Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΣΑΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Η αποδοχή είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή που θα μας οδηγήσει σε φωτεινούς δρόμους
Η ευτυχία μας είναι συνυφασμένη με την ικανοποίηση των αναγκών μας. Η ιεράρχησή τους και ο τρόπος με τον οποίο αναζητεί ο καθένας να τις ικανοποιήσει, εξαρτώνται από το στάδιο της εξέλιξής του. Εάν θέλουμε να τις βάλουμε σε σειρά, θα λέγαμε ότι οι βασικές μας ανάγκες αφορούν σε ό,τι μας κάνει να αισθανόμαστε ασφάλεια (υλικά αγαθά, σπίτι, σύντροφος, δουλειά), αξία (αγάπη, έγκριση των άλλων, επιτυχία, εξουσία), ελευθερία (να μην έχουμε δεσμεύσεις και να κάνουμε ό,τι μας αρέσει) και απόλαυση (καθετί που μας δημιουργεί ευχαρίστηση). Όταν έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε, τότε είμαστε ευτυχείς – και το αντίθετο.
Είναι απόλυτα λογικό και θεμιτό να έχουμε επιθυμίες. Το πρόβλημα προκύπτει, όταν αυτό που θέλουμε, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να είμαστε καλά. Έχουμε αναφερθεί σχετικά σε άλλο άρθρο για την διαφορά μεταξύ προτίμησης και προσκόλλησης. Εάν αυτό που μας λείπει, ή που φοβόμαστε ότι θα χάσουμε, μας δημιουργεί πόνο και άγχος, τότε είναι καθαρά δική μας επιλογή να αποφασίσουμε εάν θα το αφήσουμε ή εάν θα συνεχίσουμε να είμαστε εξαρτημένοι από αυτό.
Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, για να ικανοποιήσουμε την ανάγκη μας.
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μαθαίνουμε την τέχνη της αποτελεσματικής επικοινωνίας (μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό άρθρο με τίτλο: «Η τέχνη της επικοινωνίας») και της διαπραγμάτευσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουμε εξασκηθεί σε αυτό. Επιλέγουμε είτε να μην μιλάμε, επειδή φοβόμαστε την σύγκρουση και την απόρριψη εάν δεν ανταποκριθούν στο αίτημά μας, ή επειδή πιστεύουμε ότι όταν ζητάμε, δείχνουμε αδυναμία είτε κάνουμε επίθεση κατηγορώντας τους.
Επικοινωνώ την ανάγκη μου, δεν σημαίνει ότι ο άλλος είναι υποχρεωμένος να κάνει αυτό που εγώ θέλω, γιατί πολύ απλά μπορεί να έχει τελείως διαφορετική ανάγκη. Για παράδειγμα, εγώ μπορεί να παίρνω απόλαυση από την κλασική μουσική ακούγοντας Verdi και ο άλλος να θέλει να ακούει μόνο Βέρτη! Η λύση δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Διαπραγμάτευση σημαίνει: διατυπώνουμε αυτό που θέλουμε να ζητήσουμε, λέγοντας τι νιώθουμε, τι χρειαζόμαστε και τι πιστεύουμε, δίνουμε στον άλλο την ευκαιρία να απαντήσει και ακούμε αντίστοιχα τι χρειάζεται εκείνος. Στην συνέχεια βλέπουμε τι μπορεί να κάνει ο καθένας από τους δύο, σαν δείγμα καλής θέλησης. Δεν απορρίπτουμε ό,τι προτείνει. Προχωράμε σε μία συμφωνία, που πρέπει να είναι ρεαλιστική, για να μπορεί να τηρηθεί και από τα δύο μέρη. Δίνουμε ένα χρονικό περιθώριο, για να γίνει αυτό που συμφωνήσαμε. Μετά από κάποιο διάστημα ξανασυζητάμε πώς αισθανόμαστε, τηρώντας την συμφωνία που κάναμε, χωρίς επιθετική ή αμυντική συμπεριφορά. Βλέπουμε εάν χρειάζεται επαναπροσδιορισμός.
Το ίδιο ισχύει και όταν ο άλλος έχει κάτι ανάγκη από εμάς. Τον ακούμε, δεν διακόπτουμε, δεν κριτικάρουμε και θυμόμαστε πάντα ότι, όταν το «όχι» λέγεται μόνο και μόνο από αντίδραση ή για λόγους εξουσίας και επίδειξης δύναμης, δεν σημαίνει ελευθερία.