Το δικαίωμα ψήφου των απανταχού Ελλήνων ήταν πάντα κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα στο άρθρο 51 παρ. 4, για όποιον είχε την Ελληνική Ιθαγένεια. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων που για οποιονδήποτε λόγο γεννήθηκε ή ζει στο εξωτερικό δεν ήταν δυνατό να το ασκήσουν, διότι πρακτικά ήταν δύσκολο, χρονοβόρο και κοστοβόρο να ταξιδεύουν στην Πατρίδα κάθε φορά που είχε εκλογές. Έτσι σιγά-σιγά και όσο προχωρούσαν οι γενιές, πολλοί απομακρύνονταν από τη Μητρόπολη.
Η χρόνια αποχή τους από την οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας συνδυασμένη αρκετές φορές με την πικρία της ξενιτιάς έκοβαν τη ρίζα και σταδιακά αποξένωναν τις νεότερες γενιές αποδήμων από τον Ελληνισμό.
Κατά την τελευταία Συνταγματική Αναθεώρηση του 2019 συμφωνήσαμε να αναθεωρήσουμε το άρθρο 54 παρ. 4, επιτυγχάνοντας με έναν υπερβατικό τρόπο να καλύψουμε ενδεχόμενες αντισυνταγματικότητες κατά την ψήφιση του σχετικού νόμου, που έπρεπε στη συνέχεια να θεσπιστεί με την πλειοψηφία 200 από τους 300 βουλευτές, προκειμένου να διευκολυνθεί η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού από απόσταση.
Για να επιτευχθούν τα δύο στάδια αυτής της σημαντικής αλλαγής, έπρεπε να ξεπεραστούν προκαταλήψεις, φόβοι και ιδεοληψίες του παρελθόντος, που δύο φορές προηγουμένως είχαν φρενάρει τη σχετική μεταρρύθμιση. Μία φορά όταν επιχειρήθηκε από τον Προκόπη Παυλόπουλο το 2009 ως υπουργό των Εσωτερικών και μία φορά από εμένα ως επικεφαλής του ίδιου υπουργείου με σχετική περιστολή μάλιστα του κόστους των εκλογών το 2013.
Τίποτε δεν ήταν αυτονόητο και στη νέα προσπάθεια που ξεκίνησε από την Αναθεώρηση του Συντάγματος και ολοκληρώθηκε αργότερα με τον σχετικό νόμο. Παρά το τεταμένο πολιτικό σκηνικό, ευτυχώς διαμορφώθηκε η ισχυρή πλειοψηφία και στα δύο στάδια. Συγκρούστηκαν δύο απόψεις:
α) Η θέση του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ευρείες εκλογικές περιφέρειες στο εξωτερικό που θα εκλέγονται ομογενείς βουλευτές με ενιαίο ψηφοδέλτιο, χωρίς όμως η ομογενειακή ψήφος να προσμετράται στο γενικό σύνολο που εκλέγει κυβερνητική πλειοψηφία. Αυτή η λογική θα δημιουργούσε μείζον συνταγματικό, πολιτικό και ηθικό ζήτημα.
Συνταγματικό, διότι θα προσέβαλλε την αρχή της ισοτιμίας της ψήφου. Πολιτικό, διότι θα αγνοούνταν η ψήφος των ομογενών κατά την εκλογή της κυβέρνησης, και ηθικό διότι θα υποβιβάζονταν οι Έλληνες του εξωτερικού σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
β) Η θέση της Νέας Δημοκρατίας υποστήριξε αντίθετα ότι το Σύνταγμα θα πρέπει να αφήσει όλες τις επιλογές ανοιχτές για τον κοινό νομοθέτη. Ωστόσο, η ψήφος των ομογενών θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προσμετράται ισότιμα στο πανελλαδικό αποτέλεσμα, διαμορφώνοντας τις εξελίξεις, διότι οι Έλληνες του εξωτερικού τις περισσότερες φορές έχουν ως κύριο κριτήριο επιλογής, όχι το προσωπικό ρουσφέτι, αλλά τη διεθνή εικόνα της πατρίδας μας και την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ελλάδας. Παράλληλα, τα κόμματα θα ενθαρρύνονται να προωθούν στο ψηφοδέλτιο Επικράτειας εκπροσώπους από την ομογένεια. Τέλος, δε, στρεβλώνεται το τοπικό εκλογικό αποτέλεσμα από πολίτες που λόγω της μακρόχρονης απουσίας τους δεν γνωρίζουν τα τοπικά τεκταινόμενα, όταν αυτοί αποφασίζουν να ψηφίζουν από το εξωτερικό.
Η Θ´ Αναθεωρητική Βουλή του 2019 επέτυχε τη μεγάλη αυτή αλλαγή για τον Ελληνισμό με 212 ψήφους υπέρ της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας, 84 ψήφους κατά και 1 παρών. Η απόφαση αυτή, που συμπληρώθηκε από την υπερψήφιση και στη συνέχεια την απλούστευση του σχετικού Νόμου, εναρμόνισε την εθνική εκλογική πραγματικότητα με το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η διευκόλυνση της ψήφου των εκτός Ελλάδας Ελλήνων μεγαλώνει την Ελλάδα, διότι δημιουργεί μια νέα, πολιτική αυτήν τη φορά, γέφυρα με τη μητρόπολη. Ενισχύει τους δεσμούς του Οικουμενικού Ελληνισμού της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς με τη ρίζα του, και κυρίως ταυτίζει τον Ελληνικό Λαό με το Ελληνικό Έθνος.