«Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται», είπε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Μεγάλες αλήθειες από έναν φιλέλληνα που μαγεύτηκε από την επανάσταση των ξυπόλητων, όπως τον είχε πληροφορήσει η Μαντώ Μαυρογένους.
Και πώς να μη συστέλλεται τούτος ο κόσμος της Ελλάδας, όταν διαβάζουμε ότι κάποιοι από αυτούς τους επαναστάτες διώχθηκαν ακόμη και έως θανάτου από τους «καλαμαράδες» που ήλθαν εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων της εποχής όταν είδαν πως τούτοι οι κλέφτες κι αρματολοί ξαπόστελναν τους κατακτητές από τη χώρα τους; Μίκραινε πάλι η ελεύθερη πατρίδα εξαιτίας τους.
Και ήταν τότε που ο Γέρος του Μοριά ούρλιαξε: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»
Διακόσια χρόνια μετά το 1821, είπαμε –ή μάλλον οι κυβερνήτες μας είπαν– να γιορτάσουμε την επέτειο της Επανάστασης των Ελλήνων με μεγαλοπρέπεια. «Μεγαλοπρέπεια» η μαγική λέξη. Πού δεν θα αφορούσε όμως τους Έλληνες πολίτες. Που θα αφορούσε μόνο την ελίτ. Και με προσκεκλημένους σήμερα τους εκπροσώπους –όλως τυχαίως(!)– εκείνων των ίδιων τριών μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν σε εμφυλίους το νεοσύστατο κράτος, αμέσως με το που ελευθερώθηκε η Πελοπόννησος κι ένα κομμάτι της Ρούμελης, εγκαθιδρύοντας μια μισητή δική τους βασιλεία στους νέους «υπηκόους» τους, στους «ιθαγενείς», όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τους κατακτημένους από τους εκείνους λαούς.
Ναι, καλή η δοξολογία στη Μητρόπολη –αλήθεια, ακόμη να αποσυρθεί ο αφορισμός της Επανάστασης και των επαναστατημένων από την Εκκλησία, αρχής γενομένης με τον αφορισμό του Ρήγα Φεραίου, 200 και πλέον χρόνια μετά;–, με τους ιερωμένους μέσα στα χρυσά τους άμφια να παίρνουν θέση δίπλα και μπροστά στους επισήμους. Οποία υποκρισία!
Καλή η στρατιωτική παρέλαση, για να μας θυμίσει πως είμαστε λεύτεροι πια, πως τώρα έχουμε όπλα για να διώξουμε τους εχθρούς, αν γίνει πόλεμος! Μόνο που στους πολέμους, πρώτη γραμμή ο λαός, κι εκείνοι κρυμμένοι στην ασφάλειά τους να δίνουν εντολές.
Καλή και η έπαρση της σημαίας στην Ακρόπολη με τον εθνικό ύμνο να τραγουδά η διεθνούς φήμης σοπράνο Αναστασία Ζαννή – και από κοντά η κα Μενδώνη, προφανώς περήφανη για την ιεροσυλία της στον πάλαι ποτέ ιερό βράχο, ζητιανεύοντας ένα ανείπωτο «μπράβο» για το «θεάρεστο» έργο της. Οποία δουλικότης!
Μόνο που όλα αυτά έγιναν για μας, χωρίς εμάς! Οι πολίτες φυλακισμένοι στα σπίτια τους να «απολαμβάνουν» τη γεύση από το δείπνο των επισήμων με κιμά γαρίδας μέσω τηλεόρασης, και με την κουζίνα τους άδεια ακόμη και από τον κλασικό για την ημέρα μπακαλιάρο σκορδαλιά.
