Με το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο με τίτλο: «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου» το υπουργείο Δικαιοσύνης νομοθετεί την υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Μάλιστα, στην αιτιολογική του νομοσχεδίου υποστηρίζεται ότι συντελεί στην προώθηση της ισότητας των δύο φύλων…
Όποιος έχει εμπλακεί σε διαδικασίες διαζυγίου και αλλαγές στη δομή της οικογενειακής του ζωής γνωρίζει καλά ότι λίγα ζητήματα λύθηκαν μονοσήμαντα με τον δικαστικό τρόπο. Οι καλές λύσεις απαιτούν σχεδόν πάντα συναινετικό κλίμα, ύπαρξη κουλτούρας συνεννόησης μεταξύ του ζευγαριού και, εν τέλει, σχέσεις ισότητας που να μπορούν να υπερβαίνουν τα όρια δομικών στερεοτυπικών πρακτικών και αντιλήψεων.
Οι σχέσεις του παιδιού με τους χωρισμένους γονείς του δεν είναι κάτι απλό, όπως απλό δεν είναι και το ζήτημα της γονεϊκής μέριμνας και επιμέλειας. Δεν αποτελούν ζητήματα που μπορούν να ρυθμιστούν με τρόπο οριζόντιο και υποχρεωτικό. Απαιτούν εξατομικευμένες λύσεις με τη συνεπικουρική δράση εξειδικευμένων δικαστών και συμβουλευτικών υπηρεσιών (κοινωνικών και ψυχολογικών), προκειμένου να εκδοθούν δικαστικές αποφάσεις οι οποίες θα διαφυλάττουν πρωτίστως την ασφάλεια και το όφελος του παιδιού.
Στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο αγνοούνται οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και εξελίξεις και επιχειρούνται αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η άποψη των γυναικείων οργανώσεων, του δικαστικού σώματος, της νομικής κοινότητας. Αποφασίζεται, δηλαδή, η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου σε κλίμα υπηρεσιακής μοναξιάς και αντιδημοκρατικής αύρας.
Το παιδί αντιμετωπίζεται ως παθητικό αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ των διαζευγμένων γονιών. Στην περίπτωση που οι γονείς αντιδικούν, η επιβεβλημένη-υποχρεωτική συνεπιμέλεια, αντί να προσφέρει στο παιδί ασφάλεια και θαλπωρή, μετασχηματίζεται σε απειλή για την ψυχική του ισορροπία.
Το νομοσχέδιο ποσοτικοποιεί υποχρεωτικά τον χρόνο συνεπιμέλειας στο 1/3 του χρόνου του παιδιού, και με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζει την ουσία τού πραγματικά ποιοτικού χρόνου των παιδιών με τους γονείς τους.
Πρόκειται για νομοσχέδιο που στηρίζεται στο αφήγημα της αποκατάστασης της ανισότητας έναντι των πατεράδων, που αποκλείονται από τη γονεϊκή μέριμνα των παιδιών τους. Αγνοεί όμως τις βαθιές δομικές ανισότητες που προάγουν τη βία εναντίον των γυναικών και καταπατούν τα στοιχειώδη έμφυλα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο νόμος αυτός είναι διάτρητος απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία, όταν η συνεπιμέλεια καθίσταται υποχρεωτική και χρειάζεται αμετάκλητη δικαστική απόφαση για να αρθεί.
Αναμφίβολα υπάρχει η ανάγκη αντιμετώπισης τέτοιων ζητημάτων και βελτίωσης της ζωής των εν διαστάσει ζευγαριών και των παιδιών τους. Τα ζητήματα αυτά όμως αντιμετωπίζονται με ισχυρό κράτος πρόνοιας, με την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος και με την ύπαρξη κοινωνικών υπηρεσιών στήριξης για την αντιμετώπιση των δύσκολων περιστατικών. Αντιμετωπίζονται δηλαδή με αποφασιστική κοινωνική πολιτική –αρωγό των δικαστών σε ζητήματα οικογενειακής μέριμνας– καθιστώντας «αχρείαστους» του σύμβουλους εταιρειών ιδιωτικών συμφερόντων.
Η σκληρή πραγματικότητα, η κακοποίηση των γυναικών, οι έμφυλες ανισότητες στην αγορά εργασίας, το χαμηλό εισόδημα των γυναικών έναντι των ανδρών είναι αθέατα για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο.
Σε συνθήκες πανδημίας, η κυβέρνηση νομοθετεί αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζεται ότι προάγει την ισότητα των φύλων, την ίδια στιγμή που υποβαθμίζει τη Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων σε Οικογενειακής και Δημογραφικής Πολιτικής. βάζοντας την πολιτική της Ισότητας των Φύλων στην αρένα της νεοφιλελεύθερης αποδόμησης κάθε προστατευτικής και κοινωνικής μέριμνας.
Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά, η κυβέρνηση νομοθετεί με γνώμονα τους εντυπωσιασμούς και τα επικοινωνιακά τερτίπια, παραβλέποντας το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εφαρμοστεί ο νόμος για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Την καλούμε να τον αποσύρει άμεσα και να επιλέξει τον ουσιαστικό εξαντλητικό διάλογο με την κοινωνία και τους θεσμικούς φορείς της, για την ουσιαστική και ισορροπημένη κάλυψη των πραγματικών αναγκών των παιδιών. Είναι η τελευταία λύση, η οποία μπορεί να διασώσει κάτι από τη νομική και θεσμική τραγωδία που εξελίσσεται, σε βάρος του συμφέροντος του Παιδιού, της ελληνικής οικογένειας και της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της, που εμφανίζεται να είναι διχασμένη εξαιτίας του νομοσχεδίου.