Ενόσω η συζήτηση για την «επιστροφή στην κανονικότητα» φουντώνει, έρχεται στο προσκήνιο το ίδιο ερώτημα που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα από την αρχή της πανδημίας: ποιος παίρνει τις αποφάσεις για το άνοιγμα, το κλείσιμο, την καραντίνα, τα έκτακτα μέτρα και τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες που πληρώνουν περισσότερο ή λιγότερο το «μάρμαρο» της πανδημίας; Και αυτήν τη φορά, το ερώτημα είναι περισσότερο πιεστικό, γιατί τα λάθη και οι αστοχίες στη διαχείριση της πανδημίας διαδέχονται το ένα το άλλο. Συνεπώς, το ερώτημα «ποιος παίρνει τις αποφάσεις» μεταφράζεται σε απλά ελληνικά ως εξής: ποιος παίρνει και την τελική ευθύνη...
Οι επιστήμονες και η κυβέρνηση κινούνταν για καιρό σε παράλληλες πορείες, που όλα έδειχναν ότι δεν θα τέμνονταν. Όμως, εδώ και αρκετές εβδομάδες, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, καθώς οι πορείες της επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας και της κυβέρνησης έχουν αρχίσει να κινούνται σε τροχιά σύγκρουσης.
Οι καταλύτες των εξελίξεων
Επί της ουσίας, δύο γεγονότα που απασχόλησαν τη δημόσια σφαίρα και πυροδότησαν έντονη πολιτική αντιπαράθεση, φαίνεται πως έχουν επιδράσει καταλυτικά, ώστε να σταματήσει η «συναντίληψη» και η «κοινή πορεία» μεταξύ των επιστημόνων και της κυβέρνησης: το πρώτο ήταν οι αποκαλύψεις για το παράλληλο σύστημα καταγραφής κρουσμάτων μέσω ΕΟΔΥ. Καίτοι, εκ πρώτης όψεως, οι επιστήμονες της επιτροπής κάλυψαν την κυβέρνηση και δεν επιβεβαίωσαν παράλληλο σύστημα καταγραφής κρουσμάτων, οι πραγματικές αμφιβολίες για το τι πραγματικά συμβαίνει ουδέποτε διαλύθηκαν από τον δημόσιο διάλογο. Εξάλλου, η «σπουδή» που έδειξε το Μέγαρο Μαξίμου να «εξαφανίσει» τα συγκεκριμένα ρεπορτάζ, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έκτοτε ο επικεφαλής του ΕΟΔΥ, Παναγιώτης Αρκουμανέας, παραμένει άφαντος από τις ενημερώσεις του υπουργείου Υγείας, ενισχύουν όσους πιστεύουν πως στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει η παροιμία «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά».
Σαν να μην έφτανε αυτό, οι αποκαλύψεις –ή, τέλος πάντων, η δημόσια συζήτηση– περί «διπλών βιβλίων» στον ΕΟΔΥ πυροδότησε άλλη μία σοβαρή συζήτηση: το κατά πόσον μπορούν να παραμένουν εν κρυπτώ τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής των ειδικών στο υπουργείο Υγείας. Όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν το αντίθετο, αξιώνοντας να γνωρίζουν –και να ξέρει και η κοινωνία– τι εισηγούνται κάθε φορά οι επιστήμονες, αλλά και τι αποφασίζει η κυβέρνηση. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να γίνει το πολιτικό «ταμείο». Και, ενώ η αυτονόητη απάντηση μίας κυβέρνησης που δεν έχει να φοβηθεί ή να κρύψει τίποτα θα ήταν «όλα στο φως», το Μαξίμου και το υπουργείο Υγείας «έκοψαν» από την αρχή αυτήν τη συζήτηση, απορρίπτοντας διαρρήδην το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης των πρακτικών των συνεδριάσεων της επιτροπής του υπουργείου Υγείας.
