Για πολλές δεκαετίες η ιδεοληψία ήταν η κυρίαρχη δύναμη και η παραπλανητική πυξίδα της ακολουθούμενης πολιτικής στην Ανώτατη Εκπαίδευση της Χώρας.
Κρατικιστικά κόμματα που θέλαν να στρατολογήσουν νέους οπαδούς, αριστερές φοιτητικές κινήσεις που θέλαν να εδραιώσουν την συνδικαλιστική τους κυριαρχία και κυρίως καθηγητικά κατεστημένα που κρύβονταν πίσω από τους δύο παραπάνω παράγοντες για να προστατέψουν τα συντεχνιακά τους συμφέροντα, έγιναν η αιτία να ματαιωθεί κάθε προσπάθεια για σπάσιμο του κρατικού μονοπωλίου στην Ανώτατη Εκπαίδευση με στόχο την παράλληλη ανάπτυξη ενός Μη Κρατικού-Μη Κερδοσκοπικού Πανεπιστημίου.
Η πρόταση που ως φοιτητές διαμορφώσαμε τη δεκαετία του 1980 και ουσιαστικά επιβάλαμε στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας ως κεντρική θέση της για την Αναθεώρηση του Συντάγματος από το 2001 μέχρι πρόσφατα το 2019, συστηματικά εμποδίστηκε αρχικά από το ΠΑΣΟΚ και τελευταία φορά από το ΣΥΡΙΖΑ.
Η μη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Ελληνικού Συντάγματος συνιστά μια χαμένη ευκαιρία τόσο για τα Ελληνόπουλα όσο και για την Ελλάδα. Η Πατρίδα μας έμεινε για ακόμη μια φορά εκτός της διεθνούς εκπαιδευτικής αγοράς και μάλιστα σε μια συγκυρία που αυτή διακινεί πάνω από 30 δις ευρώ το χρόνο και αυξάνεται κατά 7% ετησίως.
Χώρες χωρίς καμία εκπαιδευτική παράδοση, όπως η Τουρκία, η Τσεχία, η Βουλγαρία κλπ. αναπτύσσονται ραγδαία δημιουργώντας μία νέα πηγή για το ΑΕΠ τους και ένα σύγχρονο ανθρωποδίκτυο που θα ενισχύσει τη διεθνή τους θέση. Ακόμη και η μικρή Κύπρος πέτυχε μέσα σε 10 χρόνια να ενισχύσει πάνω από 6% το ΑΕΠ της από την Ιδιωτική Ανώτατη Εκπαίδευση, αξιοποιώντας το Ελληνικό επιστημονικό και φοιτητικό δυναμικό, προβάλλοντας ήδη στο ranking των πρώτων 300 plus πανεπιστημίων του κόσμου το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Παρά τις χαμένες ευκαιρίες ωστόσο το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα (ευτυχώς όχι όλο) δεν φαίνεται ούτε να ανησυχεί, ούτε να συμμορφώνεται. Επιμένει δογματικά σε μια παρωχημένη αντίληψη, διότι δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι τα διλήμματα έχουν μεταβληθεί. Ακόμα κι αν αύριο αυτόματα νομιμοποιούνταν το Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, ποιος επενδυτής θα ήταν αυτός που θα έμπαινε στην περιπέτεια της ελληνικής γραφειοκρατίας αδειοδότησης και στη μετωπική σύγκρουση με την ιδεοληψία συντεχνιακών ομάδων που θα οδηγούσαν σε απώλεια χρόνου και σπατάλη επενδυτικού κεφαλαίου;
Φαίνεται πλέον ότι ο μόνος τρόπος φυγής προς τα μπρος είναι τα Μικτά Πανεπιστήμια, δηλαδή η πιλοτική σύμπραξη Δημοσίου με Ιδιωτικό Τομέα στο χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, με τρόπο που σύμφωνα με μελέτη που έχω ήδη παρουσιάσει, δεν θα χρειάζεται αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, διότι θα είναι συμβατός με αυτό. Εδώ ακριβώς εστιάζεται η μετατόπιση των διλημμάτων. Συγκεκριμένα:
