Η Νίκη Κεραμέως επιχειρεί να ανοίξει όλη τη βεντάλια των θεμάτων στο υπουργείο Παιδείας, μεσούσης της πανδημίας, αδιαφορώντας για τον αδιάψευστο πολιτικό νόμο της Μεταπολίτευσης, ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές αποτελούν καταλύτη και προάγγελο για πολιτικές εξελίξεις.
Η μεταπολιτευτική μας ιστορία βρίθει ανάλογων παραδειγμάτων, που είτε οδήγησαν σε αλλαγή φρουράς στο Μέγαρο Μαξίμου είτε συνέβαλαν σε αυτή, όταν το «μέτωπο της Παιδείας» μετέτρεψε πολλές κυβερνήσεις σε… «πολυτραυματίες» πολέμου. Από τη μάχη για τον «815» στις διαδηλώσεις για τον αντιδραστικό νόμο Κοντογιαννόπουλου και από το «κάτσε καλά, Γεράσιμε» για τον αείμνηστο Γεράσιμο Αρσένη στη «γενιά του άρθρου 16» και στις μάχες κατά του «νόμου Διαμαντοπούλου», ο χώρος της Παιδείας ήταν πάντοτε ένας πολύ ευαίσθητος και λεπτομερής «αισθητήρας» για τα υπόγεια ρεύματα που έτρεχαν στην ελληνική κοινωνία.
Όλα τα θέματα στο «τραπέζι»
Και αν οι προηγούμενες κινητοποιήσεις είχαν γίνει μόνο για νομοθετικές πρωτοβουλίες που άλλαζαν το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ ή μόνο για το πλαίσιο και το καθεστώς λειτουργίας των ίδιων των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αυτήν τη φορά η υπουργός Παιδείας επιχειρεί να τα βάλει όλα στο «τραπέζι», παίζοντας επί της ουσίας ένα παιχνίδι «διαίρει και βασίλευε» προς την ακαδημαϊκή κοινότητα – και δη προς τη Σύνοδο των Πρυτάνεων. Με άλλα λόγια, η ίδια παρουσιάζει ως «πακέτο» μία σειρά αλλαγών και, την ώρα που κάποιες ρυθμίσεις της συναντούν την αντίδραση πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων, η ίδια έρχεται με άλλες παρεμβάσεις της να «γλυκάνει» τους ίδιους τους ακαδημαϊκούς: σε απλά ελληνικά, από τη μία ετοιμάζεται να νομοθετήσει, μαζί με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, την ίδρυση και λειτουργία της «πανεπιστημιακής αστυνομίας» εντός των ΑΕΙ, από την άλλη όμως «εξευμενίζει» τους πρυτάνεις ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα της ακαδημαϊκής κοινότητας: τη συμμετοχή των ΑΕΙ στον καθορισμό των βάσεων – δηλαδή στο ποιοι και πόσοι θα εισέρχονται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Σημειωτέον πως αυτό το πάγιο αίτημα της ακαδημαϊκής κοινότητας –ή, καλύτερα, του συντηρητικού κατεστημένου που κυριαρχεί στην πανεπιστημιακή κοινότητα– δεν είχε τολμήσει να το νομοθετήσει κανείς υπουργός Παιδείας και καμία κυβέρνηση στο παρελθόν, είτε για στοιχειώδεις κοινωνικούς λόγους, είτε γιατί συνεπάγεται μεγάλο πολιτικό κόστος. Κι αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: διότι με αυτά που ζητούν οι πρυτάνεις και ετοιμάζεται, ασμένως, να νομοθετήσει η Νίκη Κεραμέως, ουσιαστικά το 20 με 30% των εισακτέων στα Πανεπιστήμια θα «κόβεται». Μιλάμε, σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, για περίπου 20 με 30.000 υποψηφίους, που με τις ρυθμίσεις που «ψήνει» το υπουργείο Παιδείας δεν θα έχουν μοίρα στον ήλιο της ανώτατης εκπαίδευσης, μέσω πολλών «δικλίδων» ασφαλείας. Η κυριότερη θα αφορά εκείνους που δεν θα «πιάνουν» τη «βάση» που θα καθορίζουν τα ίδια τα ΑΕΙ μέσω του «διπλού μηχανογραφικού» που θα καταρτίζουν από τον προσεχή Αύγουστο οι υποψήφιοι φοιτητές. Αυτό το σύστημα θα έχει ως αποτέλεσμα να «ανοιγοκλείνει» η στρόφιγγα των εισακτέων, κατά τα γούστα και τις προτεραιότητες των Συγκλήτων των Πανεπιστημίων – που, ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια ζητούν μείωση του αριθμού των φοιτητών και καταγγέλλουν «υπερπληθυσμό» στο εσωτερικό των ΑΕΙ.
