Πίσω από τις διχτυωτές μπλούζες των καλογυμνασμένων, άφυλων σωμάτων που αφήνονται στην ραστώνη,
Πίσω από το αεράκι που συγκλονίζει τους αρωματισμένους λοβούς γυναικείων αυτιών που συνοδεύουν εν κωφώσει φλύαρους πλην πλούσιους με γαλάζια πουκάμισα,
Πίσω από τις πολλά υποσχόμενες βιτρίνες, ματιές, μπάρες της κάθιδρης από τα τόσα φορτωμένα καλοκαίρια Μυκόνου,
Υπάρχουν…
Δωμάτια εξ ανάγκης ακατάστατα που ζουν κατά ομάδες σερβιτόρες, λαντζέρισσες, μάγειροι και καθαριστές.
Τα ρούχα τους πλυμένα βιαστικά στο χέρι, οι ώμοι τους καμένοι –«μαύρισες», θα πούνε όλοι στην Αθήνα– και από τον αστράγαλο και κάτω τα πέλματά τους είναι κουρασμένα κι ασπρουλιάρικα.
Οι Έλληνες, οι Αλβανοί, οι Ινδές, οι Πακιστανοί, οι Ασιάτισσες και οι Αφρικανές εργάτες και εργάτριες της Μυκόνου, της καυτής διασκέδασης, των εξαψήφιων τζίρων στα πολυτελή μαγαζιά. Ξεμένουν από τσιγάρα, δεν πληρώνονται στην ώρα τους, τους κάνουν συνεχώς παρατηρήσεις, τους λείπουν οι φίλες τους, οι γκόμενοί τους, σιχάθηκαν τα «thank you» των σπάταλων τουριστών, πέφτουν στα μαξιλάρια τους κατάκοποι.
Περπατάνε χιλιόμετρα για να πάνε στην δουλειά. Τους εγκατέστησαν μακριά, ως συνήθως, από τον τόπο εργασίας τους. Δεν έχουν φέρει το αμάξι ή το μηχανάκι τους, ως συνήθως. Άσε που μπορεί και να μην έχουν καθόλου.
Κανένας δεν βγάζει πολύ χρήμα στην πρώτη του σεζόν στην Μύκονο. Με τα σύννεφα μες στα μυαλά, τον πιάνουνε οι δύσκολες μπόρες και προσαρμόζεται στην δύσκολη καθημερινότητα, έχοντας αλλάξει μέσα σε ένα καλοκαίρι αρκετά πόστα στο ίδιο ή σε άλλα μαγαζιά. Τους σφίγγει την καρδιά τους ένα αόρατο χέρι-σεζόν μετά, έχουν καταλήξει να μισούν τα καλοκαίρια. Η δωρεάν μερίδα φαγητού που τους παραχωρεί η γκρινιάρα διεύθυνση δεν φτάνει για να χορτάσουν. Δεν πρέπει να αργούν λεπτό. Τα πράγματα είναι αυστηρά: εδώ είναι Μύκονος!
Όταν γυρίσουν στα σπίτια τους, θα τους θαυμάζουν όλοι: το παιδί έκανε σεζόν στην Μύκονο. Όλοι θα έχουν κάνει μπάρμαν, σερβιτοριλίκι ελάχιστοι. Έτσι πάει…
Αρχές Αυγούστου, ο γάιδαρος έχει φαγωθεί, αλλά η ουρά δύσκολα κατεβαίνει. Ένας, άντε δυο μήνες ακόμα έμειναν, μα, άραγε, θα βγουν; Έχουν ξοδευτεί και μερικά λεφτά… Καμιά φορά, δεν γίνεται να πας απευθείας σπίτι μετά την δουλειά: εδώ είναι Μύκονος!
