Όσοι παρακολούθησαν τη συνέντευξη του πρωθυπουργού το βράδυ της Τετάρτης, πέρα από τις αριστοτεχνικά τοποθετημένες κορνίζες της οικογένειάς του, θα παρατήρησαν ότι ο πρωθυπουργός άφησε για δεύτερη φορά αιχμές για την επιτροπή των ειδικών.
Η πρώτη φορά ήταν την περασμένη Παρασκευή κατά την προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή. Τότε ο κ. Μητσοτάκης αποκάλυψε ότι έγιναν και λάθη, επισημαίνοντας μάλιστα ότι ο ίδιος διαφωνούσε με την ισχύουσα μέχρι και πριν λίγες εβδομάδες απαγόρευση των διαδημοτικών μετακινήσεων που είχαν αποφασίσει οι ειδικοί της επιτροπής.
Η δεύτερη αιχμή ήρθε χθες. «Υπάρχει μια ευθύνη προφανώς και δική σας, των μέσων, γιατί φιλοξενείτε με πάρα πολύ μεγάλη άνεση πάρα πολλούς ειδικούς των οποίων οι απόψεις δεν συμπίπτουν πάντα, υπάρχει μία ευθύνη και όσων συμμετέχουν στην Επιτροπή γιατί άπαξ και η Επιτροπή παίρνει μία απόφαση πρέπει, νομίζω, όλοι να υπερασπίζονται αυτή την απόφαση και να μη μεταφέρουν την προσωπική τους άποψη», είπε ο πρωθυπουργός.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όμως, είχε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός άφησε να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι μπορεί ο λόγος του να έχει μια αιχμή για τον εκλεκτό του, τον καθηγητή Τσιόδρα. Πολλοί ήταν αυτοί που συνέδεσαν την αναφορά του πρωθυπουργού για «προσωπικές απόψεις» των μελών της επιτροπής, με τη δυσαρέσκεια, που ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας επέτρεψε να γίνει γνωστή. Ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την επιτυχημένη διαχείριση του πρώτου κύματος και επικεφαλής της Επιτροπής, διέρρευσε στους δημοσιογράφους ότι καταψήφισε το άνοιγμα των Λυκείων στην έκτακτη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε αργά το βράδυ της Τρίτης.
«Όπως είπαμε, και για το ζήτημα των σχολείων, υπήρχαν επιστήμονες οι οποίοι μειοψήφησαν. Θεωρώ όμως πολύ πιο χρήσιμο αυτοί οι οποίοι μειοψήφησαν -να δώσω ένα παράδειγμα- να μη βγουν στα κανάλια και να εξηγήσουν γιατί μειοψήφησαν από τη στιγμή που υπάρχει μια απόφαση της Επιτροπής», επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Διανύουμε τον έκτο μήνα lockdown και είναι πια σαφές πως οι σχέσεις κυβέρνησης – Επιτροπής δεν είναι πλέον ρόδινες. Και αν μέχρι πρότινος θεωρείτο «λογικό» μέσα στον παραλογισμό τους οι υπουργοί να εισηγούνται και να προκαταλαμβάνουν αποφάσεις της Επιτροπής, πλέον καθίσταται σαφές πως και οι επιστήμονες επιθυμούν να πάρουν τις δικές τους αποστάσεις από την κυβέρνηση, με την οποία μέχρι πρότινος ήταν σε αγαστή συνεργασία.
Αρκεί να αναλογιστεί κάποιος πόση αίσθηση έκανε όταν, στις αρχές Μαρτίου, η κα Αναστασία Κοτανίδου, καθηγήτρια Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, διευθύντρια ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και μέλος της Επιτροπής, με παρέμβασή της στη διαδικτυακή εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, με θέμα «Πανδημία και κοινωνική συνοχή», είπε αναφερόμενη στη λειτουργία της Επιτροπής: «Η επιτροπή ενώ στην αρχή είχαμε πάρει τον σωστό δρόμο, κάπου στη μέση τον χάσαμε και τώρα δεν μπορούμε να ξαναβρούμε τον βηματισμό μας. Γίνονται κάποιες προσπάθειες και δεν ξέρω πόσο αποτελεσματικές θα είναι. Η εντύπωσή μου είναι ότι όλοι έχουμε κουραστεί. Οι συνεδριάσεις είναι πολύωρες με πολλές συζητήσεις και πολλά θέματα και ενδεχομένως αυτό να μας οδηγεί σε λάθος αποφάσεις και στη λάθος μεταφορά αυτών των αποφάσεων».
Λίγο αργότερα, την 1η Απριλίου, ήταν σειρά του καθηγητή Μικροβιολογίας και μέλους της Επιτροπής των Ειδικών, κ. Άλκη Βατόπουλου, να αποκαλύψει πως η επιτροπή είχε εισηγηθεί τη συνταγογράφηση των τεστ από τον Φεβρουάριο, ωστόσο η Πολιτεία το απέρριψε λόγω αυξημένου κόστους.
Η διαρροή, όμως, πως ο επικεφαλής της Επιτροπής κ. Σωτήρης Τσιόδρας διαφώνησε με το άνοιγμα των Λυκείων στις 12 Απριλίου που αποφασίστηκε στην έκτακτη συνεδρίαση της 6ης Απριλίου, μόνο τυχαία δεν είναι. Η κυβέρνηση απομονώνεται ολοένα και περισσότερο. Οι μέχρι πρότινος πιο κοντινοί συνομιλητές και άμεσοι συνεργάτες, πλέον νιώθουν την ανάγκη να διαχωρίσουν τη θέση τους σχετικά με τις κυβερνητικές αποφάσεις στο μέτωπο της αντιμετώπισης της πανδημίας. Είναι ξεκάθαρο ότι επιθυμούν να αποσυνδέσουν το όνομά τους από καταστροφικούς χειρισμούς, οι οποίοι αποφασίζονται σε πολιτικό επίπεδο.
Είναι δεδομένο ότι οι επιστήμονες (ή τέλος πάντων ορισμένοι από αυτούς) θέλουν να καταστεί σαφές ότι οι αποφάσεις πλέον δεν λαμβάνονται με επιστημονικά, αλλά κυρίως με πολιτικά, ή μικροπολιτικά κριτήρια. Είναι πασιφανές ότι οι ειδικοί (ή έστω κάποιοι από αυτούς) θέλουν να ξεκαθαρίσουν ότι δεν φέρουν ευθύνη για τον τρόπο που η κυβέρνηση αποφασίζει να χειριστεί την κατάσταση.
Ακόμα περισσότερο βέβαια εφόσον ισχύει η εκτίμηση του κ. Τσιόδρα, όπως ο ίδιος τη διατύπωσε κατά τη διάρκεια εκδήλωσης στην Ακαδημία Αθηνών, ότι την εβδομάδα αμέσως μετά το Πάσχα θα φτάσουμε στους 1.200 διασωληνωμένους εάν ο δείκτης αναπαραγωγής της νόσου το γνωστό πλέον Rt παραμείνει χαμηλά, στο 1,1. Εάν η εκτίμηση του επικεφαλής της επιτροπής των λοιμωξιολόγων είναι ορθή, τότε τα δύσκολα είναι μπροστά και η κυβέρνηση κάνει πως το αγνοεί.