Νέο τοπίο και αλλαγή κοινωνικού μοντέλου
Βεβαίως, η αλήθεια είναι πως σε αρκετά από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα η αναλογία καθηγητών προς φοιτητές δεν είναι ιδιαιτέρως βοηθητική για την εκπαιδευτική διαδικασία. Ωστόσο, αυτονοήτως, αυτό είναι ένα θέμα που μπορεί να λυθεί χωρίς να προκαλέσει κοινωνικά τραύματα και αναταραχή: με προσλήψεις περισσότερων καθηγητών και γενικώς μελών ΔΕΠ, με αύξηση της χρηματοδότησης των ΑΕΙ, με επένδυση σε καλύτερες και μεγαλύτερες υποδομές, προκειμένου τα ελληνικά Πανεπιστήμια να μπορέσουν να «σηκώσουν» το βάρος όλων όσοι ενδιαφέρονται να γίνουν μέρος τους.
Αντιθέτως, το υπουργείο Παιδείας επιχειρεί να λύσει το συγκεκριμένο ζήτημα σαν να είναι Γόρδιος Δεσμός: «κόβοντας», δηλαδή, τα όνειρα δεκάδων χιλιάδων παιδιών που θέλουν να γίνουν ακαδημαϊκοί πολίτες. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι το βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιεί τόσο η υπουργός Παιδείας όσο και ο πρωθυπουργός για να υπερασπιστεί τις προωθούμενες αλλαγές είναι πως «το 30% των φοιτητών δεν αποφοιτά»…
Σημειωτέον πως το ζήτημα έχει και αμιγώς κοινωνική διάσταση και αποτελεί, επί της ουσίας, αλλαγή κοινωνικού μοντέλου, αν συνυπολογίσει κανείς τον πολύτιμο ρόλο των ακαδημαϊκών μας ιδρυμάτων στην κοινωνική διαδικασία: τα ΑΕΙ θεωρούνται ο καλύτερος και αποτελεσματικότερος φορέας «κοινωνικής κινητικότητας», καθώς μέσω των Πανεπιστημίων ανοίγουν απείρως περισσότερες ευκαιρίες για τους αποκλεισμένους, για τους «μη προνομιούχους» και για εκείνους που, αν δεν διάβαιναν το κατώφλι του ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστημίου, θα ήταν εν πολλοίς υποχρεωμένοι να παραμείνουν στην ίδια κοινωνική «τάξη» και εισοδηματική κατηγορία με τους γονείς τους. Το θέμα, μ’ άλλα λόγια, δεν είναι μόνο πόσοι θα μπουν, πόσοι θα πάρουν πτυχία, πώς θα «βγουν» στην αγορά εργασίας και πού θα καταλήξουν, αλλά επεκτείνεται στον ίδιο τον ρόλο του Πανεπιστημίου για τη διαμόρφωση κοινωνικών τάξεων και ρευμάτων, αλλά και κάθε νέας «γενιάς»: τον ρόλο «ασανσέρ» που έχουν τα ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Καζάνι που βράζει
Βεβαίως, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί το συντηρητικό κομμάτι του ακαδημαϊκού κατεστημένου να «καλοβλέπει» τις νομοθετικές πρωτοβουλίες Κεραμέως, ωστόσο ο συνδυασμός των ρυθμίσεων για τους εισακτέους με την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας αποτελεί σημείο τριβής με πολλούς εξ αυτών και έρχεται να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά που ήδη «σιγοκαίει» στο μέτωπο της Παιδείας. Εξάλλου, είναι σαφές ότι αν δεν βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η καραντίνα και αν δεν υφίστατο ο φόβος της πανδημίας, οι ρυθμίσεις Κεραμέως θα είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο μαζικών φοιτητικών συλλαλητηρίων και πανεκπαιδευτικών συγκεντρώσεων – η συγκέντρωση της περασμένης εβδομάδας ήταν «μόνο η αρχή», όπως λένε φοιτητές-συνδικαλιστές από πολλά Πανεπιστήμια της πρωτεύουσας.
