Η απόσταση ανάμεσα στην Αθήνα και την Αλ Ούλα ξεπερνά τα 2.500 χιλιόμετρα. Ωστόσο, οι εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας στην ιστορική πόλη της Σαουδικής Αραβίας επηρεάζουν άμεσα τη χώρα μας, θέτοντας νέα δεδομένα στις πολύπλοκες ισορροπίες της Μέσης Ανατολής.
Η επαναπροσέγγιση Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας, στην πραγματικότητα έρχεται να θέσει νέες προκλήσεις στην ελληνική διπλωματία, καθώς οι παραδοχές του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ., που ήθελαν τον αραβικό κόσμο διασπασμένο και διχασμένο, μοιάζουν παρωχημένες. Κυρίως όμως θέτουν εν’ αμφιβόλω τη βεβαιότητα της ελληνικής πλευράς πως η Τουρκία είναι απομονωμένη από τον άξονα Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας.
Συνεπώς, η άμεση ανάλυση των νέων δεδομένων, και η προσπάθεια κατανόησης του νέου υπό διαμόρφωση περιβάλλοντος στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία… αν δεν θέλουμε να βρεθούμε για ακόμα μια φορά με την πλάτη στον τοίχο.
Η απειλή του Ιράν… τους ένωσε
Μετά από τέσσερα χρόνια κρίσης, Σαουδική Αραβία και Κατάρ αποφάσισαν να βάλουν τέλος στον «εμφύλιο πόλεμο» των Χωρών του Κόλπου, ενώνοντας τις δυνάμεις τους απέναντι στις κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν.
«Σήμερα χρειάζεται να ενώσουμε τις προσπάθειές μας για να δώσουμε ώθηση στην περιοχή μας και να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις γύρω μας, ιδιαίτερα τις απειλές από το πυρηνικό πρόγραμμα του ιρανικού καθεστώτος, από τους βαλλιστικούς πυραύλους της Τεχεράνης αλλά και από τα καταστροφικά εγχειρήματα των Ιρανών και των συμμάχων τους», δήλωσε μεταξύ άλλων ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν.
Ο διάδοχος όμως του θρόνου του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας δεν σταμάτησε εκεί, και ευχαρίστησε δημόσια τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μπαχρέιν για τη διαμεσολάβησή τους στην επίτευξη της συμφωνίας αυτής.
Το ιστορικό της ρήξης
Η ρήξη Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες αντιπαραθέσεις στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο.
Το 2017, όταν ο εμφύλιος πόλεμος σε Συρία και Υεμένη βρισκόταν σε περίοδο όξυνσης, η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος επέβαλαν οικονομικό και διπλωματικό εμπάργκο στο Κατάρ, διακόπτοντας τις διπλωματικές τους σχέσεις και απαγορεύοντας σε αεροσκάφη και πλοία του Κατάρ να χρησιμοποιούν τον εναέριο χώρο και τις θαλάσσιες διόδους που ήλεγχαν.
Βασική κατηγορία των χωρών αυτών προς το Κατάρ ήταν πως στηρίζουν την τρομοκρατία. Η βαθύτερη αιτία όμως είχε να κάνει με τη στήριξη της Ντόχα στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, η οποία μέσω εξεγέρσεων (insurgencies) προσπάθησε τα προηγούμενα χρόνια να ανατρέψει τις μοναρχίες και τα καθεστώτα της περιοχής.
Με άλλα λόγια, πρωτίστως οι δυο ηγέτιδες δυνάμεις της Αραβικής Χερσονήσου –Σαουδική Αραβία-Η.Α.Ε.– είδαν το Κατάρ ως αναθεωρητική δύναμη και ως ενορχηστρωτή της προσπάθειας αλλαγής του status quo στην περιοχή. Όταν, μάλιστα, έγινε γνωστό πως η Ντόχα σχεδίαζε την ανάπτυξη των σχέσεων με την Τεχεράνη, τότε η κρίση εξελίχθηκε σε μια ψυχροπολεμικού τύπου σύγκρουση.