Το δεύτερο γεγονός που άνοιξε μια συζήτηση με... πολύ μέλλον είναι οι δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη, που προκάλεσαν κυβερνητική τρικυμία: ο υπουργός Ανάπτυξης, ως γνωστόν, παραδέχθηκε δημοσίως ότι ενώ η κυβέρνηση είχε ακούσει λοιμωξιολόγους και άλλους επιστήμονες να λένε δημοσίως ότι η Θεσσαλονίκη είναι σε άσχημη επιδημιολογική κατάσταση και πρέπει να κλείσει πριν από την πανηγυρική δοξολογία του Αγίου Δημητρίου, «από σεβασμό στην Ορθοδοξία» το Μαξίμου επέλεξε να μην προχωρήσει σε περιοριστικά μέτρα. Όσο κι αν έπειτα ο υπουργός Ανάπτυξης επεχείρησε να τα «μαζέψει», εξηγώντας ότι αναφερόταν σε επιστήμονες που εμφανίζονται στα ΜΜΕ και όχι στα μέλη της επιτροπής του υπουργείου Υγείας, η ζημιά είχε ήδη γίνει: η αντιπολίτευση ζήτησε εξηγήσεις, οι γιατροί στη Θεσσαλονίκη –που έχουν βιώσει επί δίμηνο «σκηνικό Μπέργκαμο» με μετρημένες κλίνες ΜΕΘ στα δάχτυλα του ενός χεριού– ανέβηκαν στα κεραμίδια, ενώ ήρθαν στο προσκήνιο οι παλιότερες ενδείξεις πως στην πρωτεύουσα της Κεντρικής Μακεδονίας συνέβη κάτι σοβαρό: από τη μία οι πληροφορίες ότι ο περιφερειάρχης Απόστολος Τζιτζικώστας ζητούσε να κλείσει η πόλη πριν από την 26ξ Οκτωβρίου, από την άλλη οι (επίσης) «γαλάζιοι» αυτοδιοικητικοί Κυρίζογλου και Καϊτετζίδης που είχαν αξιώσει από την Πολιτεία να λάβει μέτρα νωρίτερα, όλα δείχνουν πως στη Θεσσαλονίκη έγιναν μοιραία λάθη, που «κόστισαν» περισσότερες από 600 ζωές. Αυτό, άλλωστε, ψάχνει ήδη και ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, που παρενέβη αυτεπαγγέλτως έπειτα από τις δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη και τις διαστάσεις που πήρε το θέμα.
Στους επιστήμονες ο «λίθος του αναθέματος»
Είναι αυτονόητο, λοιπόν, πως τώρα που η συζήτηση για τη Θεσσαλονίκη έχει «χοντρύνει», η ανάγκη για απονομή ευθυνών δεν μπορεί να διατηρήσει αυτήν τη «θολή» ατμόσφαιρα για την υποτιθέμενη συνεργασία της κυβέρνησης με τους επιστήμονες. Γιατί, όπως σε πολλές περιπτώσεις έχει φανεί, η επιτροπή του υπουργείου Υγείας και η κυβέρνηση δεν συνεργάζονται πάντα με τρόπο αγαστό. Αντιθέτως.
Συγκλίνουσες πληροφορίες, που πληθαίνουν όσο περνούν οι μέρες, θέλουν τα μέλη της επιτροπής των ειδικών να δυσφορούν ολοένα και περισσότερο αναφορικά με το πώς «διαχειρίζεται» η κυβέρνηση την ίδια την επιτροπή. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός, μιλώντας στον ΑΝΤ1, «έβαλε μπροστά» τους επιστήμονες και τους χρησιμοποίησε σαν «ασπίδα» για το θέμα της Θεσσαλονίκης, προκάλεσε αντιδράσεις μεταξύ των λοιμωξιολόγων. «Δεν είχαμε εισήγηση για μέτρα νωρίτερα», είχε πει χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, ρίχνοντας τον λίθο του αναθέματος στην επιτροπή των ειδικών και υπονοώντας ότι ήταν εκείνοι που δεν κατάφεραν να «δουν» νωρίτερα την επιδημιολογική επιβάρυνση της πόλης.
