Στο ύψος των περιστάσεων στάθηκαν οι ΗΠΑ και επέβαλαν κυρώσεις στην Τουρκία λόγω της αγοράς των ρωσικών S-400, λίγες μόνο ημέρες μετά τα ευρωπαϊκά «χάδια» στον Ερντογάν. Το υπουργείο Οικονομικών, σε συνεννόηση με το State Department, προχώρησε στην επιβολή νέων τιμωρητικών μέτρων σε βάρος προσώπων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, παρακάμπτοντας και τα προσχώματα Τραμπ, δείχνοντας πόσο ενοχλημένο είναι το βαθύ κράτος στην Ουάσιγκτον από τις ακροβασίες του Σουλτάνου, αλλά και το πως ο απερχόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν επηρεάζει πλέον καταστάσεις και αποφάσεις. Η συγκεκριμένη απόφαση, που έφερε ικανοποίηση στην Αθήνα, κάτι που ήταν αναγκαίο μετά την ψυχρολουσία της πρόσφατης Συνόδου των «27», πέραν των ψυχολογικών επιπτώσεων σε όλες τις πλευρές αναμένεται να επηρεάσει και τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο τουλάχιστον για το πρώτο μισό του νέους έτους.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλλουν κυρώσεις ενάντια στη Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Δημοκρατίας (SSB), σύμφωνα με το Άρθρο 231 του Νόμου CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων) για τη συνειδητή εμπλοκή σε μια σημαντική συναλλαγή με τη Rosoboronexport, την κύρια εταιρεία εξαγωγής όπλων της Ρωσίας, που προμήθευσε το σύστημα πυραύλων εδάφους-αέρος S-400. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν απαγόρευση όλων των αμερικανικών αδειών εξαγωγής και αδειών στην SSB και πάγωμα περιουσιακών στοιχείων και περιορισμούς θεώρησης στον Ισμαήλ Ντεμίρ, πρόεδρο της SSB, και άλλους αξιωματικούς της SSB», αναφέρεται στη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Μάικ Πομπέο, ο οποίος υπενθύμισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν καταστήσει σαφές στην Τουρκία στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και σε πολλές περιστάσεις ότι η αγορά του συστήματος S-400 θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια της αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας και του προσωπικού των ΗΠΑ και θα παρείχε σημαντικά κεφάλαια στον αμυντικό τομέα της Ρωσίας, καθώς και πρόσβαση των Ρώσων στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και την αμυντική βιομηχανία. «Ωστόσο, η Τουρκία αποφάσισε να προχωρήσει στην προμήθεια και τη δοκιμή των S-400, παρά τη διαθεσιμότητα εναλλακτικών, διαλειτουργικών συστημάτων του ΝΑΤΟ για την κάλυψη των αμυντικών της απαιτήσεων. Αυτή η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της Τουρκίας και την εν αναμονή της απομάκρυνσης από την παγκόσμια συνεργασία F-35 Joint Strike Fighter», και καταλήγει: «Η σημερινή δράση στέλνει ένα σαφές μήνυμα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εφαρμόσουν πλήρως το Άρθρο 231 της CAATSA και δεν θα ανεχθούν σημαντικές συναλλαγές με τους τομείς της άμυνας και των μυστικών πληροφοριών της Ρωσίας. Προτρέπω επίσης την Τουρκία να επιλύσει αμέσως το πρόβλημα των S-400 σε συντονισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Τουρκία είναι ένας πολύτιμος σύμμαχος και ένας σημαντικός περιφερειακός εταίρος ασφάλειας για τις Ηνωμένες Πολιτείες και επιδιώκουμε να συνεχίσουμε την παραγωγική μας συνεργασία δεκαετιών στον τομέα της άμυνας, αφαιρώντας το εμπόδιο της κατοχής της Τουρκίας των S-400 το συντομότερο δυνατό».
Ρήγμα στις σχέσεις, «ξεδοντιασμένος» ο Τραμπ
Η συγκεκριμένη απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης έρχεται αναμφίβολα σε κόντρα με τα όσα δήλωνε και προωθούσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος άσκησε όλα τα μέσα ώστε η Τουρκία να πέσει «στα μαλακά». Και ως ένα σημείο τα κατάφερε, από τη στιγμή που πέρασε τροπολογία στον αμυντικό προϋπολογισμό του κράτους, ώστε να μην μπορεί να αλλάξει και στο μέλλον, επί κυβέρνησης Μπάιντεν επί της ουσίας, κάτι που να αφορά στις εν ισχύι χορηγίες και στις αμυντικές συμφωνίες με κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης φυσικά και της Τουρκίας. Ωστόσο –και αυτό πρέπει να πιστωθεί ως επιτυχία κυρίως των φιλελλήνων στα κέντρα εξουσίας σε Ουάσιγκτον και Νέα Υόρκη και στο ελληνικό λόμπι–, δεν πέρασε από τη Γερουσία το περιθώριο αρνησικυρίας (βέτο) του Προέδρου να άρει την επιβολή κυρώσεων, αλλά αντιθέτως το Σώμα τον ανάγκασε να τις επιβάλει εντός 30 ημερών από τη στιγμή της απόφασης.