Στην Μύκονο, οι ταξιτζήδες γκρινιάζουν από τα ξημερώματα, για τους μεθυσμένους που παζαρεύουν ένα πεντάευρω λιγότερο στην κούρσα. Πλαστικά μπουκάλια νερού κείτονται μες στα λερωμένα αυτοκίνητα, τα πλατσουρίσματα στις κοντινές παραλίες είναι τσουρούτικα, όλοι αγχώνονται να προλάβουν το λεωφορείο, δεν ερωτεύεται κανείς, αλλά, πάνω-κάτω, όλες θα κάνουν σεξ. Ο σερβιτόρος σερβίρει σούσι με φύλλα χρυσού σε δυο παχουλούς Άραβες – αποκλείεται να τους χορτάσει το σούσι, μετά θα τρέχουν για σουβλάκια. Οι Άραβες μασουλάνε αδιάφοροι τα φύλλα χρυσού, ύστερα τα αφοδεύουν και η ζωή συνεχίζεται.
Μες στα πληγωμένα από τις κακόγουστες Βαβέλ των επισκεπτών τους καλντερίμια, ένας φτωχοντυμένος, ευγενικός άντρας που δεν έχει ακόμα ιδέα πού έχει έρθει ψάχνει ν’ αγαπηθεί. Στο επόμενο τετράγωνο, ένας αμφισεξουαλικός ζιγκολό κρατά το μπράτσο ενός ηλικιωμένου μόδιστρου. Στο δωμάτιο μιας σουίτας, τρία κορμιά ερωτοτροπούν βαριεστημένα, ξένα το ένα με το άλλο. Ένα κορίτσι νομίζει πως έκανε την τύχη του επειδή παράχωσε δυο επαγγελματικές κάρτες μες στο πορτοφόλι του. Σε ένα πεζούλι με θέα πέλαγο, δυο εραστές, στην πρώτη και τελευταία τους νύχτα, ανταλλάσσουν μυρωδάτο τσιγάρο και ζαλίζονται. Ένας άλουστος μουσικός του δρόμου κάθεται με το τεράστιο λαμπραντόρ του σε όσο πιο ευκρινές σημείο γίνεται και παιζοτραγουδά, μα ένας διάσημος, Έλληνας ηθοποιός περνά μπροστά του αδιάφορος και δροσερός.
Ο Τάσος είναι μοντέλο, η Ολυμπία γράφει ποίηση, η Δανάη παίζει βόλεϊ, ο Σωτήρης είναι ένας καλόκαρδος αλήτης, ο Αναστάσης μόλις πέρασε στο μεταπτυχιακό του στην Δανία, η Μαρία μαζεύει ευρώ το ευρώ για να πάει σε καλύτερο σπίτι με το παιδί της από χειμώνα, ο Μιρσάντ έχει πρησμένο πόδι αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι προς το παρόν, η Λίλα ερωτεύτηκε τον εργοδότη της και κλαίει κρυφά τα βράδια, η Ολέσια μετάνιωσε που ήρθε στο νησί και δεν βλέπει την ώρα να φύγει.
Όλες αυτές και όλοι αυτοί είναι η άλλη Μύκονος. Τα μηνύματα στα κινητά τους, τα σχέδιά τους άμα τη επιστροφή, τα χαμόγελα που αναγκάζονται να εξαπολύουν ανεξαρτήτως αληθινής διάθεσης, τα παράπονά τους, η κρυμμένη ομορφιά κάτω από τις άχαρες στολές εργασίας τους.
Όσο υπάρχουν αυτές και αυτοί, μερικές και μερικοί από εμάς θα συνεχίζουμε να πηγαίνουμε στο νησί της Οδυνηδονής, έτσι απλά για να τους δούμε, για να τους ξεκουράσουμε λιγάκι με την παρουσία μας, να τους πούμε ένα μεγάλο μπράβο για τις αντοχές τους και να τους βοηθήσουμε λίγο με το σπίτι. Είναι οι φίλοι μας και οι κολλητές μας.
Εσείς που πηγαίνετε Μύκονο για πιο προφανείς, ίσως, λόγους, απλά να τους σέβεστε. Κρατούν τις διακοπές σας στα χέρια τους.