«Σ’ αυτό τον κόσµο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας µας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται…»
Το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου του 1963 έφθασε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση της απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Έλληνας τιμάται με βραβείο Νόμπελ. Το πραγματικό κλίμα που δημιούργησε στην Ελλάδα η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη το περιγράφει ο Γ.Π. Σαββίδης σε κείμενό του το 1993 με τον εύγλωττο τίτλο: «Μουγκαμάρα και φθόνος», και στο οποίο αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του ο Γιώργης Μαστρομανωλάκης στην εφημερίδα «Το Βήμα» (26/10/2003):
«Όπως θυμάται ο Γιώργος Σαββίδης, επειδή υποψιαζόταν ότι η επιστροφή του Γιώργου Σεφέρη από την Στοκχόλμη θα συνοδευόταν από την ίδια “μουγκαμάρα”, τηλεγραφεί “υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής”. Στο αεροδρόμιο τους υποδέχονται δύο γυναίκες, “η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος”. Η θριαμβευτική υποδοχή του Σεφέρη γίνεται οκτώ χρόνια μετά την επιστροφή του από την Σουηδία. Το απόγευμα της κηδείας του (22 Σεπτεμβρίου 1971) αυτόκλητος, σύσσωμος ο αθηναϊκός λαός υποδέχεται τον ποιητή του, ενώ ο ίδιος είχε αναχωρήσει μία ημέρα πριν».
«Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο. Όταν γύρισε, στο αεροδρόμιο δεν ήρθε κανείς επίσημος να τον υποδεχθεί. Αυτόν τον άνθρωπο που έφερνε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το Νόμπελ. Τον περιμέναμε, οι δυο κόρες της Μαρώς και εγώ. Κανένας άλλος», αναφέρει ο φίλος του και εκδότης των βιβλίων του (εκδόσεις Ίκαρος) Νίκος Καρύδης στο προσωπικό του ημερολόγιο.
Ο Γιώργος Σεφέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στην Σμύρνη, το 1913. Ήταν γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα, αδέρφια την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου) και τον Άγγελο.
Η πανεπιστημιακή καριέρα του πατέρα του υπήρξε λαμπρή και κατέληξε το 1933 στην αναγόρευσή του ως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού. Μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Σεφέρης τέλειωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο.
«Το 1969 ο Γιώργος Σεφέρης έκανε τη γνωστή του δήλωση κατά της χούντας. Την προσυπογράψαµε µερικοί ακόµα συγγραφείς – αυτοί κυρίως που συγκρότησαν την οµάδα των “18”. Με αυτήν τη δήλωση άρχισαν και οι δοσοληψίες µου µε την Ασφάλεια. Λίγες µέρες µετά τη δηµοσίευσή της, ο υπαστυνόµος Μ. µε κάλεσε στο γραφείο του στη Μεσογείων. Με άφησε να περιµένω κάµποσο όρθιος, ενώ εκείνος διεκπεραίωνε αδιάφορα τηλεφωνήµατα. Στο τέλος, εξίσου αδιάφορα, και σε έναν ενικό ρουτίνας, µου επισήµανε: “Εσύ υπόγραψες κάτι µε έναν Σέφερη”. “Kανένα Σέφερη”, είπα. Είχα αποφασίσει κιόλας να τον βάλω στη θέση του. “Πρόκειται για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, πρώτο και µοναδικό µέχρι τώρα ελληνικό βραβείο Νοµπέλ”. Η απάντηση, χωρίς καµία έκπληξη και στο ίδιο βαριεστηµένο ύφος, ήταν πάντως αποστοµωτική: “Στα απαυτά µου”», διηγείται ο Θανάσης Βαλτινός.
Από το 1918 έως το 1924 έζησε στο Παρίσι όπου σπούδασε νομικά και ήρθε σε επαφή με τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνική παραγωγή. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Βωμός» (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στον Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά.
Το καλοκαίρι του 1924, μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, έφυγε για το Λονδίνο, όπου έμεινε έως τον χειμώνα του επόμενου χρόνου. Εκεί έγραψε το ποίημα «Fog». Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άρχισε να γράφει το «Ημερολόγιο», και το γνωστό ως «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» πεζογράφημα και πρωτοδιάβασε τα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη».