Στην ουσία, πρόκειται για ένα ρήγμα στη συνεργασία ΗΠΑ-Τουρκίας στον αμυντικό τομέα με επιπτώσεις και στην οικονομία. Με την απόφαση, η Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Δημοκρατίας (SSB) δεν μπορεί να εξάγει ή να εισάγει τεχνογνωσία, τεχνολογικά επιτεύγματα, υπηρεσίες, προϊόντα ή προσωπικό από και προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, την ώρα που έτρεχαν κοινά προγράμματα. Από την άλλη, μπαίνει φραγμός στις πιστώσεις της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας –όχι εξ ολοκλήρου, αλλά υπό μια σειρά προϋποθέσεων και έως 10 εκατομμύρια δολάρια στο σύνολο–, απαγορεύονται η δανειοδότηση και η κάθε μορφής επιχορήγηση από τις αμερικανικές τράπεζες, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να θέσουν βέτο σε διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς για τη χορήγηση δανείων προς την τουρκική αμυντική βιομηχανία και άλλα οικονομικά μέτρα ήσσονος σημασίας.
Οργή σε Άγκυρα και Μόσχα
Οι διαβεβαιώσεις που είχαν οι Τούρκοι κυβερνητικοί ότι δεν θα επιβληθούν οι αμερικανικές κυρώσεις και οι υψηλές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν μετά τη Σύνοδο των Βρυξελλών αλλά και τις συνεχείς φιλοτουρκικές παρεμβάσεις του γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γ. Στόλτενμπεργκ, προκάλεσαν δυσανάλογη αντίδραση μετά την αμερικανική «καρπαζιά». Το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έκανε λόγο για μονομερή ενέργεια από πλευράς Αμερικής και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο αντιποίνων. «Καταδικάζουμε και απορρίπτουμε τις μονομερείς κυρώσεις των Ηνωμένων Πολιτειών εξαιτίας της προμήθειας του συστήματος S-400. Οι συνθήκες που οδήγησαν την Τουρκία να αγοράσει τα εν λόγω συστήματα είναι γνωστές σε όλους.
»Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ προσωπικά και σε πολλές περιπτώσεις είχε παραδεχτεί ότι η Τουρκία είχε δίκιο σε αυτό το ζήτημα. Από την άλλη πλευρά οι αξιώσεις από τις ΗΠΑ ότι το σύστημα αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα στο σύστημα του ΝΑΤΟ στερούνται κάθε τεχνολογικής βάσης.
»Η Τουρκία έχει προτείνει επανειλημμένα τη σύσταση τεχνικής ομάδας, όπου θα συμμετέχει και το ΝΑΤΟ προκειμένου να ασχοληθεί με το θέμα μακριά από πολιτικές προκαταλήψεις και πάνω σε μια αντικειμενική βάση. Ως εκ τούτου και εντός αυτού του πλαισίου, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επιλέγουν αυτήν τη στιγμή να επιβάλουν μονομερείς κυρώσεις, μη αποδεχόμενες την πρότασή μας να επιλυθεί το ζήτημα μέσω διαλόγου και διπλωματίας, όπως αρμόζει σε δύο συμμάχους, είναι εντελώς απαράδεκτο. Η Τουρκία θα αντιδράσει όταν κρίνει ότι είναι κατάλληλος χρόνος για να κάνει τα απαραίτητα βήματα. Από ’δώ και στο εξής αναπόφευκτα δυσχεραίνουν οι σχέσεις των δύο χωρών. Θα υπάρξει απάντηση όταν κριθεί απαραίτητο. Ζητούμε από τις ΗΠΑ να επανεξετάσουν το τεράστιο λάθος που έκαναν και να κάνουν πίσω στην απόφαση για τις κυρώσεις», καταλήγει η ανακοίνωση.