- Η αντιπαράθεση, αν θα είναι δημόσιος ή ιδιωτικός ο Φορέας που παρέχει εκπαιδευτικές υπηρεσίες σε ανώτατο επίπεδο, είναι πλέον σε όλο τον σύγχρονο κόσμο μια ξεπερασμένη αντιπαράθεση. Αυτό που έχει κυρίως σημασία είναι η ποιότητα και κυρίως η προσβασιμότητα στην Ανώτατη Εκπαίδευση για Όλους. Η υψηλή ποιότητα είναι το ζητούμενο για το σύνολο των σπουδαστών ανεξάρτητα αν φοιτούν σε δημόσιο ή ιδιωτικό Πανεπιστήμιο. Η προσβασιμότητα από την άλλη στο δημόσιο διασφαλίζεται για κάποιους αξιοκρατικά μετά τις πανελλαδικές εξετάσεις από την δημόσια δωρεάν παιδεία. Αυτό στα Ιδιωτικά ή τα Μικτά Πανεπιστήμια το εγγυάται ένα εκτεταμένο σύστημα υποτροφιών για τους καλύτερους. Αντίθετα σε όσους απέτυχαν στις εξετάσεις δίνεται η δυνατότητα να σπουδάσουν στην πατρίδα τους, αντί σε άλλη Χώρα προς όφελος τους και όφελος των οικογενειών τους. Αυτή η απελευθέρωση δημιουργεί πρόσθετες δυνατότητες διότι τα έσοδα του κάθε ιδρύματος αλλά και του Κράτους πολλαπλασιάζονται και από ξένους φοιτητές που επιλέγουν Ελλάδα με δίδακτρα, χωρίς να θίγεται η συνταγματική επιταγή για δωρεάν παιδεία σε όσους αξιοκρατικά το αξίζουν
- Το δεύτερο ξεπερασμένο δίλημμα είναι η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Όταν η Αριστερά έλεγε «5% για την Παιδεία», εννοούσε φυσικά τις δημόσιες δαπάνες. Θυμάμαι όμως, όταν το 2008 σε μια καλή περίοδο για την εθνική οικονομία επαναλαμβάνονταν αυτό το σύνθημα, τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια ήταν τα πέμπτα καλύτερα χρηματοδοτούμενα στην Ευρωζώνη από τις δημόσιες δαπάνες, αλλά τα τελευταία στους 28 της ΕΕ σε τζίρο, διότι εισέπρατταν ελάχιστα ή καθόλου έσοδα απευθείας από την αγορά. Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης από την αγορά προς ένα ΑΕΙ με ασθενή ή αδιάφορη διοίκηση, η οποία διέπετε συχνά από συντεχνιακή ή μικροκομματική νοοτροπία, ήταν ο κανόνας επί χρόνια στην Ανώτατη Εκπαίδευση και είναι στο χέρι μας να αλλάξει. Όταν το προσπαθήσαμε κάποτε, παρά τις αντιδράσεις, με τα διεθνή μεταπτυχιακά με δίδακτρα, πετύχαμε τα πρώτα αποτελέσματα που αντί να σταματήσουν από το ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να επεκταθούν και στον τομέα της έρευνας. Η συνολική ωφέλεια των Ιδρυμάτων δημοσίων και ιδιωτικών θα ήταν τεράστια για όλους τους φοιτητές, είτε εισήλθαν αξιοκρατικά στο σύστημα της δημόσιας δωρεάν παιδείας, είτε αγόρασαν ή πέτυχαν με υποτροφίες εκπαιδευτικές υπηρεσίες από τα Μικτά Ιδρύματα.
- Ένα σημαντικό, αλλά επίσης ξεπερασμένο δίλημμα είναι αυτό των κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωμάτων για τους αποφοίτους των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Η επί δεκαετίες κυρίαρχη αντίληψη θεωρούσε ως δικαιώματα αποκλειστικά τη δυνατότητα να διορίζεται κάποιος στο δημόσιο, υποτιμώντας τις θέσεις στον ιδιωτικό τομέα ή τα επαγγέλματα της ελεύθερης αγοράς. Αυτή η μονομερής προσέγγιση έχει ήδη αρχίσει να κλονίζεται, αν δει κανείς τις εργασιακές σχέσεις των υπαλλήλων πχ στον ιδιωτικοποιημένο ΟΤΕ και την κινητή τηλεφωνία γενικότερα, στις απελευθερωμένες μεταφορές, στις μεγάλες εταιρείες ενέργειας, μεταποίησης, τουρισμού, υγείας κλπ. Σταθερότερες δουλειές, υψηλότερες αμοιβές, γρηγορότερη εξέλιξη για τους άξιους, συχνά ποιοτικότερο εργασιακό περιβάλλον...
Τα διεθνή δεδομένα αλλάζουν ραγδαία. Αν η Ελλάδα παραμείνει προσκολλημένη στα παλιά πρότυπα, αργά ή γρήγορα θα την ξεπεράσει η πραγματικότητα. Αντίθετα αν σπάσει τις αλυσίδες της ιδεοληψίας και αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, αν επενδύσει πάνω στις αρετές των ανθρώπων που διαθέτει και εξελίξει έξυπνα ευέλικτα και πάντα ανθρωποκεντρικά το σύστημα της, τότε είναι σίγουρο ότι γρήγορα θα ανακτήσει τη θέση που της αξίζει διεθνώς, βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της και πρωταγωνιστώντας στα πεδία που υπερέχει, δηλαδή στην παιδεία και τον πολιτισμό.