Η μοίρα τα φέρνει μερικές φορές περίεργα. Κι αναρωτιέσαι πώς από το πιο ψηλό βουνό μπορείς να κατέβεις κάτω. Να κατρακυλήσεις. Να πέσεις από το πρώτο σκαλί στο τελευταίο. Να χάσεις όλα αυτά που με κόπο έχτισες, πιστεύοντας ότι σου ανήκει η ζωή και το σύμπαν, επειδή έχεις ταλέντο και υψηλές γνωριμίες.
Εκεί που είσαι ο θεός, που σε λατρεύουν όλοι, κάποιο σκοτεινό μυστικό ή ακόμη και η συκοφαντία να σε φέρουν από το πιο ψηλό σημείο του κάστρου στη διάλυση. Ένα-ένα τα κομμάτια σου να τα βάζουν στα δόντιά τους οι λύκοι, αυτοί που σε δόξασαν, γιατί δεν ήξεραν.
Κι αν είναι συκοφαντία, δεν το αντέχει το πετσί σου, θες να δικαιωθείς. Αν όμως δεν είναι; Ανοίγει η πόρτα και ξαφνικά ένας αγέρας σε παρασύρει από την κορυφή στον Άδη, να σε απειλεί το σκυλί με τα τρία κεφάλια, ζωντανό να σε ξεσκίσει. Από εκεί που είσαι ο βασιλιάς με το στέμμα στα ψηλά σαλόνια, από εκεί που όλοι σε θαύμαζαν, σε μια νύχτα σταματά η τύχη να σου χαμογελά.
Ο τροχός της Τύχης γύρισε. Και γύρισε για κακό. Όσα έκανες σε κυνηγούν. Και δεν είναι οι Ερινύες σου. Είναι το ψεύτικο προφίλ που παρουσίαζες. Αυτά τα όμορφα μάτια, τα παγερά, απέναντι σε κάθε αδύναμο πλάσμα. Αυτά τα πάθη τα ανομολόγητα, που αποθρασύνθηκαν με τον χρόνο. Αυτή η στάχτη στα μάτια, που έριχνες τόσα χρόνια, ξαφνικά ξεκαθαρίζει. Γιατί η βασιλεία μπορεί να φαίνεται ρόδινη, αλλά πάντα εμπεριέχει τον κίνδυνο του αποκεφαλισμού.
Η Τέχνη σώζει, αλλά δεν ξεπλένει τα πάντα. Δεν ξεπλένει τη βρωμιά. Υπάρχουν πλάσματα, που ψάχνουν στην Τέχνη τη λύτρωση. Μα, δεν τα καταφέρνουν. Γιατί η λύτρωση ξεκινά από μέσα.
Πριν από μερικά χρόνια, η υπόθεση του Μάικλ Τζάκσον συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Βγήκε στη φόρα η άβυσσος, η σκοτεινιά. Είχε δικαιολογία τον πατέρα τύραννο, μα έγινε ετούτος μεγαλύτερος.
Ένα μεγάλο ταλέντο στη μουσική, ένας διάολος για τα παιδιά, με βάση αυτά που βγήκαν στη φόρα μετά τον θάνατό του. Γκρεμίστηκε ο θρύλος από το βάθρο. Η καθαρίστρια, αυτή που έμπαινε στο σπίτι του, ήξερε πως δεν καθαρίζει τούτη η βρωμιά, όσα απορρυπαντικά κι αν βάλει. Αλλά κανείς δεν μιλούσε όταν έπρεπε. Κανείς, για να μη χάσει δικαιώματα ή γιατί φοβόταν. Κανείς, αφήνοντας τούτα τα παιδιά έρμαια στα αχαλίνωτα πάθη. Χαρακιές αδυσώπητες, πληγές που δεν κλείνουν, κι ένα μεγάλο γιατί για έναν κόσμο που βάζει στο στόχαστρο το άδικο.
Καθολική Εκκλησία, σκάνδαλα. Άλλοι κατέληξαν πρεζόνια. Στα χέρια του παπά το παιδί. Της μοναχής. Το σκοτεινό δίκτυο εδώ. Όρθιο. Έχει μάτια και βλέπει. Αρκεί ένα ζευγάρι μάτια. Κακοποιήσεις, βρεφών, νηπίων, παιδιών, άνω των 12, άνω των 15, πρόσωπα σημαίνοντα.
