Όχι, δεν είναι το τσιμέντο το πρόβλημα. Είναι η γενική κατάντια του Βράχου και του Μνημείου. Είναι το προκλητικά αντιαισθητικό ασανσέρ για τους ΑΜΕΑ, που σκάει δεν ξέρω πόσα μέτρα πάνω από τον Βράχο και το βλέπεις από μακριά σαν μια σκαλωσιά που νομίζεις πως εξέχει προσωρινά και είναι εκεί για να ολοκληρωθεί κάποια εργασία – αλλά είναι το μόνιμο ασανσέρ. Δεν ισχύει πως το τσιμέντο μπήκε για να εξυπηρετηθούν οι ΑΜΕΑ και η κακόγουστη αυτή πολυεστερική και μεταλλική εγκατάσταση. Το τσιμέντο είναι σχεδόν παντού και έχει επικρατήσει σε όλους τους διαδρόμους, όχι μόνο στο μονοπάτι τού ασανσέρ. Τα κορδόνια αυτά τα χοντρά τα νεόπλουτα, που στηρίζονται σε ασημένια κολωνάκια μπηγμένα σε σκαλιστές μαρμάρινες βάσεις σαν να είσαι στο Εκάλη Club την εποχή του Σημίτη, κυριαρχούν επώδυνα. Plexiglass διαχωριστικά, όπου θεωρήθηκαν χρήσιμα, και, γύρω από τον Παρθενώνα, σαν μεγάλα χοντρά φίδια, εκατοντάδες ακάλυπτα καλώδια – προφανώς για τους φωτισμούς του μνημείου. Εδώ και εκεί και σε κάθε βήμα μνήμες του παλιού τσιμέντου (γιατί τσιμέντο είχε και πριν, αλλά από εκείνο το ανακατεμένο με βοτσαλάκια), δεκάδες παρατημένες πλάκες τσιμέντου (μάλλον από πρόσφατες «δοκιμές» στα ειδικά καλούπια). Μια γενική αίσθηση παραίτησης και υποτίμησης της πιο πολύτιμης υλικής κληρονομιάς μας από την αρχαιότητα, μπροστά στα διάφορα προβλήματα που παρουσιάζει η συντήρησή της.
Περίμενα να περάσει τουλάχιστον μια εβδομάδα από την ημέρα που ξανανέβηκα στον Ιερό μας Βράχο μετά από αρκετά χρόνια. Δεν ήθελα να γράψω εν θερμώ. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είχα σχηματίσει άποψη αμέσως. Σκέψεις συγκρουόμενες με μπερδεύανε. Τι συμβαίνει; Κακή πρόθεση δεν υπάρχει, αυτό δεν το συζητώ. Δεν υπάρχει κανείς υπεύθυνος ή ανεύθυνος που να θέλει συνειδητά να μειώσει τον Βράχο και το μέγιστο μνημείο μας. Όλοι προσπαθούν να βρούνε «λύσεις» και, ανάλογα με την αισθητική τους, τις προτεραιότητές τους, τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα γενικότερα, επιλέγουν τις λύσεις που θεωρούν πιο σωστές. Για παράδειγμα: Κάποιοι θέλουν να φωτίσουν το μνημείο όσο καλύτερα γίνεται. Τα χρήματα υπάρχουν – ιδρύματα κ.λπ. Φωνάζουν την κατά γενική ομολογία καλύτερη επαγγελματία των φωτισμών, την Ελευθερία Ντεκό. Η Ελευθερία φωτίζει υπέροχα. Τα καλώδια και πώς θα καλυφθούν, ώστε να μη χάσκουν τόσο χυδαία γύρω-γύρω από τον Παρθενώνα δεν είναι δικό της θέμα. Εκείνη χρειάζεται ηλεκτρισμό, και τον ηλεκτρισμό τον φέρνουν αυτά τα ογκώδη καλώδια. Τα καλώδια μένουν εκεί, χάσκουν σαν τέρατα της ζούγκλας σε ακινησία. Κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα συμμαζέψει, να τα τυλίξει μέσα σε ένα άλλο υλικό πιο ήπιο, πιο αισθητικό. Γι’ αυτό φοβάμαι πως το πρόβλημα, κατά τη δική μου διάγνωση, είναι η αισθητική, που πια ΔΕΝ έχουμε.
