Τι είναι η πατρίδας μας; Έτσι θ’ άρχιζε η ερώτηση, αν δεν ήταν κάποτε ο Ρολάν Μπαρτ που δήλωσε ότι «πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία». Αυτούς τους καιρούς έχω μια αδυσώπητη νοσταλγία για εκείνα που έζησα …. Είναι οδυνηρό να έχεις μνήμη όμως. Ο Σεφέρης άλλωστε είχε γράψει, ότι είναι πικρό να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου.
Αφορμή για τις σκέψεις, οι εικόνες από τις βομβαρδισμένες πόλεις στην Ουκρανία. Οι δηλώσεις των ανθρώπων που ψάχνουν καταφύγιο στο μετρό. Οι εικόνες από τα σιωπηλά ανθρωποχιλιόμετρα από άμαχους που περπατάνε κρατώντας παιδιά και κατοικίδια προς … «κάπου» που θα νιώθουν προσωρινά ασφαλείς.
Κάποιοι φεύγουν και κάποιοι μένουν πίσω γιατί ή δεν έχουν που να πάνε ή που θέλουν να υπερασπιστούν τι; Είναι ο χώρος; Είναι το ψυγείο η τηλεόραση, οι ντουλάπες με κάποια ρούχα; Η οικοσκευή του νοικοκυριού; Τα φυτά του εσωτερικού χώρου; Οι γάτες τους; Οι κορνίζες με φωτο των προγόνων; Τα πρώτα ρούχα που φορέσαν τα μωρά της οικογένειας και που πολλές από μας τις μανάδες κρατάμε για μια ζωή, ανεξάρτητα αν τα «μωρουδιακά» που φόρεσαν τότε…θα σημάνουν κάτι για τους επίγονους όταν τ’ ανακαλύψουν. Αρκεί που σημαίνουν τα πάντα στην μάνα που πήρε αγκαλιά το παιδί. Είναι όλα αυτό το βαριετέ από αντικείμενα ατελείωτα που σκεπάζονται κάτω από ένα πλαίσιο που λέγεται σπίτι και που άσχετα αν είναι «έξυπνο» ή «παλαιάς κοπής», εκπέμπει το άρωμα της ζωής μας.
Η πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια; Ναι. Γιατί εκείνα ήταν τα πιο ξένοιαστα. Τότε που τις ευθύνες τις σηκώνανε άλλοι για μας και εμείς φλερτάραμε με τον «πειρασμό της αθωότητας», που τόσο αριστουργηματικά προσέγγισε ο Πασκάλ Μπρυκνέρ.
Στα ελληνικά μόνο υπάρχει μια λέξη που δεν νομίζω ότι υπάρχει αντίστοιχη σε άλλη γλώσσα του κόσμου. Ο νόστος! Είναι εκείνο το συναίσθημα που έκανε τον Οδυσσέα να θέλει να γυρίσει στην Ιθάκη. Είναι αυτό το συναίσθημα που κάνει τον διαπρεπή καθηγητή που μεγαλουργεί στην Αμερική, την Γερμανία, το Ισραήλ, να αποζητά τα «γεμιστά της μάνας του». Είναι οι μνήμες από τους φίλους όταν πηγαίναμε δημοτικό, η παρέα που γινόταν συμμορία, το ψωμί με το βούτυρο και την ζάχαρη που μας δίνανε στην κατασκήνωση, τα τζιτζίκια που ούρλιαζαν όταν διαβάζαμε Μίκυ – Μάους κάτω από τα πεύκα, η αγκαλιά και η μυρωδιά της μαμάς μας.
Είναι ο τόπος που βρισκόταν το περίπτερο των παιδικών χρόνων, όπου σταματούσες πάντα για το μπαλόνι, τις τσίχλες με γεύση φράουλα, το παγωτό πύραυλο και τις σοκολάτες «μέλο» που είχαν μέσα φιγούρες της Ντίσνεϊ. Είναι το μεγάλο πατάρι του σπιτιού της γιαγιάς που σε κάποιο μπαούλο είχε σίγουρα φυλάξει τις χαρτοπετσέτες με τους Beatles, τα σχολικά άλμπουμ, τις ζωγραφιές από το νηπιαγωγείο, κάποια δώρα «γάμου» που αποκλείστηκαν σαν μη συμβατά, περιοδικά, χριστουγεννιάτικες χειροτεχνίες, παιχνίδια επιτραπέζια, κάποια κοστούμια αποκριάτικα και ατελείωτα φιλμ, με φωτογραφίες σε άλμπουμ, από τα πάντα όλα που έζησες, μέχρι που άλλαξε η τεχνολογία και εξαφανίστηκε η προσμονή της…εμφάνισης του φιλμ.
Είναι η γωνία που πήρες το πρώτο φιλί, είναι οι θάλασσες που κολύμπησες με τις παρέες και τους έρωτες, είναι τα μπαρ που χόρεψες ξέφρενα για τις αγάπες σου, είναι το μικρό μπακάλικο στην γειτονιά σου που έπαιρνε η μάνα σου «αβγά ημέρας»
Και ξαφνικά όλο αυτό που «είσαι» καίγεται. Και ξαφνικά όλο αυτό που νιώθεις και που τόσο τρυφερά κούρνιασε μέσα σε συρτάρια, ντουλάπες, πατάρια, κήπους, ζαρντινιέρες το αρπάζουν, το ατιμάζουν, το κακοποιούν, το σκοτώνουν, το διαμελίζουν.
Νομίζω ξέρω ακριβώς πως νιώθει εκείνος που χωρίς να το θέλει γίνεται ήρωας. Σκέψου το λούτρινο κουνέλι που πάνω του ακουμπούσε το κεφαλάκι του ο γιός σου, πριν το πετάξει κάποιος στο σκουπιδοτενεκέ μαζί με τις σάπιες ντομάτες, να μεταμορφωνόταν σε γατόπαρδο!
Και επειδή πέρασε η ώρα, σ’ αφήνω να σκεφτείς, αφού ψάξεις τα συρτάρια σου και την σερβάντα της γιαγιάς σου και ν’ απαντήσεις στο τι είναι η πατρίδα μας τελικά;