Όμως και η Μόσχα εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της για την απόφαση της Ουάσιγκτον, αν και είναι πιθανότερο οι Πούτιν και Λαβρόφ να… τρίβουν τα χέρια τους από την εμβάθυνση του χάσματος Ουάσιγκτον-Άγκυρας. «Φυσικά, είναι μια ακόμη εκδήλωση αλαζονικής στάσης απέναντι στο διεθνές δίκαιο και της χρήσης παράνομων μονομερών βίαιων μέτρων που έχουν χρησιμοποιήσει οι ΗΠΑ αριστερά και δεξιά για πολλά χρόνια, ακόμη και δεκαετίες. Και φυσικά, δεν βελτιώνει τη διεθνή θέση των ΗΠΑ», τόνισε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ.
Ποιος είναι ο επικεφαλής της SSB
«Στο Εσκίσεχιρ που μεγάλωσα, όταν ήμουν μικρός με συντρόφευαν οι ήχοι των μαχητικών αεροσκαφών μας που πετούσαν. Πήγαινα στις εταιρείες αμυντικής βιομηχανίας που είχαν έδρα στην περιοχή μου, και τους παρακάλαγα να μου δώσουν φωτογραφίες των πολεμικών αεροσκαφών για να κολλήσω στους τοίχους του δωματίου μου». Με αυτό το… συγκινητικό έναυσμα από τα παιδικά του χρόνια, ο Ισμαήλ Ντεμίρ, μετά τις σπουδές του στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, τα μεταπτυχιακά του στην Εφαρμοσμένη Μηχανική, στην Αεροναυπηγική Μηχανική στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν και το διδακτορικό του στη Μηχανολογική Μηχανική στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον, ήταν λογικό να επιλέξει τον δρόμο της αμυντικής βιομηχανίας, των «οπλάδων» στην καθομιλουμένη. Με το βαρύ βιογραφικό και τις διασυνδέσεις που απέκτησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ντεμίρ ήταν περιζήτητος σε πανεπιστήμια και εταιρείες εξοπλιστικών προγραμμάτων σε όλη τη Δύση. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στις ΗΠΑ, τον Καναδά και τη Σαουδική Αραβία, πριν επιστρέψει στην πατρίδα του για να αναλάβει αρχικά τη Διεύθυνση Εκπαίδευσης στην Turkish Airlines. Μια μικρή θέση, για να περιορίσει τις ικανότητες του Ντεμίρ, ο οποίος το 2006 γίνεται αντιπρόεδρος της Τουρκικής Αμυντικής Βιομηχανίας και ένα χρόνο αργότερα, με τις ευλογίες του Σουλτάνου Ερντογάν βέβαια, αναλαμβάνει το πλήρη έλεγχο.
Επί μια δεκαετία ο Ντεμίρ εργάζεται ακατάπαυστα για την αναβάθμιση της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας σε αέρα, ξηρά και θάλασσα. Με τεράστια χρηματοδότηση από τα κρατικά ταμεία και όχι μόνο, επενδύει στην έρευνα, στην προσέλκυση ακαδημαϊκού προσωπικού υψηλού επιπέδου από το εξωτερικό, αλλά και σε εξειδικευμένους τεχνικούς στην αεροναυπηγική, τη διαστημική, τη ναυπηγική και άλλους κρίσιμους τομείς, εντάσσει την Τουρκία σε μεγάλα διεθνή projects διακρατικών συμπράξεων. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών του γίνονται ορατά τα τελευταία χρόνια, όταν από το 2017 η Τουρκία κατασκευάζει δικά της όπλα, άρματα, πολεμικά πλοία, drones. Το μεγάλο στοίχημα του Ντεμίρ ήταν βέβαια το πρόγραμμα συμπαραγωγής με τις ΗΠΑ των F-35, τη θρυαλλίδα των σχέσεων Άγκυρας-Ουάσιγκτον.
Ο Ισμαήλ Ντεμίρ μαζί με τον αντιπρόεδρό της SSB, Φαρούκ Γιγίτ, τον Σερχάτ Τζένκογλου, επικεφαλής του τμήματος Αεροπορικής Άμυνας και Διαστήματος, και τον Μουσταφά Αλπέρ Ντενίζ, υπεύθυνο προγραμμάτων στην Περιφερειακή Διεύθυνση Αεροπορικών Αμυντικών Συστημάτων της SSB, είναι οι τέσσερις αξιωματούχοι που βρέθηκαν στο επίκεντρο των αμερικανικών κυρώσεων. Ωστόσο, ο Ντεμίρ επιμένει και διατρανώνει ότι «δεν θα αλλάξουμε στάση, θα συνεχίσουμε την πορεία μας στην αμυντική βιομηχανία, υπό την ηγεσία του αρχηγού μας του Ταγίπ Ερντογάν με τον ίδιο τρόπο όπως κάναμε έως τώρα».