Στην περίπτωση της παραφιλολογίας περί πρόωρων εκλογών, ισχύει η περίφημη παροιμία «όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά». Το εκλογικό σενάριο, μ’ άλλα λόγια, που κατά καιρούς επανερχόταν στην επικαιρότητα, δεν ήταν βγαλμένο από τη φαντασία των δημοσιογράφων, αλλά προέκυπτε από συζητήσεις και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το σκεφτόταν –ή, τουλάχιστον, είχε δεχθεί πιεστικές εισηγήσεις προς την κατεύθυνση αυτή– τόσο για το καλοκαίρι του 2020, όσο όμως και για το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Βεβαίως, ειδικά σε ό,τι αφορά τη δεύτερη περίπτωση, η πανδημία είχε άλλα σχέδια και στα μέσα Σεπτεμβρίου, βοηθούντος και του τουρισμού, είχε καταστεί σαφές ότι η πανδημία παραμένει παρούσα στη χώρα. Εξάλλου, στα τέλη Οκτωβρίου ήταν που άρχισε η εφιαλτική κατάσταση στη Θεσσαλονίκη, η οποία λίγο έλειψε να βιώσει καταστάσεις τύπου Μπέργκαμο. Ως εκ τούτου, ακόμη και η σχετική συζήτηση, τόσο στο επίπεδο της πολιτικής εισήγησης όσο και στο επίπεδο της σεναριολογίας, ήταν απολύτως περιττή.
Τα επιχειρήματα
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, δεν συμμεριζόταν κάποια από τα επιχειρήματα των πολύ στενών συνομιλητών του. Κάποιοι του έλεγαν ότι όσο έχει την πολιτική κυριαρχία πρέπει να το εκμεταλλευθεί για να καταφέρει ένα ακόμη εκλογικό χτύπημα στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, με απώτατο στρατηγικό στόχο όχι τόσο το τέλος εποχής για την προεδρία Τσίπρα (καθώς είναι γνωστό πως ο πρώην πρωθυπουργός δεν αμφισβητείται από κανέναν και έχει την «πολυτέλεια» να επιλέξει εκείνος πότε θα θελήσει να κλείσει τον πολιτικό του κύκλο στην ηγεσία της Κουμουνδούρου), όσο την υπονόμευση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας. Με άλλα λόγια, η πραγματική επιθυμία του Μαξίμου θα ήταν να δημιουργηθεί μία διαλυτική κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό που θα οδηγούσε σε διαιρέσεις, αν αποδεικνυόταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα άντεχε μία ακόμη πολιτική ήττα. Στην περίπτωση αυτή, ο μόνος συγκροτημένος πόλος εξουσίας στη χώρα θα ήταν η Ν.Δ. και η κατάσταση στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς θα θύμιζε την κατάσταση με την πολυδιάσπαση του χώρου τη δεκαετία του ’50, πριν ενώσουν όλα τα κεντρογενή κόμματα τις δυνάμεις τους για να συγκροτήσουν την Ένωση Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Φυσικά, οι θιασώτες των εκλογών είχαν κι άλλα επιχειρήματα: επικαλούνταν την κυριαρχία τής Ν.Δ. στις δημοσκοπήσεις, για να προεξοφλήσουν ότι οι εκλογές θα ήταν «περίπατος» για το κυβερνών κόμμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανανέωνε εύκολα τη θητεία του, έχοντας κερδίσει έναν ή ενάμιση χρόνο. Συν τοις άλλοις, επειδή οι εκλογές θα ήταν διπλές, ο πρωθυπουργός θα είχε την ευχέρεια να «κάψει» την απλή αναλογική όσο έχει το πάνω χέρι στο πολιτικό σκηνικό και χωρίς να κινδυνεύσει από μία τυχόν απρόβλεπτη τροπή που θα μπορούσαν να πάρουν οι συζητήσεις κατά τους γύρους των διερευνητικών εντολών.
Η τελευταία ευκαιρία
Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας στη χώρα –που ακόμη και τώρα δεν έχει καν τεθεί υπό έλεγχο– αφαίρεσε από τον πρωθυπουργό κάθε περιθώριο για τέτοιου τύπου πολιτικές αποφάσεις. Άλλωστε, ο ίδιος έχει χρησιμοποιήσει πολύ ισχυρές διατυπώσεις για να αποκλείσει τις κάλπες, προεξοφλώντας ότι, αν οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές, θα ήταν ανακόλουθος και αναξιόπιστος.Κι όμως, αν ο σχεδιασμός της κυβέρνησης αποδώσει και η Ελλάδα, βοηθούσης της ζέστης και του προγράμματος εμβολιασμών, αφήσει οριστικά πίσω της την καραντίνα και τα περιοριστικά μέτρα, τότε το δίλημμα για τον πρωθυπουργό μπορεί να επανέλθει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι, σύμφωνα με πληροφορίες, θα επανέλθουν σίγουρα οι… επίμονοι θιασώτες των πρόωρων εκλογών. Αυτήν τη φορά, μάλιστα, όπως λένε κάποιοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο, όσοι θέλουν κάλπες θα επικαλεστούν ακόμη περισσότερα επιχειρήματα. Για παράδειγμα, πέραν όλων των προαναφερθέντων, οι δημοσκοπήσεις –κυρίως στα ποιοτικά τους ευρήματα– δείχνουν ότι ο κύκλος της φθοράς για την κυβέρνηση έχει ανοίξει. Βεβαίως, αν κοιτάξει κανείς τους «σκληρούς» εκλογικές δείκτες, δηλαδή την πρόθεση ψήφου, την «ψαλίδα», την –παραδοσιακά αδιάψευστη– παράσταση νίκης κ.λπ., προφανώς και δεν θα δει έναν πρωθυπουργό που απειλείται. Όμως, θα δει έναν πρωθυπουργό που έχει την τελευταία του ευκαιρία να επιβάλει ο ίδιος τον ρυθμό των εξελίξεων. Η προϊούσα φθορά που ήδη επωμίζεται η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με το άδηλο νέο οικονομικό και κοινωνικό τοπίο που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, ενδεχομένως να κρύβουν πολλές εκπλήξεις για το Μέγαρο Μαξίμου. Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθούν οι πρώτες εκτιμήσεις που δείχνουν ότι η χώρα δεν θα πάει τόσο καλά στο πεδίο του τουρισμού όσο προσδοκούν στο πρωθυπουργικό και στο οικονομικό επιτελείο, τότε ο χειμώνας που θα έρθει σίγουρα δεν θα θυμίζει σε τίποτα τους δύο προηγούμενους. Ο πρωθυπουργός, λοιπόν, όσο κι αν από πλευράς ιδιοσυγκρασίας δεν ανήκει στους «τζογαδόρους» της πολιτικής, είναι σαφές πως θα έρθει αντιμέτωπος με τις ίδιες πιεστικές εισηγήσεις, οι οποίες θα συνοδεύονται από… περισσότερα επιχειρήματα αυτήν τη φορά. Και τότε θα κληθεί να απαντήσει σε αυτό το δίλημμα, γνωρίζοντας ότι η απόφαση που θα πάρει θα σφραγίσει το πολιτικό του μέλλον.