Φιέστες, για τους «εκλεκτούς», τους λίγους, τους προνομιούχους. Οι δρόμοι και οι σταθμοί του Μετρό κλειστοί. Οι προετοιμασίες για την υποδοχή των υψηλών προσκεκλημένων είχαν πάρει φωτιά. Η πλατεία Συντάγματος γέμισε λουλούδια, που όμως η μυρωδιά τους δεν μπαίνει στα σπίτια μας μέσω TV. Η αστυνομία σε θέσεις μάχης ενάντια στον λαό, στον ίδιο ξυπόλητο λαό που πριν 200 χρόνια επαναστάτησε κατά των κατακτητών, των κατακτητών που και τότε οι προύχοντες υπηρετούσαν, όπως και τώρα, τους άλλους, τους από πάνω, τους αργυρώνητους.
Γιατί την Επανάσταση εκείνη δεν την έκαναν οι αξιωματούχοι. Την έκαναν κάτι ξυπόλυτοι τρελοί που μαζεύονταν κι έφτιαχναν ο καθένας τη δική του ομάδα, κι ύστερα έσμιγαν και γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών. «Μαζευτήκαμε οκτώ-εννιά, τα παιδιά μου, κάτι ξαδέλφια, κάτι ανίψια και μαζί με το άλογό μου εμείς οι τρελοί ήμασταν δέκα», όπως είπε ο Κολοκοτρώνης. Έτσι ξεκίνησε τούτη η Επανάσταση, από τον λαό για τον λαό, και όχι για τους κατσαπλιάδες.
«Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης», είπε με τη σειρά του ο Μακρυγιάννης, βλέποντας την πατρίδα να ματώνει στους πρώτους εμφυλίους μετά την Επανάσταση.
Σήμερα, τα ίδια θα έγραφε. Θα έβλεπε τον λαό «φυλακισμένο», κάτω από τις απειλές των λίγων και εκλεκτών, εκείνοι να γευτούν τις φιέστες, εκείνοι να καρπωθούν έναν αγώνα –που έγινε από τους πολλούς και όχι από τους λίγους–, εκείνοι να αλληλοσυγχαίρονται για το αίμα που άλλοι έχυσαν, σύγχρονοι φεουδάρχες πια, με τις ακριβές ενδυμασίες τους, με τα ακριβά αυτοκίνητά τους…
Σήμερα τα ίδια θα έγραφε και θα αναρωτιόταν πικραμένος και αηδιασμένος για ποιον λόγο πολέμησαν τότε, για ποια ελευθερία, για ποια δημοκρατία, για ποιον λαό, αφού λαός δεν υπάρχει πουθενά στην άδεια πρωτεύουσα, μόνο «ανθρώποι κακορίζικοι, εντός κι εκτός συνόρων».
Και σαν να μην περάσαμε από μνημόνια δέκα χρόνια, και σαν να μην πεθαίνουν την ίδια στιγμή πολίτες από την πανδημία, δεν θέλαμε μια λιτή και σεβάσμια επέτειο. Μια επέτειο που θα τιμούσε όπως άξιζε το αίμα εκείνων που θυσιάστηκαν το 1821 για την πατρίδα μας. Μια επέτειο χωρίς φανφάρες και κροκοδείλια δάκρυα του κάθε ντόπιου και ξένου φεουδάρχη. Μια επέτειο με έναν λαό στους δρόμους, με όλα τα υγειονομικά μέτρα λόγω πανδημίας, αλλά στους δρόμους, και όχι φυλακισμένο για άλλη μια φορά.
Όμως ένας λαός στους δρόμους μια τέτοια ημέρα ίσως –κανείς δεν ξέρει– ίσως γινόταν επικίνδυνος... Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν ήταν απλά μια αλλαγή καθεστώτος, είχε μέσα στον πυρήνα της τον ξεσηκωμό. Επικίνδυνες έννοιες, ειδικά σήμερα που αυτός ο λαός υποφέρει από την πανδημία, την ανεργία, την ανέχεια… Ένας λαός που θα συμμετείχε δυναμικά στην επέτειο για την ανεξαρτησία των 200 χρόνων σε μια Ελλάδα εξαρτημένη με τους Έλληνες ανελεύθερους, σίγουρα θα ήταν επίφοβος.
Εξάλλου, η εποχή των Κωλέττηδων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ή μήπως όχι;