Ο παράγοντας «Τουρκία» στην εξίσωση της κρίσης του Κόλπου
Η στενή συνεργασία ανάμεσα στο Κατάρ και την Τουρκία ξεκίνησε λίγες ώρες μετά τον αποκλεισμό της Ντόχα από τη συμμαχία των χωρών του Κόλπου. Τότε, ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν ο μοναδικός ηγέτης που προσέτρεξε στη στήριξη του εμίρη Ταμίμ Μπιν Χαμάντ Αλ Θάνι, στέλνοντας μάλιστα στρατιωτικές δυνάμεις στην Ντόχα.
Έκτοτε, οι σχέσεις των δύο χωρών ενισχύθηκαν σημαντικά, καθιστώντας την Ντόχα και την Άγκυρα στρατηγικούς συμμάχους.
Ειδικότερα, το πλούσιο σε πετρέλαιο Κατάρ έχει βοηθήσει την Τουρκία με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με την ισοτιμία της λίρας. Τον περασμένο Μάιο η ανακοίνωση ότι το Κατάρ επεκτείνει τη συμφωνία για συναλλαγματικό swap με την Τουρκία στα 15 δισεκατομμύρια δολάρια, έδωσε μια κρίσιμη ανάσα, την ώρα που η τουρκική κεντρική τράπεζα έβλεπε τα συναλλαγματικά αποθέματα να μειώνονται σημαντικά.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία έχει στηρίξει το Κατάρ σε ζητήματα εθνικής ασφαλείας, αναπτύσσοντας την τουρκική βάση στην Ντόχα και προσφέροντας στο Κατάρ όπλα υψηλής τεχνολογίας, όπως drones.
Η σχέση αλληλεξάρτησης των δυο χωρών ενισχύθηκε έτι περαιτέρω από δύο παράγοντες: το γεγονός πως Ερντογάν και Αλ Θανί συμμερίζονταν μια κοινή ιδεολογικο-πολιτική οπτική που βρισκόταν πολύ κοντά στην ιδεολογία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, αλλά και στη στήριξη των δύο χωρών στον αγώνα της Χαμάς απέναντι στην ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Τουρκία
Η Τουρκία μπορεί να εκφράζει δημόσια την ικανοποίησή της για τη συμφωνία των δυο χωρών, όμως είναι βέβαιο πως οι Τούρκοι διπλωμάτες κάθονται σε «ανάμενα κάρβουνα», περιμένοντας να διαπιστώσουν αν αυτή η συμμαχία είναι προάγγελος μιας ευρύτερης επαναπροσέγγισης των χωρών του Κόλπου και άρα ένα διαφορετικό τοπίο για τους ίδιους.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, η τουρκική διπλωματία έχει μπροστά της δύο επιλογές: αυτήν της πλήρους απομόνωσης από τους Άραβες και της πρόσδεσής της στο Ιράν και τη Ρωσία, είτε αυτήν της ένταξης σε μια ευρύτερη συμμαχία των αραβικών χωρών και άρα οπισθοχώρηση από τις αναθεωρητικές της αξιώσεις.
Το σενάριο της απομόνωσης της Άγκυρας
Τα τελευταία χρόνια, Άγκυρα και Ντόχα βρίσκονταν σε έντονη αντιπαράθεση με τις χώρες του Κόλπου σε όλα τα μέτωπα της Μέσης Ανατολής. Από τη Συρία έως τη Λιβύη, Ερντογάν και Αλ Θανί εφάρμοζαν μια ενιαία στρατηγική, διεκδικώντας χώρο και ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Με απλά λόγια, το Κατάρ χρηματοδοτούσε τις πολεμικές επιχειρήσεις και η Τουρκία τις υλοποιούσε, βάζοντας αυτό που οι Αμερικανοί συνήθιζαν να ονομάζουν «boots on the ground».