Συναγερμό, μεταξύ άλλων, έχουν προκαλέσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα οι διαρροές και οι αποκαλύψεις ότι οι «πανεπιστημιακοί αστυνομικοί» θα φέρουν κάποιου είδους οπλισμό, αλλά και πως στα υπόγεια των ανώτατων ιδρυμάτων θα υπάρχει… οπλοστάσιο για τις «δύσκολες στιγμές»: ήδη, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε την κυβέρνηση πως «παίζει με τη φωτιά», ενώ το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν έχει διαψεύσει κατηγορηματικά και με ξεκάθαρο τρόπο την πληροφορία που είδε το φως της δημοσιότητας περί «οπλοστασίου» των Αστυνομικών στα ΑΕΙ. Αντιθέτως, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη ανέφερε πως στην εξάρτυση των αστυνομικών των πανεπιστημίων θα περιλαμβάνεται και οπλισμός: «Θα φέρουν μία σειρά από όπλα ατομικής προστασίας ούτως ώστε να προστατεύουν τον εαυτό τους αν δεχτούν επίθεση», ανέφερε στον ΣΚΑΪ ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, προαναγγέλλοντας ότι οι εν λόγω αστυνομικοί «θα έχουν δικαίωμα να κάνουν συλλήψεις εντός πανεπιστημίων, να συντάσσουν δικογραφίες και να παραπέμπουν στον εισαγγελέα».
Αντιδράσεις παντού και από όλους
Ωστόσο, το ενδιαφέρον είναι πως, παρ’ ότι το μέτωπο των πρυτάνεων είναι διασπασμένο και η υπουργός Παιδείας δεν είναι αντιμέτωπη με «τοίχο», το κύμα των αντιδράσεων τείνει να εξελιχθεί σε τσουνάμι.
Εκτός των πολιτικών αντιδράσεων (την Τρίτη ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχε τηλεδιάσκεψη με τους πρυτάνεις καταγγέλλοντας την κυβέρνηση ότι «προσλαμβάνει αστυνομικούς και μειώνει τους εισακτέους», ενώ το νομοσχέδιο Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη καταδικάζουν ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ και ΜέΡΑ25), η υπουργός Παιδείας βρίσκει απέναντί της από αστυνομικούς μέχρι πολλούς πανεπιστημιακούς.
