H Εθνική Πινακοθήκη ανοίγει συμβολικά τις πύλες της, για να υποδεχθεί τους επισήμους που καταφθάνουν στη χώρα μας για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. (Για το κοινό θα ανοίξει τις πύλες της όταν το επιτρέψουν οι υγειονομικές συνθήκες σχετικά με την πανδημία.)
«Ελλάς ευγνωμονούσα», «Έξοδος του Μεσολογγίου», και «Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι», είναι τα πρώτα τρία έργα του Θεόδωρου Βρυζάκη, που θα δουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι με την είσοδό τους στη Νέα Εθνική Πινακοθήκη, ειδικά στον πρώτο όροφο όπου θα εκτίθεται ένα μεγαλοπρεπές αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από το 1821 από Έλληνες και ξένους ζωγράφους με θεματολογία την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Η Εθνική Πινακοθήκη αρχικά είχε στεγαστεί στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου σ’ έναν μικρό χώρο του πρώτου ορόφου, το 1900, όπου παρέμεινε μέχρι το 1941. Η αρχική σκέψη ανήκε στον Βαυαρό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε που το 1836 είχε εκπονήσει μια μελέτη για ένα «Παντεχνείον» που θα στεγάζει τις αρχαιολογικές συλλογές, το Σχολείο των Τεχνών αλλά και μια Πινακοθήκη, ενώ το 1878 έχουμε την πρώτη μικρή συλλογή έργων ζωγραφικής.
Καθοριστικός παράγοντας στάθηκε ο Αλέξανδρος Σούτσος, που το 1897 κληροδότησε την κινητή και ακίνητη περιουσία του, όπως και τη συλλογή έργων τέχνης και νομισμάτων του, στο ελληνικό κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών». Τρία χρόνια αργότερα, ιδρύεται η Εθνική Πινακοθήκη με τον νόμο ΒΨΛΔ΄ «Περί μισθού του εφόρου της εν Αθήναις Πινακοθήκης» (10/4/1900) και το Βασιλικό Διάταγμα «Περί κανονισμού της Εθνικής Πινακοθήκης» (28/6/1900).
Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα έργα της Εθνικής Πινακοθήκης συσκευάστηκαν σε κιβώτια και μεταφέρθηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπως και πολλές άλλες αρχαιότητες, προκειμένου να μην τα βρουν οι ναζιστές.
Το 1952 θα βρει την Εθνική Πινακοθήκη στην οδό Κολοκοτρώνη 11. Το 1954 γίνεται η συνένωσή της με το κληροδότημα Αλέξανδρου Σούτσου –εξ και η διπλή ονομασία– κάτι που συνέβαλε στην ανάπτυξή της. Το 1976 ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε το σημερινό κτίριο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Το 2000, με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων της, το ίδρυμα «Σταύρος Σ. Νιάρχος» ανακαινίζει τις αίθουσες των μόνιμων συλλογών και κυκλοφορεί τον επετειακό τόμο «100 χρόνια Εθνική Πινακοθήκη: Τέσσερις αιώνες ελληνικής ζωγραφικής».
Το 2012 έχουμε τη μεγάλη κλοπή των έργων «Γυναικείο κεφάλι» του Πικάσο, «Μύλος» του Πιετ Μοντριάν, και ένα σχέδιο σε χαρτί, των αρχών του 17ου αιώνα, που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
Το 2013, το κεντρικό κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης επί της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου 50 κλείνει και ξεκινούν εργασίες επέκτασης.
Σήμερα, το κτίριο της Νέας Εθνικής Πινακοθήκης, βρίσκεται τοποθετημένο στην ανακαινισμένη στέγη του. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κτίριο διπλάσιας έκτασης από το προηγούμενο (που ήταν 11.040 τ.μ.), με εντυπωσιακές γυάλινες προσόψεις και εγκαταστάσεις αντάξιες των διεθνών προδιαγραφών. Με τη δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», αλλά και μετά από πολλές παλινδρομήσεις οκτώ και πλέον ετών, σε σχέση με το προηγούμενο κτίριο της Πινακοθήκης, που ήταναρχιτεκτονικό έργο των Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, οι νέες εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν με έναν επιπλέον όροφο προς τα πάνω και τρία επίπεδα προς τα κάτω. Στο εσωτερικό του, το κτίριο διαθέτει σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης, αμφιθέατρο 350 θέσεων, χώρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων, δύο πωλητήρια, σαλόνι ψηφιακής πληροφόρησης αλλά και βιβλιοθήκη δύο ορόφων, καθώς και δύο καφέ-εστιατόρια, με το δεύτερο στο τελευταίο επίπεδο του κτιρίου με θέα ολόκληρη την Αθήνα.