Ξέρω, θα με πείτε «παλιό» και ίσως και να μου θυμίσετε πως οι καιροί αλλάζουν και αυτό είναι υγιές και φυσικό. Τι να κάνουμε… Πρωτοπήγα στη Μύκονο με τους γονείς μου και φίλους τους το 1966 και ήμουν 13. Η μητέρα μου η Ιωάννα διάβαζε στη «Μεσημβρινή» και τις «Εικόνες» της Ελένης Βλάχου τα ρεπορτάζ για τη Σοράγια, τη θλιμμένη πριγκίπισσα, τον Μυκονιάτη Γιάννη Γαλάτη που την «έραβε» και είχε γίνει διάσημος, τις επισκέψεις στο νησί του Νιάρχου με το σκάφος του και την Γκρέτα Γκάρμπο, του Ωνάση με τη «Χριστίνα» και τους υπερδιάσημους καλεσμένους του, τη Μελίνα με τον Ντασσέν, τον Άντονυ Πέρκινς, τη Ρόμι Σνάιντερ, τη Μαργκερίτ Ντυράς και τους άλλους σταρ φίλους τους. Ο Χατζιδάκις είχε γράψει τον «Ροβινσώνα στη Μύκονο» που τραγουδούσε ο Γιώργος Ρωμανός και το νησί «δίπλα στην Δήλο» είχε απογειωθεί – αλλά ακόμα μέσα στην αγκαλιά μιας περιορισμένης, ευρωπαϊκής κυρίως, «αριστοκρατίας» (όχι με την κυριολεκτική της έννοια, βέβαια). Ο μέγας Le Corbusier, ο διασημότερος ίσως αρχιτέκτονας της γης, είχε βέβαια επισκεφθεί την ταπεινή μας Παραπορτιανή και είχε υποκλιθεί μέχρις εδάφους. Μιλούσε παντού γι’ αυτήν την εκκλησούλα που την έχουν σχηματίσει οι άνεμοι των Κυκλάδων και η Ανάγκη, σαν «μέγιστο αρχιτεκτονικό αριστούργημα». Η Μύκονος ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι της, αλλά οι επισκέπτες ήταν ακόμα σχετικά λίγοι. Δεν υπήρχαν μεγάλα ή πολυτελή ξενοδοχεία, το «Λητώ» ίσως και το φρεσκοχτισμένο «Θεοξένεια» με την προσωπική υπογραφή του Άρη Κωνσταντινίδη, που μαζί με τον Χαράλαμπο Σφαέλλο ηγήθηκαν της μελετητικής ομάδας των ΞΕΝΙΑ σε όλη την Ελλάδα από την αρχή της δεκαετίας του ’50. Οι περισσότεροι βολευόντουσαν με μεγάλη χαρά στα ενοικιαζόμενα δωμάτια και τις οικογενειακές μικρές μονάδες, όπως στον Κήπο του Φιλιππή ή του Κουνενή. Η «Ναϊάς», το καράβι της γραμμής που, αν θυμάμαι καλά, έκανε γύρω στο 10ωρο να φτάσει, δεν έδενε στο μικρό λιμάνι του γιαλού, δεν χωρούσε. Έριχνε άγκυρα απ’ έξω κι ερχόντουσαν οι βάρκες να μας παραλάβουν, φορτωμένους τα μπαγκάζια μας. Ταλαιπωρία, θα πείτε οι πιο σύγχρονοι. Ευτυχία, θα σας πω εγώ.