Θυμάμαι ν’ ακούμε φήμες ξανά και ξανά για έναν καθηγητή στην περιοχή μου. Όλοι ξέραμε ότι κάτι παράξενο παίζει. Κανείς δεν μίλησε, κανείς δεν τον κυνήγησε. Καλούσε αγόρια στο σπίτι του, για να τους δείξει τσόντες, μάθαμε μετά από 30 χρόνια. Με υψηλές γνωριμίες, να βάζει σε κουμπούρες 20άρια, γιατί ήταν όμορφα αγόρια. Κι ακούστηκε, 30 χρόνια μετά, ότι φιλούσε αγόρια στο στόμα. Γιατί απλά μπορούσε. Γιατί είχε κολλητούς υψηλά ιστάμενους και τ’ αγόρια ντρέπονταν εκείνη την εποχή να μιλήσουν. Έχει συγχωρεθεί, γι’ αυτό δεν μιλάω άλλο. Αλλά δεν ξέρω αν μπορέσουν να τον συγχωρέσουν όσοι έζησαν κοντά του. Δεν ξέρω μέχρι πού έφτασε.
Και τώρα εδώ, στην Ελλάδα, να βγαίνει λιγοστό το απόστημα, με το σταγονόμετρο, απλά γιατί στο θέατρο οι άνθρωποι εκτίθενται. Τι γίνεται με αυτούς που δεν εκτίθενται; Που φοβούνται πολύ;
Σπίτια, παιδιά, ενήλικες, λεκτική κακοποίηση, λεκτική βία, σεξουαλική παρενόχληση, σεξουαλική κακοποίηση, αποπλάνηση, σκλάβες τού σεξ, παιδιά μεταναστών να οδηγούνται ως πρόβατα επί σφαγή. Ο αφρός του κόσμου γεμάτος βρωμιά.
Μα, ετούτος ο κόσμος του Πολιτισμού τουλάχιστον έχει το θάρρος να ξεπλύνει την Κόπρο του Αυγεία. Να φύγει η βρωμιά της αυθεντίας, ο φόβος ότι δεν θα έχουν δουλειά αύριο. Γιατί η Τέχνη πρέπει να απελευθερώνει. Δεν θέλει χειριστικούς ανθρώπους κι αλλοτριωμένους. Περίεργους και τρελούς, που βαφτίζουν την τρέλα τους «αφοσίωση στην Τέχνη». Καμία αφοσίωση. Ψυχασθένεια σκέτη, όπως συμβαίνει και στη Δημοσιογραφία.
Η Τέχνη, τα Γράμματα θέλουν καθαρά πνεύματα. Να βλέπουν μπροστά. Δεν θέλουν ραγιαδισμό κι αρρωστημένους, που έκαναν την τέχνη να μυρίζει ζόφο. Η τέχνη είναι για να γεμίζει ελπίδα τις ψυχές, για να μας κάνει να ονειρευόμαστε, να αποκεφαλίζει μόνο τη μιζέρια μας…
Κανείς δεν μιλά για το πώς εκμεταλλευθήκαμε τα παιδιά που ήρθαν από ξένες χώρες. Ακόμη και τους ενήλικες, που για ένα κομμάτι τούς βάλαμε στο κρεβάτι μας, πηγαίνοντας συχνά κόντρα στο φύλο τους, αυτό, για να πάρουν ένα ξεροκόμματο ή ακόμη και τη δόση τους. Πόσοι μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτόν τον σκοτεινό κόσμο;
Πόσοι και πόσοι δεν το είχαν καύχημα να πάνε με τις κοπελιές που ήρθαν από τη Σοβιετική Ένωση. Εκεί επιστημόνισσες, εδώ οι μπαργούμεν, οι πουτάνες, για να κάνει καθένας τα γούστα του. Με το σαρδόνιο χαμόγελο του επιτυχημένου, που μπορεί…
Πόσοι τιμωρήθηκαν για κορίτσια που πήγαν να αυτοκτονήσουν από την ντροπή και ήρθαν από ξένες χώρες; Αυτά, που κλεισμένα στα σπίτια, περίμεναν όλους εκείνους τους ευυπόληπτους οικογενειάρχες…
Όπου δεν υπάρχουν επαγγελματίες του σεξ, το σεξ γίνεται χωρίς κανόνες. Όμως, ποιοι κανόνες και για ποιους; Στην εποχή της κρίσης, οι πληροφορίες λένε πως κοριτσάκια γδύνονται για λίγα ευρώ μπροστά στις οθόνες, το ίδιο και αγόρια που πλησιάζουν μεγάλες κυρίες. Χωρίς κανόνες.
Περάσαμε τα όρια ως κοινωνία. Τα μπλέξαμε όλα. Ξεχάσαμε την ιερότητα του σώματος. Ότι το να κυλιέσαι στο κρεβάτι είναι για να το ευχαριστηθείς εσύ κι ο σύντροφός σου, κι όχι το κάθε αρρωστημένο μυαλό.
Ο Γεωργουσόπουλος τα είπε καλά. Εθιστήκαμε στο στραβό, να το βλέπουμε ίσιο. Κι εμείς οι δημοσιογράφοι φταίμε. Την κάθε πυροβολημένη τη βαφτίσαμε «ντίβα». Το κάθε ψώνιο, σπουδαίο καλλιτέχνη. Την κάθε κακομοίρα τη βαφτίσαμε σταρ.