Λένε πως δεν υπάρχει κανείς που να αγαπάει την Ακρόπολη σαν τον κύριο Κορρέ. Ελπίζω πως δεν ισχύει αυτό. Ο κ. Κορρές δεν μπορεί να αγαπάει τον Βράχο και το μνημείο και την ιερότητά του. Αν την αγαπούσε και έχει δει με τα μάτια του αυτά που είδα εγώ ο άσχετος, όλη αυτή την αταξία, όλη αυτή την αισθητική της χωματερής όπου τα πετάμε όλα μαζί και ο Θεός βοηθός, όλη αυτή την απαξίωση του Μέγιστου Δώρου που διαθέτουμε από τους προγόνους μας, θα είχε μεταναστεύσει. Αντιθέτως, του αρέσει αυτό που βλέπει. Το εγκρίνει. Το υπογράφει. Το υπερασπίζεται. Και διατηρεί τα εύσημα του «ειδικού», ενώ αν πραγματικά υπήρχε «ειδικός» το Μνημείο και ο Βράχος θα στεκόντουσαν σήμερα όρθια και υπερήφανα όπως τους αξίζει – και δεν θα παρουσίαζαν αυτή την εικόνα του «πάρ’ τα όλα». Σε μερικά πράγματα δεν επιτρέπονται συμβιβασμοί. Δεν ξέρω πόσο την αγαπάει την Ακρόπολη ο κ. Κορρές, βλέπω όμως στην πράξη πως είναι άνθρωπος που συμβιβάζεται εύκολα. Και δεν είναι ωραίο αυτό. Δίνει σε όλους μας –και κυρίως στους «επόμενους»– ένα πολύ κακό παράδειγμα: Άρπα- κόλλα και μη σε νοιάζει τίποτα.
Δεν είναι έτσι όμως. Αυτός ο τόπος που αξιώνεται έναν Παρθενώνα, τον Ιερό του Βράχο, μιαν Ακρόπολη, έχει αξιωθεί και πολύ πρόσφατα ανθρώπους που υπερασπίστηκαν με το έργο τους και τη ζωή τους την ίδια, μιαν αισθητική, μια ματιά καθαρής ομορφιάς, έναν «Νέο Ελληνικό Πολιτισμό» με άποψη και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που πάλεψαν για να μας τα κληροδοτήσουν. Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το τσιμέντο ούτε η «Τσιμενδώνη». Δεν είναι η Ν.Δ. και ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης. Το μεγάλο, θλιβερό, αποκαρδιωτικό πρόβλημά μας είναι πως, ενώ φτάσαμε με τη γενιά του ’30 και τους επιγόνους τους σε ένα αξιοζήλευτο αισθητικό επίπεδο, ενώ αξιωθήκαμε υψηλή ποίηση, λογοτεχνία, ζωγραφική, αρχιτεκτονική, γλυπτική, μουσική και τόσα άλλα που πήγαν να διαμορφώσουν μιαν «αισθητική στάση» στέρεα και αντάξια της κληρονομιάς (που αποδεχτήκαμε), προχωρήσαμε ακάθεκτοι στον κυνισμό, την γκλαμουριά, τη σαχλαμάρα και το «δεν βαριέσαι».
Ο Παρθενώνας και ο Βράχος σήμερα «δεν είναι σε καλά χέρια». Να σηκώσουμε τα μανίκια όλοι και να προχωρήσουμε σε μια «γενική καθαριότητα» πριν να είναι πολύ αργά. Το ξαναλέω: Δεν είναι το τσιμέντο το πρόβλημα. Το τσιμέντο θα μπορούσε να είναι και αισθητική άποψη, αν υπήρχε σεβασμός στις αρχές της Αισθητικής. Δεν υπάρχει όμως. Η κατάσταση εκεί πάνω είναι θλιβερή. Και μας εκπροσωπεί όλους, αφού δεν θυμώνουμε πια με τίποτα – ακόμα και αν προσβάλλονται τα πλέον ιερά μας και όσια.