Μέσα στον πανικό της πανδημίας (που συνεχώς αγριεύει και στην Ελλάδα) η αγωνία όλων των εργαζομένων σε όλους σχεδόν τους κλάδους οδηγείται στα όρια της απελπισίας. Σ’ αυτό το κλίμα όσοι ασχολούνται με την τέχνη και την ψυχαγωγία ψάχνουν να βρούνε λύσεις. Όλοι στρέφονται στη τεχνολογία και προσπαθούν να «επικοινωνήσουν» και να εργαστούν διαδικτυακά τόσο για να μη μείνουν αδρανείς όσο και για καθαρά οικονομικούς λόγους. Η Τέχνη στο σύνολό της, το θέατρο, οι συναυλίες, τα ρεσιτάλ, η όπερα, τα σχετικά σεμινάρια και οι διαλέξεις, η μουσική, τα φεστιβάλ, ακόμα και οι εικαστικές τέχνες ψάχνουν να βρούνε τρόπους να υπάρξουν. Και άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά αυτός που περνάει μέσα από τα smartphones, τα tablets ή τους φορητούς υπολογιστές μας. Α, ναι – υπάρχει και το άλλο γυαλί - η τηλεόραση. Για κάποια πολύ προβεβλημένα events όμως, με πολύ γνωστούς, διάσημους δηλαδή, καλλιτέχνες, σε σπάνιες εμφανίσεις.
Ζούμε λοιπόν και στην τέχνη την εποχή του live-streaming, την εποχή που ανάμεσα στον άνθρωπο και το έργο τέχνης θα μεσολαβεί μια οθόνη. Η βόλτα μας στα μεγάλα μουσεία της ανθρωπότητας, στο Λούβρο ας πούμε, θα γίνεται μέσα από μια 3D ταινία που θα μας ξεναγεί στους θησαυρούς του – για όσο χρόνο διαρκέσει αυτή η πρόβα βιολογικού πολέμου που ζούμε. Ο σημερινός Γιάννης Τσαρούχης δεν θα μπορεί να πάρει τα σύνεργα του και να στηθεί απέναντι από έναν αυθεντικό Μποτιτσέλι για να ανακαλύψει μυστικά μέσα από το πρωτότυπο που δεν μπορούν να διδαχτούν σε καμία σχολή τέχνης. Θα αρκεστεί στα coffee table books και τις ιντερνετικές ξεναγήσεις ή τις φωτογραφίες. Η σημερινή Έλλη Λαμπέτη θα πρέπει να παίξει την Φιλουμένα Μαρτουράνο μέσα σ’ ένα άδειο και ψυχρό τηλεοπτικό στούντιο και να απευθύνει στην κάμερα τη φράση «τα παιδιά είναι παιδιά» που έκανε κάθε βράδυ την sold-out αίθουσα να ξεσπάει σε ένα αυθόρμητο ανθρώπινο παθιασμένο χειροκρότημα – που βέβαια επηρέαζε την ερμηνεία των ηθοποιών και την ανύψωνε σε άλλες σφαίρες.
Αλλά ας προσγειωθώ: Ζούμε στο σήμερα και το αγαπάμε με όλα του τα προβλήματα. Οι άνθρωποι του θεάτρου ή των συναυλιών (ας περιοριστώ σε αυτούς για σήμερα) πρέπει να εργαστούν, να εκφραστούν, να μείνουν όρθιοι – μέχρι να περάσει αυτή η εφιαλτική καταιγίδα της αποξένωσης, της απόστασης, της μάσκας, των περιορισμών. Και εδώ στην Ελλάδα λοιπόν, όπως και σε όλον τον κόσμο φαντάζομαι, οι θεατρίνοι, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές, ετοιμάζουν «ηλεκτρονικές» παραστάσεις και συναυλίες μέσω live-streaming με εισιτήριο. Ήδη κάποιοι έκαναν τις πρώτες απόπειρες – ενώ άλλοι οργανώνονται τώρα που γράφω. Καλά κάνουν. Έτσι πρέπει – αφού δεν γίνεται αλλιώς.
Δεν είναι όμως καθόλου απλό ούτε για τους ίδιους, ούτε για το κοινό. Δεν αρκεί να στήσεις δύο η τρεις κάμερες για να «μεταφέρεις» μια παράσταση στο laptop του αποδέκτη. Πρέπει να «τηλεσκηνοθετήσεις» την παράσταση, να ακολουθήσεις τους νόμους της τηλεόρασης, να μετατρέψεις μια μεγάλη τέχνη σε τηλεοπτικό θέαμα. Το ίδιο ισχύει και για τις συναυλίες των ερμηνευτών τραγουδιού. Τα τραγούδια, όλα τα τραγούδια, λαϊκά, «έντεχνα» (τι λάθος λέξη!), ραπ, τραπ, whatever, μπορείς να τ’ ακούσεις όποτε θέλεις, με τη σειρά που θέλεις, με όποιον καλλιτέχνη προτιμάς. Υπάρχει ευτυχώς το YouTube, το Spotify και άλλες χίλιες τέτοιες νόμιμες ή παράνομες εφαρμογές γι’ αυτή τη δουλειά.
Στη συναυλία όμως πας για άλλους λόγους. Όπως για άλλους λόγους πας και στα μικρά ή μεγαλύτερα μαγαζιά η στις μουσικές σκηνές: Για το live. Για το «ζωντανό», για την ζωντάνια της στιγμής και την επαφή όχι μόνο με τους ερμηνευτές και τους μουσικούς αλλά και με τους εκατοντάδες διπλανούς σου και την ενέργεια τους - που καθορίζει την βραδιά. Δεν είναι το ίδιο να πληρώσεις με την κάρτα σου τον διοργανωτή για να συνδεθείς κάποια συγκεκριμένη ώρα με το live streaming μιας παράστασης η μιας συναυλίας που θα «συμβαίνει», έστω την ώρα που την βλέπεις από το σπίτι σου, σε ένα άδειο θέατρο η σ’ ένα στούντιο.
Θα μου πείτε, τι το ψάχνεις – αφού δεν γίνεται αλλιώς; «Από τα ολότελα καλή και η Παναγιώταινα» που έλεγε και η γιαγιά μου η Κερκυραία. Όσο κρατάει αυτό το μαρτύριο των lockdown και των περιορισμών δεν έχουμε κι’ άλλη λύση. Θα προσαρμοστούμε, περιμένοντας την λήξη του «πολέμου». Και συγχρόνως θα ευχόμαστε και θα προσευχόμαστε να μην κρατήσει πολύ αυτή η τραγωδία (δεν υπερβάλλω) που ζούμε. Γιατί ο τεράστιος κίνδυνος είναι να συνηθίσουμε έτσι και να προχωρήσουμε στο μέλλον κολλημένοι στις γυάλινες, διαφόρων μεγεθών, live-streaming οθόνες μας. Ο εφιάλτης είναι να συνηθίσουμε το τέρας – και να ξεχάσουμε ότι ξέραμε σαν πολιτισμένη ανθρωπότητα.
Την αληθινή τέχνη δηλαδή, που προϋποθέτει την αληθινή και ζωντανή διάδραση της ουσίας μας - των ψυχών μας.
Στο μεταξύ ΟΚ, τι να κάνουμε; Anything goes.
Η, όπως τραγουδούσε και η Doris Day – Que sera, sera…