Τα επαγγέλματα του θεάματος ταυτίστηκαν με το ποιος πήγε με ποια, και άλλοι στην άκρη να χαχανίζουμε, για το πώς πήρε τη θέση η τάδε, ποιον γνωστό είχε ο τάδε, ο δείνα κ.ά. Και να βγαίνει το κάθε παχύδερμο της τηλεόρασης, όνομα και μη χωριό, με το κοριτσάκι των 25, που δεν έχει ιδέα, για να αποκτήσει εκπομπή. Και γυναίκες κι από τις δυο πλευρές, άλλες θύτες κι άλλες θύματα, οι ταλαιπωρημένες, που φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά και το μεροκάματο, και οι αριβίστριες, που αντέχουν το οποιοδήποτε βρώμικο χνώτο για να προχωρήσουν πιο γρήγορα, κόντρα σε κάθε ίχνος ηθικής.
Οι ιεραρχίες του σεξ, λοιπόν. Αυτές που δεν θα τις δείξει η τηλεόραση, παρά μόνο επιδερμικά. Γιατί δεν τη συμφέρει, πως έκαναν καριέρα μερικές από τις σταρλετίτσες, που δεν τις έπαιρνε ούτε ο Χάρος για εκπομπή.
Υπάρχουν κι αυτοί που δεν έχουν φωνή. Θυμάμαι έξω από το υπουργείο Γεωργίας κορίτσι, 20 χρονών ίσως και λιγότερο, να το διαπραγματεύεται γέροντας για 5 ευρώ. Έλληνας. Κι εκείνη φερμένη από κάποιο μέρος της Αφρικής, και πίσω της ο νταβατζής να περιμένει. Πίστες με τόσο πόνο, μπροστά στα μούτρα της εξουσίας, και να μην αγγίζει κανείς.
Κι ερχόμαστε στο θέατρο, στη δημοσιογραφία, παντού, όπου υπάρχει αίγλη. Θύτες και θύματα σε χορό διονυσιακό, να θυσιάσουν και να θυσιάζονται για το όνειρο, για την καριέρα, για τα ευρώ, τα παραπανίσια. Ένα βράδυ είναι, θα περάσει. Και το βράδυ να μυρίζει καταναγκασμό.
Δεν έμειναν όλες οι γυναίκες με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν είπαν όλες ναι. Άλλες έφυγαν και δεν έγιναν κάτι ποτέ. Τραγουδιστές που γνωρίζω, με ωραίες φωνές, να μένουν στα μετόπισθεν, γιατί «δεν κάθισαν εκεί που έπρεπε». Δύσκολα.
Μα, ποιες μανάδες μεγάλωσαν τούτα τα πλάσματα να μη σέβονται τις γυναίκες; Να μην τις εκτιμούν; Να μην τις αγαπούν; Ποιες μανάδες δεν σεβάστηκαν τον εαυτό τους, να μάθουν τους άνδρες που μεγαλώνουν να σέβονται τις ίδιες, τα παιδιά; Ποιες μανάδες γέννησαν πλάσματα, να κάθονται σε κάθε γερο-παραλή, για να πάρουν μία εκπομπή;
Πριν κάμποσα χρόνια γνώρισα στο Ηρώδειο, θαρρείς από σύμπτωση, τη μάνα ενός σκηνοθέτη-ηθοποιού από εκείνους που η βρωμιά έχει φτάσει στα σύννεφα. Δεν είχε ιδέα. Δεν άφησε από τα μάτια της το βλαστάρι της. Με ευγένεια, καμάρι, δίχως αλαζονεία, όπως κάθε μάνα, που βλέπει τον γιο της να διαπρέπει στο θέατρο. «Εσάς πως σας φαίνεται; Σας άρεσε η παράσταση;» «Ναι, μου άρεσε», της είπα κι έφυγε με ένα χαμόγελο γλυκό, από αυτό που έχουν οι μανάδες, όταν το παιδί τους πηγαίνει ψηλά, γιατί ούτε εγώ ήξερα.
Σκέφτομαι αυτή την ίδια μάνα, πώς νιώθει τώρα για τον γιο της, που τότε τον καμάρωνε και τώρα δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Τι λάθος έκανε, για να βγει τούτο το πλάσμα, το απίθανο, από τον κόρφο της. Να γεννήσει ένα τέρας στα σπλάχνα της και να πρέπει να το προφυλάξει από τα μάτια του κόσμου, που είναι έτοιμα να το λιντσάρουν. Κι όλους αυτούς κι όλες, που έτρεχαν να πάρουν κάτι από την αίγλη του, να έχουν λουφάξει. «Να τον δείχνετε μόνο του». Έτσι απλά. Η μοναξιά του τέλους…