλάστιγγα θα γείρει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, καθώς από τη μία το «φρένο» στο «Πάσχα στο χωριό» δυσαρέστησε πολλούς, από την άλλη η αναθέρμανση των ελπίδων πως αυτή μπορεί να είναι η τελευταία θυσία πριν πάρουμε τη ζωή μας πίσω ίσως λειτουργήσει καταπραϋντικά: εξάλλου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως αξιολογεί ως πολύ σημαντικά όσα είπε, αφού έστειλε μήνυμα και σε όσους συγκεντρώνονται στις πλατείες πως, τώρα που έδωσε ημερομηνίες για τα «ανοίγματα», «δεν έχει κανείς το άλλοθι της κούρασης», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.Πάντως, ο ίδιος είπε και κάτι ακόμη: πως ο οδικός χάρτης που ανακοίνωσε τίθεται, αυτονοήτως, υπό την αίρεση των επιδημιολογικών δεδομένων. Σε απλά ελληνικά, αυτήν τη στιγμή το μόνο βέβαιο από τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη είναι πως δεν θα πάμε για Πάσχα στα χωριά μας. Το κατά πόσον θα ανοίξει η εστίαση, τα σχολεία και ο τουρισμός στις ανακοινωθείσες ημερομηνίες τίθεται υπό την αίρεση των δεδομένων της πανδημίας. Τα οποία, προσώρας, είναι χιλιάδες κρούσματα, διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, εφημερίες του τρόμου και 171% αύξηση ιικού φορτίου στα λύματα της Αττικής.