Σε τροχιά διερευνητικών επαφών κινούνται η ελληνική και η τουρκική διπλωματία. Με δημόσιες δηλώσεις αλλά και παρασκηνιακές επαφές, Αθήνα και Άγκυρα επιχειρούν να διαμορφώσουν τους όρους του διαλόγου αλλά και να κερδίσουν το «παιχνίδι» των εντυπώσεων σε διεθνές επίπεδο, καθώς καμία από τις δυο πλευρές δεν θέλει να πάρει πάνω της την αποτυχία των διερευνητικών επαφών.
Στην Αθήνα, η κυβέρνηση επιχειρεί να κατευνάσει τις αντιδράσεις κομμάτων και ειδικών, επαναλαμβάνοντας από τα πλέον επίσημα χείλη πως δεν πρόκειται να κάνει πίσω βήματα στη διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα επιχειρεί να παρουσιαστεί ως μια δυτική δύναμη που σέβεται τους κανόνες του παιχνιδιού και αποζητά διάλογο με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης.
Πέραν όμως των διαπραγματεύσεων και των επικοινωνιακών τεχνασμάτων ανάμεσα στις δυο πλευρές, η επανέναρξη του διαλόγου έχει αναθερμάνει μια παλιά αντιπαράθεση στους κόλπους της εγχώριας σκηνής μεταξύ των «μαξιμαλιστών» και των «υποστηρικτών της Χάγης».
Δένδιας: Η Ελλάδα δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο
Να βάλει φρένο στις αντιδράσεις των κομμάτων αλλά και την ανησυχία των ειδικών αναφορικά με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία επεχείρησε να βάλει το πρωί της Παρασκευής ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών.
Μιλώντας στη διαρκή κοινοβουλευτική Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας, ο Νίκος Δένδιας ξεκαθάρισε πως η Ελλάδα δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τους κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας για τις συζητήσεις με την Τουρκία.
«Η διεθνής σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας είναι τμήμα του εσωτερικού ελληνικού δικαίου. Είναι όμως και τμήμα του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Την έχει κυρώσει αυτοτελώς και η Ε.Ε. Η Ελλάδα, σε οποιαδήποτε συζήτηση με οποιαδήποτε χώρα, δεσμεύεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, και δεσμεύεται και η Ε.Ε. από το ευρωπαϊκό κεκτημένο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Νίκος Δένδιας.
Οι παραπάνω αναφορές του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών έρχονται να απαντήσουν σε όσους υποστηρίζουν πως, στον επικείμενο διάλογο με την Τουρκία, η Αθήνα θα κάνει πίσω βήματα, απεμπολώντας το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. ή επαναδιαπραγμάτευσης του εναέριου χώρου.
Ερντογάν: Θετικός σε διάλογο με την Τουρκία
Από την αντίπερα όχθη του Αιγαίου, ο Τούρκος Πρόεδρος, συνεχίζοντας το παιχνίδι εντυπώσεων και εμφανιζόμενος ως το «καλό παιδί» στα μάτια της Δύσης, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμα και της συνάντησης με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
«Έχουν γίνει συναντήσεις των υπουργών Εξωτερικών μας. Είπαμε πως μπορούν να ξεκινήσουν οι διερευνητικές επαφές και οι αντιπροσωπείες μας μπορούν να συναντηθούν. Είπαμε, επίσης, πως μπορούμε να συναντηθούμε με τον κύριο πρωθυπουργό», ανέφερε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλώντας στους Τούρκους δημοσιογράφους, μετά την προσευχή της Παρασκευής.
Νωρίτερα, βέβαια, μέσα στην εβδομάδα επιτέθηκε στην ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας πως η Αθήνα είναι εκείνη που αποφεύγει και δυναμιτίζει τον διάλογο ανάμεσα στις δυο χώρες, συνεχίζοντας την πολιτική του «μαστίγιου και του καρότου».
Οι τουρκικοί τσαμπουκάδες στα Ίμια και οι νέες Navtex αμφισβήτησης
Και αν το καρότο είναι πως ο Ερντογάν κάνει δημόσια καλέσματα για διάλογο με την Αθήνα και συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό, το μαστίγιο είναι οι χαμηλής έντασης διενέξεις στο Αιγαίο που συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό.