Με τη συμφωνία αποκατάστασης των σχέσεων ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, η συμμαχία αυτή ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Αλ Θανί είναι πολύ πιθανό να σπάσει, καθώς φαντάζει απίθανο το Ριάντ να δεχθεί παιχνίδια αποσταθεροποίησης στην περιοχή.
Σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, ο Ερντογάν θα χάσει έναν σημαντικό σύμμαχο και έναν ακόμα σημαντικότερο χρηματοδότη. Έτσι, για να συνεχίσει την αναθεωρητική του πολιτική και τη διατήρηση των ανοιχτών πολεμικών μετώπων, θα χρειαστεί να προστρέξει στην αγκαλιά της Τεχεράνης και της Μόσχας, οι οποίες με χαρά θα έβλεπαν την Τουρκία να συντάσσεται πλήρως με το μέρος τους.
Το σενάριο της ένταξης στη συμμαχία
Στο δεύτερο σενάριο, η Τουρκία, υπό την πίεση της οικονομικής της κατάρρευσης, θα αναγκαστεί σε υποχωρήσεις και εν τέλει να ενταχθεί στη συμμαχία των χωρών του Κόλπου ως «μεγάλη ηττημένη». Μια τέτοια εξέλιξη θα έφερνε σταδιακή αποκλιμάκωση των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή και μια προσπάθεια της Άγκυρας να στραφεί ξανά προς τη Δύση.
Σε αυτή την περίπτωση και με δεδομένη την άφιξη της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, η Τουρκία θα θελήσει να εκμεταλλευτεί τη νέα δυναμική στον Κόλπο, ώστε να κατοχυρώσει ακόμη περισσότερο τη θέση της εντός ενός ευρύτερου «δυτικού στρατοπέδου». Θα μπορεί να υποστηρίζει, δηλαδή, ότι δεν ακολουθεί μια πολιτική που τη φέρνει σε ρήξη με χώρες που οι ΗΠΑ θεωρούν κομβικούς συμμάχους και, άρα, θα κατοχυρώνει την παρουσία της σε έναν ευρύτερο άξονα δυνάμεων, περιορίζοντας σημαντικά τις νεο-οθωμανικές της επιδιώξεις.
Δεν είναι τυχαίο, ότι όλα αυτά συμπίπτουν και με τη ρητά και δημόσια διατυπωμένη επιθυμία επαναπροσέγγισης και με το Ισραήλ, που επίσης εντάσσεται στην ίδια προσπάθεια της Τουρκίας να αποφύγει οποιαδήποτε συνολική ρήξη με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Εμείς… και ο πολυσύνθετος κόσμος της Μέσης Ανατολής
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το αμέσως επόμενο διάστημα η ελληνική διπλωματία οφείλει να στρέψει τη προσοχή της εκ νέου στη Μέση Ανατολή, αναζητώντας απαντήσεις στα ομολογουμένως σύνθετα ερωτήματα που εμφανίζονται μπροστά μας.
Αν η Τουρκία αποφασίσει να αποτραβηχτεί από τη συμμαχία των Χωρών του Κόλπου και να προσδεθεί στον Ιρανο-ρωσικό άξονα, τότε η Αθήνα θα υποχρεωθεί σε περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεών της με τις Χώρες του Κόλπου αλλά και παράλληλη αναζωογόνηση των σχέσεών της με τη Ρωσία, ώστε να υπάρξει μια εξισορρόπηση των Ρωσο-τουρκικών σχέσεων.
Στον αντίποδα, αν η Τουρκία επιλέξει τον δρόμο της πρόσδεσης με τη συμμαχία των Χωρών του Κόλπου, τότε η Αθήνα οφείλει μέσω του Ριάντ, του Τελ Αβίβ αλλά και του Άμπου Ντάμπι, να ασκήσει σημαντικές πιέσεις, ώστε η Τουρκία να εγκαταλείψει τις νεο-οθωμανικές της επιδιώξεις σε θέματα άμεσης εθνικής ασφαλείας της χώρας όπως το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο αλλά και το Κυπριακό.