Οι κρυφές ενστάσεις και οι συνεδριάσεις κατόπιν εορτής
Άλλωστε, το πώς η Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να «κρυφτεί» πίσω από τους ειδικούς για το θέμα της Θεσσαλονίκης (που πολλοί στην κυβέρνηση φοβούνται ότι θα φέρει στο προσκήνιο ακόμη και ποινικές ευθύνες…) δεν ήταν η μόνη φορά που οι διαπρεπείς επιστήμονες αισθάνθηκαν εκτεθειμένοι. Επί της ουσίας, δεν ήταν λίγες οι φορές που η κυβέρνηση είτε ακολούθησε τις εισηγήσεις της… μειοψηφίας μελών της επιτροπής, είτε επέλεξε να αγνοήσει εν συνόλω τους λοιμωξιολόγους. Κι αυτό όταν δεν τους… υπαγόρευσε τις αποφάσεις που η ίδια θα ήθελε να καταλήξουν. Για παράδειγμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην προαναφερθείσα συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, κάλεσε δημόσια τους επιστήμονες να… αποφασίσουν άνοιγμα της αγοράς, υπενθυμίζοντάς τους πως τα επιδημιολογικά δεδομένα τούτες τις μέρες είναι καλύτερα από τα δεδομένα πριν από τα Χριστούγεννα, «όταν αποφασίσαμε να ανοίξουμε», όπως χαρακτηριστικά τόνισε. Αυτήν τη δημόσια «προτροπή» εξέφρασε, εξάλλου, δύο 24ωρα αργότερα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Χρήστος Ταραντίλης. Όλα αυτά, μέρες πριν από την προγραμματισμένη για την Παρασκευή συνεδρίαση της επιτροπής των ειδικών…
Μερικές ημέρες νωρίτερα, οι επιστήμονες υπέστησαν άλλη μία «ψυχρολουσία»: ήταν πρωί Σαββάτου όταν άνοιξαν τις τηλεοράσεις τους για να δουν «έκτακτες ανακοινώσεις» τού τότε κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα, ο οποίος ανακοίνωνε ότι «με εντολή Μητσοτάκη» αναστέλλεται η λειτουργία του λιανεμπορίου με click away και πως κλείνουν ξανά τα κομμωτήρια, τα κέντρα περιποίησης άκρων και τα βιβλιοπωλεία. Η ψυχρολουσία, μάλιστα, ήταν διπλή: πρώτον, επειδή οι ίδιοι όχι μόνο δεν είχαν εισηγηθεί, αλλά ούτε καν ενημερωθεί, την επαναφορά του σκληρού lockdown και, δεύτερον, επειδή το σκεπτικό που ξεδίπλωσε ο Στέλιος Πέτσας έλεγε πως ο πρωθυπουργός είχε αποφασίσει να αυστηροποιήσει την καραντίνα ώστε να… ανοίξουν τα σχολεία. Μόνο που ούτε αυτό το θέμα είχε έως τότε εξεταστεί στην επιτροπή μεταξύ των ειδικών! Και, σαν να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση έσπευσε να ανακοινώσει και συγκεκριμένη ημερομηνία –την περασμένη Δευτέρα, 11 Ιανουαρίου– πριν καν οι ειδικοί «επικυρώσουν», με συνεδρίασή τους, την εν λόγω απόφαση.