Μετά το επεισόδιο της προηγούμενης εβδομάδας, με «πρωταγωνιστές» την ελληνική και τουρκική ακτοφυλακή, που είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά στο σκάφος του Λιμενικού Σώματος, τουρκικά σκάφη προχώρησαν ξανά σε προκλητικές ενέργειες στην περιοχή, αυτήν τη φορά με «στόχο» ελληνικά αλιευτικά.
Σύμφωνα με βίντεο που είδε το φως της δημοσιότητας, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή των Ιμίων, τουρκική ακταιωρός ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και παρενόχλησε ελληνικά αλιευτικά, πραγματοποιώντας επικίνδυνους ελιγμούς που έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή των Ελλήνων ψαράδων.
Την ίδια ώρα, με νέες Navtex για ασκήσεις με πραγματικά πυρά, η Τουρκία δεσμεύει θαλάσσιες περιοχές νότια της Λήμνου μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021. Με αυτόν τον τρόπο, συνεχίζει να αμφισβητεί την αρμοδιότητα των ελληνικών αρχών σε θάλασσα και αέρα που βρίσκονται εντός του FIR Αθηνών, αποφεύγοντας να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία των ελληνικών αρχών στην έκδοση οδηγιών που αφορούν την ασφάλεια της εναέριας και θαλάσσιας κυκλοφορίας στο Αιγαίο.
Η συζήτηση εν μέσω προκλήσεων γεννά αντιπαραθέσεις
Στο άκουσμα της επανέναρξης των συζητήσεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, ιδιαίτερα μετά από μια μακρά περίοδο πρωτοφανών τουρκικών προκλήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο, το debate ανάμεσα στις δυο διαφορετικές σχολές σκέψης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει φουντώσει.
Από τη μια πλευρά στέκονται οι «μαξιμαλιστές» ή αλλιώς οι «hardliners». Αυτοί, τοποθετούνται στο μπλοκ της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων, αμφισβητούν τις προθέσεις της Τουρκίας για ειλικρινή διάλογο, υποστηρίζουν την ανάγκη αύξησης της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, ενώ είναι κάθετα αντίθετοι σε οποιαδήποτε οπισθοχώρηση στις απαιτήσεις της Τουρκίας.
Από την άλλη πλευρά στέκονται οι «συναινετικοί» ή αλλιώς οι «υποστηρικτές της Χάγης», οι οποίοι υιοθετούν πιο μετριοπαθείς προσεγγίσεις για τα ελληνοτουρκικά, υποστηρίζουν την έναρξη των συνομιλιών, ενώ παράλληλα επιμένουν πως μια βιώσιμη συμφωνία με την Τουρκία απαιτεί το ξεπέρασμα των μαξιμαλιστικών θέσεων της Αθήνας.
Η αντιπαλότητα ανάμεσα σε αυτές τις δυο σχολές σκέψης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έχει βαθιές ρίζες στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας και έντονες αντιπαραθέσεις για όλα τα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής: τα Ίμια, τη συμφωνία της Μαδρίτης του 1997, τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι, το Κυπριακό και το σχέδιο Ανάν, τη Συμφωνία των Πρεσπών και βέβαια την τρέχουσα ελληνοτουρκική κρίση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι δυο σχολές σκέψης διαπερνούν οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Έτσι εντός της ελληνικής αριστεράς υπάρχουν πολλοί υποστηρικτές της σκληρής στάσης έναντι της Τουρκίας, ενώ στην ελληνική δεξιά πολλοί «υποστηρικτές της Χάγης».
Οι hardliners… για τα ελληνοτουρκικά
Στο μπλοκ των σκληροπυρηνικών ανήκουν ιδιαίτερα σημαντικοί καθηγητές διεθνών σχέσεων και εξωτερικής πολιτικής, στρατηγικοί αναλυτές, καθώς και πολλοί απόστρατοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού.
Κωνσταντίνος Ζιαζιάς, Γιάννης Μάζης, Γιώργος Φίλης, Κωνσταντίνος Γρίβας, Αθανάσιος Δρούγος, Σάββας Καλεντερίδης είναι μονάχα μερικοί από τους βασικούς εκφραστές της σκληρής γραμμής έναντι της Τουρκίας.
