Η πανδημία του covid-19 θα αλλάξει σημαντικά την εικόνα του πλανήτη που ξέραμε πριν από την πανδημία.
Η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία θα έχει ένα βάθος και διάρκεια, που είναι αυτήν τη στιγμή αδύνατο να υπολογιστούν ακριβώς, ωστόσο είναι βέβαιο πως η κρίση θα έχει μεγάλη έκταση. Ακόμη περισσότερο οι διάφορες περιοχές και οικονομίες του πλανήτη δεν θα χτυπηθούν από την πανδημία και τις οικονομικές της συνέπειες με τον ίδιο τρόπο. Ήδη, για παράδειγμα, η Κίνα φαίνεται να είναι μια χώρα που όχι μόνο τιθάσευσε με οργανωτικά μέτρα την πανδημία, αλλά θα χτυπηθεί λιγότερο από κάθε άλλη ισχυρή οικονομία του πλανήτη. Φέτος δεν θα παρουσιάσει καν ύφεση!
Ωστόσο, δεν είναι μόνο η οικονομική κρίση και η ανακατάταξη ισορροπιών και ισχύος. Η υγειονομική κρίση εξανάγκασε τις οικονομίες, τις επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, τις κοινωνίες, να λειτουργήσουν με νέους τρόπους, έστω για ένα διάστημα. Αποκάλυψε δυνατότητες λειτουργίας που δεν είχαμε αξιολογήσει, δυνατότητες μείωσης του κόστους, νέες μορφές κοινωνικότητας και άλλα. Είναι βέβαιο πως πολλά πράγματα θα αλλάξουν στη μετα-covid εποχή.
Η Ελλάδα είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά στην πανδημία και τη νέα οικονομική κρίση πριν καλά-καλά ξεπεράσει μια δεκαετή κρίση, τη βαθύτερη μετά τη δικτατορία 1967-74. Βρέθηκε στην πανδημία πριν ακόμη ξεπεράσει τις παθογένειες που την οδήγησαν στη δεκαετή κρίση 2008-’16.
Το γεγονός ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση είναι παγκόσμια έχει και κάποιες θετικές συνέπειες για τη χώρα. Η ανάγκη στήριξης της οικονομίας δεν είναι μια ανάγκη που αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά δεκάδες χώρες, το πρόβλημα του δημοσίου χρέους είναι ένα πρόβλημα που θα απασχολήσει τη διεθνή κοινότητα πολύ περισσότερο εντός κι εκτός Ευρώπης, και στο επίκεντρο σίγουρα δεν θα βρίσκεται η Ελλάδα. Τέλος, σε μια περίοδο που η Ελλάδα, πριν ακόμη την πανδημία, είχε ανάγκη έτσι κι αλλιώς από μεγάλους μετασχηματισμούς προκειμένου να ξεπεράσει τις παλιές παθογένειες που τη μαστίζουν, η περίοδος χάριτος που εξ αντικειμένου ανοίγει για πολλές οικονομίες ώστε να τακτοποιήσουν τα προβλήματα που γέννησε ο covid, μπορεί να λειτουργήσει θετικά. Μπορεί να λειτουργήσει θετικά μόνο αν αξιοποιηθούν βέβαια οι πόροι προς μια τέτοια κατεύθυνση και με τον κατάλληλο τρόπο.
Η Ελλάδα έχει, παρά τα προβλήματα, τις δυνατότητες να κατακτήσει μια καλύτερη θέση μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα που αφορούν κυρίως το ανθρώπινο δυναμικό της, τη γεωγραφική και γεωπολιτική της θέση, τους φυσικούς της πόρους, το κλίμα και περιβάλλον της. Λόγω των ραγδαίων αλλαγών που έχουν συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στην παγκόσμια οικονομία, το έλλειμμα βαριάς βιομηχανίας και καθετοποίησης που χαρακτηρίζει την οικονομία δεν αποτελούν πια μειονέκτημα, μπορεί αντίθετα να καταστούν πλεονέκτημα.
Ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της πανδημίας, που από τη μια και εδώ αναδείχτηκαν τα θετικά στοιχεία του κλίματος στην Ελλάδα, αλλά και η αξία του αναντικατάστατου δημόσιου συστήματος υγείας, η διαφύλαξη τόσο της μοναδικής περιβαλλοντικής κληρονομίας όσο και η ενίσχυση άλλων δημόσιων αγαθών, όπως η υγεία και η παιδεία, αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για να βρει η χώρα τον αναπτυξιακό της δρόμο στον 21ο αιώνα.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κατάφερε να νοικοκυρέψει τα δημόσια οικονομικά και να βγάλει τη χώρα από τους καταναγκασμούς του προγράμματος διάσωσης το 2018, ανακόπτοντας ταυτόχρονα την πορεία φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας που είχαν επιφέρει οι πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων (φτωχοποίηση ιδιαίτερα έντονη στη Δυτική Αττική στην οποία εκλέγομαι), δεν είχε τον χρόνο να ξεπεράσει ταυτόχρονα τις χρόνιες παθογένειες και να κάνει σημαντικά βήματα μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ωστόσο, συνολικά αποκατέστησε τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας εντός κι εκτός Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα υιοθέτησε μια ενεργητική πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που έλυσε προβλήματα και κυρίως αναβάθμισε τις σχέσεις της χώρας τόσο με δυνάμεις της περιοχής, όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και παγκόσμιες δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που ακολούθησε βρέθηκε πολύ σύντομα εν μέσω τριών διαφορετικών κρίσεων: της υγειονομικής, της οικονομικής, της ελληνοτουρκικής με τα προβλήματα που γεννά η πολιτική Ερντογάν στην ανατολική Μεσόγειο. Ο τρόπος που διαχειρίζεται μέχρι σήμερα τα προβλήματα αυτά δείχνει να την ενδιαφέρει κυρίως το φαίνεσθαι και η εικόνα της παρά η ουσία των προβλημάτων και λύσεων που πρέπει να δοθούν. Το χειρότερο είναι ότι η Ελλάδα επιστρέφει προς τις παλιές παθογένειες παρά απομακρύνεται από αυτές, ενώ στα ελληνοτουρκικά η διαχείριση της κρίσης δεν διακρίνεται από την αναγκαία σοβαρότητα. Η συντριπτική κυριαρχία των μέσων ενημέρωσης από επιχειρηματίες φίλα προσκείμενους στη Νέα Δημοκρατία κουκουλώνει προς το παρόν σε έναν βαθμό τα προβλήματα αυτά, αλλά αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ.
Η χώρα έχει ανάγκη από κυβέρνηση που δεν θα διχάζει τον ελληνικό λαό, αλλά θα πληθαίνει τις αναγκαίες συναινέσεις, θα ισχυροποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, θα δυναμώνει το κοινωνικό κράτος κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, θα προχωρήσει σε μεγάλους μετασχηματισμούς που θα θεραπεύσουν τις χρόνιες παθογένειες, και θα υπερασπιστεί αποφασιστικά τα κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου στην ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.