Η ΠΟΑΣΥ, με μία ηχηρή παρέμβασή της, που επί της ουσίας αποτελεί κόλαφο για τους συναρμόδιους υπουργούς, απορρίπτει τις σκέψεις Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Συγκεκριμένα, οι αστυνομικοί και η ένωσή τους εκφράζουν την «την κάθετη αντίθεσή της στον τρόπο με τον οποίο η Κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει ένα χρόνιο φαινόμενο υπαρκτών σοβαρών και επικίνδυνων παραβατικών συμπεριφορών εντός των πανεπιστημιακών σχολών και των εγκαταστάσεών τους σε όλη τη χώρα». Επιπροσθέτως, η ΠΟΑΣΥ επισημαίνει με έμφαση πως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει το σώμα «φύλαξης» να υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ. ή να στελεχώνεται από αστυνομικούς: «Πρόταση και θέση της Ομοσπονδίας ήταν και είναι ότι η προβλεπόμενη από το υπό διαβούλευση Άρθρο 13, “Σύσταση Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων”, δεν πρέπει να σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα ισχύοντα για τη λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας, πολύ περισσότερο δε, η νέα αυτή Υπηρεσία δεν πρέπει να υπάγεται σε αυτήν ούτε να στελεχώνεται από αστυνομικούς». Το νέο σώμα φύλαξης «πρέπει εξ ολοκλήρου να χρηματοδοτείται, να καθοδηγείται και να ελέγχεται από τους πανεπιστημιακούς φορείς και τις πρυτανικές αρχές, οι οποίες πρέπει να έχουν την ευθύνη για τη δράση της, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα από το “αυτοδιοίκητο” – ειδικό καθεστώς λειτουργίας των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στη χώρα μας», τονίζει η ΠΟΑΣΥ, προσθέτοντας ότι τα στελέχη τού εν λόγω σώματος «δεν πρέπει να οπλοφορούν, ούτε με τη δράση τους να δημιουργούν ψευδεπίγραφη εικόνα αστυνομικής λειτουργίας και σύγχυση στον πολίτη όσον αφορά στις κύριες αρμοδιότητες και στην αποστολή αφενός της Ελληνικής Αστυνομίας και αφετέρου των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων».
Πυρά κατά του νομοσχεδίου εξαπέλυσε και η εκτελεστική επιτροπή της ΑΔΕΔΥ, όπως και η Ομοσπονδία Διοικητικού Προσωπικού Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «επιδιώκει με συνοπτικές διαδικασίες να υλοποιήσει τους απαράδεκτους σχεδιασμούς για τη δημιουργία αστυνομικού σώματος στα Πανεπιστήμια».
Σημειωτέον ότι οι αντιδράσεις έχουν φτάσει και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με ορισμένα, μάλιστα… περίεργα φαινόμενα: για παράδειγμα, η πρωτοβουλία πανεπιστημιακών των ελληνικών ΑΕΙ που «τρέχει» την καμπάνια «Όχι Αστυνομία στα Πανεπιστήμια» (και έχει συγκεντρώσει περισσότερες από 800 υπογραφές ακαδημαϊκών δασκάλων έως τώρα…) καταγγέλλει πως δέχεται συντονισμένη επίθεση «λογοκρισίας και απειλών στο facebook».
Επιπροσθέτως, τη διαφωνία τους με την «Πανεπιστημιακή Αστυνομία» εξέφρασαν και οι πρυτανικές αρχές πολλών ιδρυμάτων κατά τη Σύνοδο των Πρυτάνεων, με τους επικεφαλής του Παντείου και του Γεωπονικού, όπως επίσης και του Πολυτεχνείου Πατρών, να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά των ρυθμίσεων Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη. Ακόμη και η Σύγκλητος του ΕΚΠΑ χαρακτήρισε «αντισυνταγματική» τη φύλαξη των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων από φορείς που δεν ανήκουν και δεν υπάγονται στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Φυσικά, σε κατάσταση… «βρασμού» βρίσκονται και Φοιτητικοί Σύλλογοι, αφού ήδη στην Αρχιτεκτονική, στους Χημικούς Μηχανικούς και ΣΕΜΦΕ του Μετσόβειου Πολυτεχνείου αποφάσισαν τον αποκλεισμό της πολυτεχνειούπολης ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Όταν το παρελθόν… εκδικείται
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η «ιδέα» της φύλαξης των πανεπιστημίων και ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται έχει στοιχεία… τραγικής ειρωνείας για τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη: κι αυτό διότι ενώ σήμερα, εν έτει 2021, ο κ. Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός προσφέρει απλόχερα πολιτική στήριξη στη Νίκη Κεραμέως και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για να προχωρήσουν με την ίδρυση «πανεπιστημιακής αστυνομίας», το 2013, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, απέλυε 1.349 εργαζομένους φύλαξης στα 8 μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας – κάποια εκ των οποίων η κυβέρνηση τώρα περιγράφει ως «άντρα ανομίας» εξαιτίας της… έλλειψης φυλάκων.