Όπως προχωράει ο κόσμος και μεταμορφώνεται μέρα με την ημέρα εξωτερικά, έτσι συμβαίνει και εσωτερικά, χωρίς καν να το ξέρουμε. Αλλάζει το εσωτερικό μας τοπίο, μεταμορφώνεται και αυτό. Η κοινωνική μας ζωή δοκιμάστηκε (και δοκιμάζεται) από τον Μάρτιο του ’20. Η επαγγελματική μας ζωή το ίδιο. Τα χρήματα, για τους περισσότερους από μας, είναι λίγα. Η καθημερινότητα, όλον τον χειμώνα, παράξενη και εντελώς καινούργια. Η τέχνη, σε όλες της τις μορφές, στριμώχτηκε πολύ, η τεχνολογία προχώρησε με μεγάλη δυναμική και η ηλεκτρονική ζωή, η ζωή του διαδικτύου, έγινε η πρώτη μας κοινή αναφορά σαν κοινωνία. Ακόμα και η πολιτική έκανε ένα βήμα εμπρός, ένα μικρό βήμα ίσως, πάντως δεν είναι πια αυτή που ήταν μετά τις πρόσφατες δοκιμασίες – σε πολλά επίπεδα. Η σκέψη μας αλλάζει, γίνεται, με μικρά βήματα είναι αλήθεια, όλο και πιο «δική μας». Δεν αρκεί πια μια κραυγή, ένα φανατικό σχόλιο, μια «καταγγελία» στο Facebook, το Twitter, το Instagram και τις άλλες εφαρμογές για να αρπαχτούμε και να αγριέψουμε. Βλέπουμε πια καθαρά πόσο βιαστικά καταγγέλλεται ο δήμαρχος της Αθήνας από δυναμικούς influencers πως δεν έκανε το εμβόλιο γιατί είχε καπάκι η βελόνα και η νοσοκόμος στο ένα χέρι δεν φορούσε γάντι. Απορούμε, δεν το παίρνουμε πια σαν δεδομένο, γιατί δεν πιστεύουμε πια στους πολύ φορτισμένους influencers. Και ψάχνουμε, στο Google πρώτ’ απ’ όλα. Το fake φωνάζει, κραυγάζει, δεν πείθει κανέναν. Διασταυρώνουμε αυτό που γράφει ο φανατικός με τον αντίλογό του και εύκολα βγάζουμε άκρη. Κρίνουμε. Βγάζουμε, ανεπιθύμητα για τη μικροπολιτική, σαφή συμπεράσματα.
Έτσι αλλάζει και η πολιτική ζωή, στην ουσία της, από εμάς τους ίδιους. Αρχίζουμε να ζητάμε έργα, όχι λόγια και υποσχέσεις. Δεν είμαστε πια σαν εκείνους που συγκροτούσανε μάζες στις μυθικές συγκεντρώσεις του Κώστα Λαλιώτη. Αλλάξαμε. Ένα μεγάλο βήμα έκανε ο Κικίλιας, λέγοντας πως οι επιτροπές των λοιμωξιολόγων, που τόσο εκτιμήσαμε από την έναρξη της πανδημίας, δεν είναι δικό του έργο, δική του επιλογή. Τις βρήκε έτοιμες από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ακολούθησε το εντελώς απρόσμενο φλερτ του Άδωνι Γεωργιάδη (που μου ήταν μπετονιασμένα αντιπαθής χωρίς να έχω αναρωτηθεί ποτέ γιατί τόσο πολύ) με τον Νίκο Καρανίκα (που μου ήταν άλλο τόσο αντιπαθής, με τον ίδιο, αυτόματο τρόπο). Η (φαρμακευτική έστω) Ινδική Κάνναβις τους χαλάρωσε και τους δύο τόσο που όλοι, οι από εδώ και οι από εκεί, αναρωτηθήκαμε προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Ο Καρανίκας απεδείχθη πολύ πιο «μπροστά» στο συγκεκριμένο θέμα και ο Γεωργιάδης από καβγατζής και «ακροδεξιός» μεταμορφώθηκε σε κανονικό άνθρωπο – a very good sport μάλιστα. Και, το κυριότερο, με τις προσπάθειες του Ελληνικού Κράτους (που πρέπει να έχει συνέχεια όταν αλλάζουν οι κυβερνήσεις), η φαρμακευτική κάνναβις έγινε νόμιμη και αποδεκτή. Γιατί μία κυβέρνηση αποφάσισε να το προχωρήσει και η επόμενη αποδέχτηκε το λάθος της και το έκανε πράξη.