Μετά ήρθε η εκδρομή με το σχολείο, τα πρώτα πήγαινε-έλα με τα ξαδέρφια μου, ο Μίλτος, ο Τάσος, ο Σωκράτης με το «Agapi mou», ο πρώτος Μυκονιάτης κολλητός φίλος, ο Σταύρος (που το σπίτι της γιαγιάς του ήταν η σημερινή «Άγκυρα» στα Τρία Πηγάδια), και από εκεί και πέρα θέλει πολλή δουλειά να τα ανακαλέσω όλα στη μνήμη μου – και δεν είμαι και ο Ζάχος Χατζηφωτίου, να τα λέμε κι αυτά. Ήταν όμορφα όμως. Μαγεμένα. Παραμυθένια. Μέσα μου η Μύκονος καταγράφηκε σαν η ιδιαίτερη πατρίδα μου στην Ελλάδα, αφού ερχόμουν από την Αλεξάνδρεια και δεν είχα εδώ χωριό ή νησί «δικό μου». Η γιαγιά Ελισάβετ ήταν από την Τήνο εξάλλου, οπότε από μια μεριά είμαι Κυκλαδίτης κι εγώ. Το αγάπησα όσο κανένα μέρος στην Ελλάδα αυτό το νησάκι – και το αγαπώ ακόμα αδιαπραγμάτευτα.
Περάσανε όμως τα χρόνια, και η Μύκονος που ήξερα εξαφανίστηκε, όπως έχει συμβεί και με την Αλεξάνδρεια που ήξερα. Πρέπει να σκαλίσεις με το νύχι τη μνήμη σου για να συνδεθεί με το «τώρα». Η «Αλλαγή» προχώρησε ύπουλα. Στην αρχή με τον Pierro, που κατάφερε να μετατρέψει τη Μύκονο στον δεύτερο gay προορισμό παγκοσμίως μετά το Key West. Μετά με τη Margo για να ακολουθήσει ο ακατονόμαστος που κατάφερε να τους εξαφανίσει και τους δυο και να προχωρήσει τη «δουλειά» πιο αποφασιστικά. Sex and drugs, άντε και λίγο rock an’ roll. Ο Ελληνάρας αρχοντοχωριάτης των 80’s και, κυρίως των 90’s, τα ’φερε όλα άνω κάτω. Boutique Hotels και τζακούζια, ιδιωτικές πισινούλες και πισινάρες παντού (στο νησί με τις περισσότερες και πιο μαγευτικές παραλίες της Μεσογείου), βίλες μανταμσουσούδικες εκεί που δεν πήγαιναν ούτε τα κατσίκια να βοσκήσουν και, πάνω απ’ όλα, φριχτά διεφθαρμένες τοπικές ηγεσίες, δήμος, αστυνομία και λοιπά, προστασίες, μεγαλεμπόριο (πια) ναρκωτικών και αηδιαστικά κυκλώματα πορνείας.
Τώρα πια το νησί ζέχνει, σιχαίνεσαι και να πλησιάσεις. Γι’ αυτό και το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας αποφάσισε επιτέλους να παρέμβει δυναμικά (in a federal way) στέλνοντας στη Μύκονο 120 με 150 αστυνομικούς της ΕΛ.ΑΣ. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας αναμένεται να έχουν μετακινηθεί στο νησί οι πρώτοι 50. Επικεφαλής ο μέχρι πρότινος προϊστάμενος του τμήματος Ασφαλείας Αμαρουσίου, Φώτης Τζελέπης, γνωστός για τη μηδενική ανοχή του απέναντι σε κάθε λογής και εθνικότητας μαφιόζους. Γιατί δεν έχουμε μόνο τους τοπικούς μας μαφιόζους που κυκλοφορούν και οπλοφορούν ανενόχλητοι «εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα», έχουμε και αυτούς που ακολουθούν τους μεγαλοπελάτες τους, Ρώσους ας πούμε, ή Καταρ-αμένους. Τα «σκληρά» που διακινούνται στη Μύκονο μετριούνται σε δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Που σημαίνει πως σε λίγο θα βλέπουμε στις παραλίες, δίπλα στις ξαπλώστρες με τις σαμπάνιες και τα βουναλάκια της κόκας, κοστουμαρισμένους εμπόρους προστάτες δολοφόνους με μαύρα γυαλιά και το δάχτυλο στη σκανδάλη – αν δεν γίνει κάτι άμεσα. Αλλά, ευτυχώς, μάλλον γίνεται…