Με επιμέρους διαφοροποιήσεις στις αναλύσεις αλλά και τις προτάσεις τους, οι «hardliners» υποστηρίζουν για την παρούσα ελληνοτουρκική κρίση:
-Πρώτον, πως η Ελλάδα σύρθηκε στον διάλογο με την Τουρκία, μετά την πίεση του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον.
-Δεύτερον, πως είναι λάθος το timing του διαλόγου με την Άγκυρα, καθώς οι απειλές της Τουρκίας βρίσκονται ακόμα πάνω στο τραπέζι.
-Τρίτον, πως η διαπραγμάτευση με την Τουρκία θα διολισθήσει σε διαπραγματεύσεις της κυριαρχίας μας στο Αιγαίο και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Με λίγα λόγια, για τους «hardliners», η Αθήνα σύρεται στον διάλογο με την Τουρκία, υπό το καθεστώς απειλών και την πίεση των μεγάλων δυνάμεων του Διεθνούς Συστήματος, χωρίς πρώτα να έχει θωρακιστεί απέναντι στην Τουρκία… πράγμα που την καθιστά ανίσχυρη και ευάλωτη στις πιέσεις των ξένων και τις ορέξεις των Τούρκων.
Οι υποστηρικτές της Χάγης…
Στο μπλοκ των «υποστηρικτών της Χάγης» ανήκουν κυρίαρχα στελέχη του διπλωματικού σώματος, καθηγητές διεθνών σχέσεων και διεθνούς δικαίου, αλλά και πολλά πολιτικά στελέχη από όλα τα πολιτικά κόμματα.
Χρήστος Ροζάκης, Ντόρα Μπακογιάννη, Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Αλέξης Ηρακλείδης, Μαριλένα Κοππά είναι ορισμένοι από τους κύριους εκφραστές αυτού του ρεύματος.
Με έντονες πολιτικές διαφορές, οι παραπάνω συγκλίνουν σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις:
-Πρώτον, πως η παρούσα κατάσταση ανακυκλώνει μια διαρκή αντιπαράθεση με την Τουρκία, η οποία μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
-Δεύτερον, πως η αντιπαράθεση με την Τουρκία πρέπει να ειδωθεί ως ένα ευρω-τουρκικό θέμα, του οποίου η επίλυση μπορεί να έλθει μέσα από τη διαμεσολάβηση των Ευρωπαίων.
-Τρίτον, πως ο μοναδικός τρόπος εξομάλυνσης της κρίσης με την Τουρκία είναι το συνυποσχετικό και η προσφυγή των δυο χωρών στη Χάγη.
Συνοπτικά, για τους «υποστηρικτές της Χάγης», η Αθήνα οφείλει να οδηγηθεί στο τραπέζι του διαλόγου με την Τουρκία και από εκεί στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, ώστε να υπάρξει μια απόφαση δεσμευτική και για τις δυο χώρες για τα ανοικτά θέματα που τις χωρίζουν.
Δεν υπάρχουν προδότες και πατριώτες
Σε μια τόσο κρίσιμη καμπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο λάθος από το να αναζητήσουμε ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα… προδότες και πατριώτες.
Στην πραγματικότητα, και οι δυο σχολές σκέψης βασίζονται πάνω σε σοβαρές αναλύσεις, έχουν ενδιαφέρουσες παραδοχές και οι προτάσεις τους είναι εξίσου ρεαλιστικές.
Ακόμα και ένας νικηφόρος πόλεμος απέναντι στην Τουρκία δεν θα εγγυόταν μακροχρόνια ειρήνη, ενώ από την άλλη πλευρά ένας διάλογος χωρίς τα δυο μέρη να μιλούν επί ίσοις όροις θα ήταν παραδοχή ήττας και αρχή οπισθοχωρήσεων.
Ζητούμενο, για την πολιτική ηγεσία του τόπου, είναι να ξεπεράσει τον παλιό –κακό– της εαυτό. Να σταματήσει να βλέπει τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ως ευκαιρία αποκόμισης πρόσκαιρων πολιτικών κερδών και να συνδυάσει αναγκαία στοιχεία και των δύο προσεγγίσεων, ώστε να αποκτήσουμε επιτέλους μια ολοκληρωμένη στρατηγική έναντι της Τουρκίας.