Η διαχρονική ύπαρξη ελληνικών κοινοτήτων ανά τον κόσμο, καθώς και η μετανάστευση πολλών νέων κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης σε χώρες του εξωτερικού, καταδεικνύουν την ανάγκη ουσιαστικής υποστήριξης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, στοχεύοντας στην παιδαγωγική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη των μαθητών στα νέα γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα.
Η ύφεση και τα προγράμματα λιτότητας κατακρήμνισαν τον προϋπολογισμό για την Παιδεία, συμπεριλαμβανομένης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, όπου για το 2011 προβλέπονταν 56.7 εκατ. €, ενώ για το 2015 είχαν προϋπολογιστεί 9 εκατ. €. Πολλά σχολεία ανά τον κόσμο έκλεισαν και το επίδομα των εκπαιδευτικών (επιμίσθιο) μειώθηκε από τα 5 στα 3 έτη.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, έθεσε ως πολιτική προτεραιότητα την υποστήριξη της εκπαίδευσης της Διασποράς, θεσπίζοντας νέο πλαίσιο ήδη από το 2016. Παράλληλα, υπήρξε αύξηση του προϋπολογισμού, ο οποίος ξεπέρασε τα 16 εκατ. € το 2019. Η αύξηση των δημόσιων δαπανών και η έξοδος από τα μνημόνια μας επέτρεψε να επιμηκύνουμε την καταβολή του επιμισθίου των εκπαιδευτικών κατά ένα έτος, αποκαθιστώντας εν μέρει την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών που καλούνται να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις διαβίωσης πολλών χωρών του εξωτερικού.
Επίσης, προχωρήσαμε στην ίδρυση νέων σχολικών μονάδων σε Ευρώπη, Αφρική, Ασία και Αυστραλία και μεριμνήσαμε για την άρση αντικινήτρων στελέχωσης σχολείων, Τμημάτων Ελληνικής Γλώσσας & Πολιτισμού (ΤΕΓ) και Εδρών Νεοελληνικών Σπουδών σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Σημαντική ήταν και η ίδρυση νέου Συντονιστικού Γραφείου Εκπαίδευσης Βαλκανίων (Βουκουρέστι), έπειτα από εκτενή διάλογο με τις τοπικές κοινότητες και τους εκπαιδευτικούς. Δυστυχώς ένα χρόνο μετά, το νέο Συντονιστικό Γραφείο δεν έχει συσταθεί με ευθύνη του υπουργείου Παιδείας.
Ιδιαίτερα κρίσιμη ήταν και η έγκαιρη διαδικασία αποσπάσεων εκπαιδευτικών. Το σχολικό έτος 2018-2019, οι διαδικασίες ολοκληρώθηκαν στην ώρα τους και η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών ήταν τοποθετημένη στη θέση της πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Όσο και αν ακούγεται αυτονόητο, η στελέχωση των σχολείων για δεκαετίες γινόταν πάντα καθυστερημένα, με πολλούς εκπαιδευτικούς να φτάνουν στα σχολεία ακόμη και μετά τα Χριστούγεννα.
Η δέσμη των συγκεκριμένων δράσεων είχε ως αποτέλεσμα την κανονικοποίηση του τοπίου της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στο εξωτερικό, την ανάκτηση των σχέσεων εμπιστοσύνης των ελληνικών κοινοτήτων με το υπουργείο Παιδείας και συνολικά, με την Πολιτεία. Επίσης, σταθεροποίησαν την ελληνόγλωσση από τις «αναταράξεις» της τελευταίας δεκαετίας και δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε πλέον να επικεντρωθούμε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο των σπουδών.
Αν και το υπουργείο Παιδείας κατέθεσε πρόσφατα ορισμένες θετικές διατάξεις για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης είναι κυρίως άτολμες και χρονικά καθυστερημένες. Τα προβλήματα στελέχωσης επανήλθαν και η φετινή σχολική χρονιά ξεκίνησε με σημαντικά κενά σε αρκετές χώρες, όπως στη Γερμανία. Επιπρόσθετα, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ δρομολόγησε την αξιοκρατική επιλογή των Συντονιστών Εκπαίδευσης στο εξωτερικό, το υπουργείο Παιδείας επέλεξε να διορίσει στελέχη κομματικής εμπιστοσύνης, αναπαράγοντας στρεβλώσεις του παρελθόντος και υπό τη σκέπη του πολυδιαφημισμένου «επιτελικού» κράτους.
Καμία συζήτηση δεν υπάρχει για την ποιότητα των σπουδών, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, τη διασύνδεση των σχολικών μονάδων με τις τοπικές κοινωνίες, τους εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς φορείς του εξωτερικού. Για όλα αυτά τα υπαρκτά ζητήματα, η κυβέρνηση δίνει θολές, ασαφείς και σε πνεύμα μικροπολιτικού ανταγωνισμού απαντήσεις, τη στιγμή που η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων θα έδινε ώθηση στην εκπαίδευση, την καλλιέργεια και των ώσμωση των Ελλήνων της Διασποράς.