Πολλές φορές, η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργεί σαν σχολείο, με αρκετές κυβερνήσεις των κρατών-μελών να επιδιώκουν την άμεση προσαρμογή των χωρών τους στις ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία συνηθίζει να λέει πως «οι κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας». Είναι άραγε οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «καλοί μαθητές»; Κάποιες χώρες έχουν αποτελέσει διαχρονικά τους σταθερούς στυλοβάτες των ευρωπαϊκών γραφειοκρατικών ελίτ και άλλες λειτούργησαν αιρετικά, αμφισβητώντας τους κυρίαρχους ευρωπαϊκούς μονόδρομους. Βέβαια, δεν έχει περάσει πολύς καιρός απ’ όταν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης βρισκόταν το οικονομικό χάσμα ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου, ενώ η Γερμανία συνεχίζει να έχει τον πρώτο και πολλές φορές τον τελευταίο λόγο στα πράγματα. Σήμερα, τις μέρες της πανδημίας, οι συνθήκες μοιάζουν ρευστές, ενώ ο οικονομικός δογματισμός των αυστηρών προϋπολογισμών μεταβάλλεται μπροστά στα οικονομικά προβλήματα της πανδημίας, στην διαχείριση της οποίας, η Ευρώπη δεν αποτελεί για πολλούς παράδειγμα προς μίμηση, αλλά μάλλον παράδειγμα προς αποφυγή, ειδικότερα στο ζήτημα των εμβολιασμών.
Η μικρή Ελλάδα
Η Ελλάδα φαίνεται να έχει πάρει το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Ένωση για διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες, με την Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της στρατηγικής του ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος. Διαχείριση πανδημίας, ευρωπαϊκό πιστοποιητικό covid-19, ταμείο ανάκαμψης, σε όλα αυτά η Ελληνική Κυβέρνηση αποτέλεσε κρίσιμος κρίκος της κεντροδεξιάς ευρωπαϊκής στρατηγικής. Από την πλευρά τους, οι Βρυξέλλες βλέπουν με θετικό μάτι της πρόταση της κυβέρνησης για το ταμείο ανάκαμψης, τη στιγμή που, για μία σχεδόν δεκαετία, η Ελλάδα πέρασε από φουρτουνιασμένα κύματα με οικονομική κατάρρευση και 3 προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι Βρυξέλλες βλέπουν στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μία κεντροδεξιά πολιτική έκφραση που εξασφαλίζει τα σχέδια της, εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αμφισβητούσε, για πολλούς, τον πυρήνα της πολιτικής της Ε.Ε.
Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση «εδραιώθηκε» ως δύναμη αμφισβήτησης και ρήξης με τις κυρίαρχες κατευθύνσεις των Βρυξελλών, γι’ αυτόν τον λόγο δέχθηκε και αφόρητη οικονομική και πολιτική πίεση από τους «σκληρούς» της Ένωσης.
Σήμερα, η Ε.Ε. φαίνεται να εμπιστεύεται τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος κατάφερε να συσπειρώσει ετερογενή εκλογικά ακροατήρια, κερδίζοντας τις εκλογές και εκφράζοντας τις βασικές νεοφιλελεύθερες ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Η Ελλάδα πλέον, έχει βάλει σε μια τάξη τα οικονομικά της, με ευθύνη βέβαια της προηγούμενης κυβέρνησης, ενώ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται πλέον πρόθυμη να αγοράσει ελληνική χρέος. Ως προς το ταμείο ανάκαμψης, το Μέγαρο Μαξίμου ετοίμασε 1.400 σελίδες, επιδιώκοντας να αλλάξει πλήρως τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Ένα σχέδιο, το οποίο θεωρείται από την αντιπολίτευση ένα βαθιά συντηρητικό κείμενο, παρόλο που οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών έχουν εντελώς διαφορετική άποψη.
Αγκάθι για τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας φαίνεται να είναι τα ζητήματα των ελληνοτουρκικών, ενώ η διαχείριση του μεταναστατευτικού-προσφυγικού μοιάζει να είναι ένα δυσεπίλυτο θέμα. Πέρυσι, η Ursula von der Leyen, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε χαιρετίσει την Ελλάδα χαρακτηρίζοντας την ως ασπίδα της Ευρώπης. Βέβαια, οι εικόνες στον Έβρο είναι ακόμη νωπές, ενώ οι καταγγελίες για παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων των προσφύγων αυξάνονται. Την ίδια ώρα, η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας στο συγκεκριμένο θέμα είναι δεδομένο ότι κινείται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση με αυτή του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή την περίοδο, η πίεση στην κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας αυξάνεται με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να κατηγορούν τη Νέα Δημοκρατία για αυταρχισμό και δημοκρατικό έλλειμμα. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με ευρωπαϊκές έρευνες, η Ελλάδα κατατάσσεται τέταρτη από το τέλος ως προς την Ελευθερία του τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης. Ακολουθούν Μάλτα, Ουγγαρία και Βουλγαρία.
Σε αυτές τις συνθήκες, η παράμετρος της πανδημίας φαίνεται να αλλάζει πλήρως τα δεδομένα. Η Ευρώπη, εάν όντως αποτελεί σχολείο, πρέπει να εξασφαλίσει την «πρόοδο των μαθητών της» και προς τον παρόν, σε μία εποχή όπου ο εθνικισμός ανθίζει και η σύγκρουση συμφερόντων καλά κρατεί, πολλοί αμφισβητούν τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες. Το σίγουρο είναι ότι όταν ο εγκλεισμός τελειώσει, τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη δεν θα είναι οι ίδιες.