Και οι πιέσεις δεν τελειώνουν εκεί, αφού ήδη κυβερνητικά στελέχη έχουν αρχίσει να αναφέρονται στην «ανάγκη» να ανοίξουν και οι υπόλοιπες εκπαιδευτικές βαθμίδες – κάτι για το οποίο προσώρας τα μέλη της επιτροπής των ειδικών δεν φαίνεται να συζητούν, αν κρίνει κανείς από τις τοποθετήσεις λοιμωξιολόγων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Η «επικίνδυνη» σιωπή των λοιμωξιολόγων
Βεβαίως, για όλα τα παραπάνω, οι περισσότεροι επιστήμονες –ακόμη και οι πλέον «ομιλητικοί» στα ΜΜΕ– φροντίζουν είτε να τηρούν τα προσχήματα, είτε να μην αποκαλύπτουν τις διαφωνίες και τις ενστάσεις στο εσωτερικό της επιτροπής. Ωστόσο, αν κανείς σταχυολογήσει τις τοποθετήσεις ενός εκάστου εξ αυτών, θα βγάλει κρίσιμα και χρήσιμα συμπεράσματα: για παράδειγμα, πολλά μέλη της επιτροπής δεν ήταν πολύ… «ζεστά» με το άνοιγμα του τουρισμού και τα περισσότερα εξ αυτών ζητούσαν «υγειονομικό διαβατήριο» – ήτοι, αρνητικό μοριακό τεστ έως 72 ωρών για όλους τους τουρίστες που ήθελαν να αφιχθούν στη χώρα.
Ταυτοχρόνως, πολλοί επιστήμονες είχαν εξηγήσει δημοσίως ότι τα σχολεία δεν έπρεπε να ανοίξουν όπως έκλεισαν, ενώ περίσσευαν οι ενστάσεις και οι φόβοι και αναφορικά με τη λειτουργία των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς.
Όλα τα παραπάνω, όπως και οι σαφείς δηλώσεις πολλών στελεχών της επιτροπής που δεν κρύβουν τη διαφωνία τους με διάφορες κυβερνητικές αποφάσεις, δείχνουν ότι οι σχέσεις των δύο πλευρών ουδόλως ανέφελες είναι. Μόλις πρόσφατα, άλλωστε, ένας διαπρεπής καθηγητής και μέλος της επιτροπής παραλίγο να «τα βροντήξει» και ακύρωσε για μία εβδομάδα όλες τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του, όταν… είδε στην τηλεόραση πότε θα ανοίξουν τα σχολεία. Εξάλλου, στην εξίσωση μπαίνει και η διαρκής και παρατεταμένη σιωπή του Σωτήρη Τσιόδρα: ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος του υπουργείου Υγείας, που κατάφερε να αγγίξει την καρδιά της κοινής γνώμης και να πετύχει τη σωστή δοσολογία μεταξύ τού να μας καθησυχάσει για τον «αόρατο εχθρό» αλλά και να μας επιστήσει την προσοχή για τη σοβαρότητα της κατάστασης, δεν λέει να βγει ξανά στην πρώτη γραμμή. Καίτοι ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται νυχθημερόν για τη διαχείριση της πανδημίας, δεν έχει αναθεωρήσει την απόφασή του να σταματήσει τις ενημερώσεις ή το να εκτίθεται σε δημοσιογραφικές ερωτήσεις. Κι όλα αυτά, την ώρα που όσο διογκώνεται η συζήτηση για λάθη, ευθύνες, παραλείψεις, τόσο περισσότερο «επικίνδυνη» για τους ίδιους τους επιστήμονες είναι η σιωπή τους – αφού, μέσω αυτής, ουσιαστικά αναλαμβάνουν μερίδιο της ευθύνης που δεν τους αναλογεί.
Επιπροσθέτως, οι διαρκείς και επίμονες πληροφορίες περί διαφωνιών του Σωτήρη Τσιόδρα με τον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίζεται την πανδημία ουδέποτε διαψεύστηκαν. Και αυτό από μόνο του ίσως να λέει πολλά και να αποτελεί απλώς την κορυφή του παγόβουνου των διαφωνιών μεταξύ των επιστημόνων και της κυβέρνησης.