Ο Σουλτάνος Ερντογάν και η αυλή του τροφοδοτούν καθημερινά την ένταση στη ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, σε βαθμό που κανείς να μην μπορεί να αποκλείσει ακόμα και το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου. Από την άλλη, στην Ελλάδα, συνεχίζουμε να μιλάμε για την ανάγκη ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας στην περιοχή, υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι δεν θα κάνουμε πίσω ούτε βήμα σε ό,τι αφορά στα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Και κάπου εκεί η κατάσταση περιπλέκεται λόγω - και – της ύπαρξης κατά τα φαινόμενα πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο βυθό, της συμμετοχής και εμπλοκής και άλλων κρατών αλλά και κολοσσών της ενέργειας στο παιχνίδι. Σε όλο αυτό το ομιχλώδες σκηνικό, η χώρα έχει ατού αλλά και ντεσαβαντάζ και στις συνεργασίες/συμμαχίες της αλλά και έναντι των αντιπάλων της.
Πίσω από τις πολεμικές κορώνες και τις απόπειρες του να επαναφέρει την απομονωμένη χώρα του στη διπλωματική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου μέσω πειρατικών πρωτοβουλιών, όπως το «δήθεν Μνημόνιο» με τη Λιβύη, υπάρχουν κάποιες μύχιες σκέψεις του Ερντογάν, που σχετίζονται τόσο με το μέλλον του όσο και το μέλλον της ίδιας της Τουρκίας. Έχοντας συνδυάσει την πολιτική παντοκρατορία του στη γείτονα τις δυο τελευταίες δεκαετίες με μια αξιοζήλευτη επιχειρηματική δραστηριότητα, στην οποία έχει «βιτρίνες» είτε μέλη της οικογένειας του είτε στενούς συνεργάτες του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει το «τερπνόν μετά του ωφελίμου» και στο στοίχημα της Ανατολικής Μεσογείου. Την επέκταση, δηλαδή, της σημερινής Τουρκίας με στόχο «τα σύνορα της καρδιάς» σε βάρος Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου σε συνδυασμό με μερίδιο από τον ορυκτό πλούτο που κρύβουν ελληνικά και κυπριακά οικόπεδα.
Η «Γαλάζια πατρίδα» κυριαρχεί στο εσωτερικό της γείτονος κρύβοντας κάτω από το χαλί τα οικονομικά και τα κοινωνικά προβλήματα. Οι… θεριακλήδικες δηλώσεις άλλοτε του υπουργού Ενέργειας, άλλοτε του Άμυνας ή του ακροδεξιού κυβερνητικού εταίρου καλύπτουν τις φωνές για Δικαιοσύνη και Ασφάλεια ή εκσυγχρονισμό των δομών του κράτους.
Η αλήθεια είναι ότι ο Ερντογάν και το καθεστώς του στηρίχθηκε στην άλλοτε εύρωστη οικονομία από την οποία αντλεί κοινωνική υποστήριξη, ιδίως από τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και εμπόρους, και τους επαγγελματίες του τουρισμού. Τώρα, όμως, το οικοδόμημα καταρρέει και το σύστημα Ερντογάν αναζητά νέες διεξόδους.
Ενεργειακά εξαρτώμενη με πολλές ανάγκες
Η Τουρκία δεν διαθέτει ενεργειακές πηγές και ως μεγάλη χώρα με εγχώρια αλλά και επενδυμένη από το εξωτερικό βιομηχανία έχει υψηλές ενεργειακές ανάγκες. Η εξάρτηση της από το ρωσικό και το αζέρικο φυσικό αέριο, το ιρανικό και ιρακινό πετρέλαιο της στοιχίζει πολύ ακριβά και αποτελεί πάγιο ζήτημα ο τρόπος εύρεσης κάλυψης αυτών των αναγκών από δικές της πηγές. Επί Ερντογάν αυτό το πρόβλημα είχε λυθεί μερικώς, όπως είχε αποκαλυφθεί από διεθνή μέσα ενημέρωσης αλλά και καταγγελθεί από την Ρωσία, μέσω της συναλλαγής με τους τζιχαντιστές και της προμήθειας λαθραίου πετρελαίου από τις υπό κατάληψη περιοχές του ISIS με πετρελαιοπαραγωγή στη Συρία και το Ιράκ. Βασικός κρίκος σε αυτήν την ιστορία και ο πρωτότοκος Μπιλάλ αλλά και ο γαμπρός Μπεράτ Αλμπαϊράκ, πρώην υπουργός Ενέργειας και Οικονομικών.
Συνεπώς στη νέα εποχή προκύπτει ως ενεργειακός μονόδρομος ο πλούτος της Μεσογείου για τον Ερντογάν, είτε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Είτε με το άγριο, περνώντας τους τουρκικούς τσαμπουκάδες, είτε με το καλό, ήτοι την συμμετοχή στις υπάρχουσες συνεργίες μέσω της έναρξης συζητήσεων. Γνωρίζοντες αναφέρουν πως το τελευταίο διάστημα υπάρχουν εισηγήσεις και εντός και εκτός τουρκικής επικράτειας, προς τον σουλτάνο να μετριάσει την πολεμική ρητορική και να μπει στη διαδικασία συνεννόησης με τις όμορες χώρες. Συνεχίζουν οι ίδιοι γνώστες της ενεργειακής πραγματικότητας, είναι αδύνατο στην Τουρκία να εισβάλει «από την πίσω πόρτα» στο Αιγαίο, δηλαδή μέσω συμμετοχής της Turkish Petroleum στα κοινοπρακτικά σχήματα έρευνας και εκμετάλλευσης, γιατί πρέπει να συμφωνήσουν τα δυο άλλα μέρη, δηλαδή η Total και τα ΕΛΠΕ, αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι «η Turkish Petroleum είναι μια σοβαρή εταιρεία στον χώρο, που έχει κάνει βήματα τα τελευταία χρόνια. Συνεργάζεται με όλες τις εταιρείες παγκοσμίως, διαθέτει πλέον υψηλή τεχνογνωσία και αυτό μπορεί να είναι το ανησυχητικό, ότι μπορεί να προχωρήσει μόνη της σε σεισμικές έρευνες όπου το επιθυμεί».