Είχαμε πάντα, το έχω ζήσει έντονα, την αγριεμένη εχθρότητα που μας ωθούσε να τα «αλλάζουμε» όλα μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Υπήρξαν ευτυχώς και οι εξαιρέσεις. Ο Γιάννης Στουρνάρας, π.χ., που ήταν υπουργός Οικονομικών από το ’12 έως τον Ιούνιο του ’14, οπότε έγινε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας – επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ο Τσίπρας δεν τον άγγιξε, το ίδιο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι ακόμα στη θέση του. Σαφώς υπάρχουν και άλλα παραδείγματα – αλλά ήταν λίγα. Τώρα πια αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως το Ελληνικό Κράτος έχει συνέχεια και κάποιες βασικές επιλογές στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική, τη διοίκηση στον δημόσιο τομέα κ.λπ., δεν έχουν λόγο ν’ αλλάζουν κάθε φορά που το εκλογικό σώμα μετατίθεται λίγο πιο ’δώ, λίγο πιο ’κεί. Εκεί εντάσσεται νομίζω και η προσπάθεια της Ντόρας Μπακογιάννη να κλείσει «υπερκομματικά» τον φάκελο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πολλές κυβερνήσεις επί πάρα πολλά χρόνια συνέβαλαν στο «να βρεθεί μια λύση». Έπεσε ο λαχνός στην κυβέρνηση του Τσίπρα να υπογράψει και να κλείσει το ζήτημα. Μια τέτοια συμφωνία δεσμεύει την Ελλάδα, όχι μόνο τους πολιτικούς που την υπέγραψαν. Κι έτσι, η Ντόρα Μπακογιάννη έγινε το «τρίτο κρούσμα» υγιούς αντίδρασης και συνέβαλε όπως όφειλε στην ανάγκη αυτού του τόπου να αποκτήσει συνέχεια – και να μη διαλύεται κάθε 4 ή 8 χρόνια από μικρότητες, εχθρότητες και πείσματα που μοιάζουν, πραγματικά πια, βαθιά επιπόλαιες αντιδράσεις.
Ξεκίνησα γράφοντας πως όλες οι μεταμορφώσεις που συντελούνται γύρω μας συντελούνται και μέσα μας. Έχω τη βεβαιότητα πως η εχθρότητα και ο τυφλός κομματικός φανατισμός ανήκουν ήδη σε μιαν άλλη εποχή και χαρακτηρίζουν εκείνους που δεν έχουν καταλάβει πόσο έχουμε επιταχύνει το βήμα μας προς ένα καλύτερο και κοινό μέλλον. Αυτό συμβαίνει όλο και περισσότερο και στους άλλους τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής μας. Δεν υπάρχει πια λόγος να θυμώνουμε και να αγριεύουμε με όλους και με όλα. Μπορούμε να διαμορφώνουμε θέσεις και απόψεις στηριγμένες σε επιχειρήματα – και να δίνουμε τις μάχες μας όχι με γνώμονα το Εγώ μας και τι (νομίζουμε ότι) το συμφέρει, αλλά με γνώμονα το κοινό καλό. Γιατί, αν υπάρχει εχθρός, δεν είμαι ούτε εγώ, ούτε εσύ. Είναι αλλού και άλλος – και μέσα μας και έξω μας. Και καλό θα ήτανε να συνεργαστούμε εναντίον του και να μην του δίνουμε τη χαρά πως εχθρευόμαστε ο ένας τον άλλον.