Το 1926 πέθανε η μητέρα του και στις 29 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ο Σεφέρης διορίστηκε ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών. Το 1928 δημοσιεύτηκε η μετάφρασή του από το έργο του «Βαλερύ Μια νύχτα με τον κ. Τεστ» στην «Νέα Εστία». Τον ίδιο χρόνο έγραψε «Το ύφος μιας μέρας» και το «Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη». Το 1931 κυκλοφόρησε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Στροφή», για την οποία ο Παλαμάς δημοσίευσε επιστολή στην «Νέα Εστία».
Διορίστηκε υποπρόξενος και στη συνέχεια πρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, όπου παρέμεινε έως το 1934. Το 1932 δημοσίευσε την «Στέρνα» και το 1935 το «Μυθιστόρημα», και τα δύο σε περιορισμένα αντίτυπα. Το 1936 δημοσίευσε το βιβλίο «Θ.Σ. Έλιοτ» και διορίστηκε Πρόξενος στην Κορυτσά, όπου έμεινε έως το 1937, που ταξίδεψε στο Βουκουρέστι για το Συνέδριο Διαβαλκανικού Τύπου. Τότε πραγματοποιήθηκε και η πρώτη μετάφραση ποιήματός του στα γαλλικά από την Έλλη Λαμπρίδη. Το 1938 διορίστηκε προϊστάμενος της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με τον Αντρέ Ζιντ στο σπίτι του Κ.Θ. Δημαρά και ταξίδεψε στην Ρουμανία με τον Τ. Παπατσώνη.
Ο πρώτος «μεγάλος έρωτας της ζωής του» ήταν η Γαλλίδα Ζακλίν, που όμως «ήθελε γάμο» και «ο δεσμός τους θα γίνει απείρως οδυνηρός». Θα τον αγαπά μέχρι τέλους και θα ταξιδέψει στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1971, για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό που δεν στάθηκε δυνατός.
Το 1940 εξέδωσε τα «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α΄», «Ποιήματα 1» και «Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937)». Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε μανιφέστο κατά του Ιταλικού Φασισμού και το διάγγελμα του βασιλιά μαζί με τον Νικολούδη.
Το 1941 παντρεύτηκε την Μαρώ Ζάννου, εξέδωσε το «Χειρόγραφο Σεπτ. ’41» και ταξίδεψε με την ελληνική κυβέρνηση στην Σούδα, την Αίγυπτο και την Νότιο Αφρική. Το 1942 εκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια η «Λύρα του Κάλβου» με πρόλογο του Σεφέρη. Ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ και μετατέθηκε στο Κάιρο (Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης). Το 1943 έδωσε διαλέξεις για τον Παλαμά και τον Μακρυγιάννη στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια και γνωρίστηκε με τον Στρατή Τσίρκα. Το 1944 εκδόθηκαν οι «Δοκιμές στο Κάιρο» και το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Ταξίδεψε με την κυβέρνηση στην Ιταλία και τον Οκτώβρη επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1945 διετέλεσε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το 1946 γνωρίστηκε με τον Eluard, εξέδωσε τον «Ερωτόκριτο», την «Κίχλη» και διάβασε τη μελέτη τού «Καβάφης - Έλιοτ: Παράλληλοι» στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας.
Το 1947 τιμήθηκε με το έπαθλο Παλαμά και ένα χρόνο αργότερα παραιτήθηκε μαζί με πολλούς άλλους συγγραφείς από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τονίζοντας την φθορά που είχε υποστεί ο θεσμός. Διορίστηκε σύμβουλος πρεσβείας στην Άγκυρα. Το 1949 εκδόθηκε η μετάφρασή του από ποιήματα του Έλιοτ με τίτλο «Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα». Το 1950 πέθανε ο αδερφός του Άγγελος στην Αμερική. Τον ίδιο χρόνο ο Σεφέρης ταξίδεψε στην Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Τον επόμενο χρόνο πέθανε ο πατέρας του, ενώ διορίστηκε σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 μετατέθηκε στην Βηρυτό και το 1953 πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στην Κύπρο μαζί με την γυναίκα του (ακολούθησε δεύτερο ταξίδι τον επόμενο χρόνο και τρίτο το 1955). Το 1956 έγινε διευθυντής στην Β΄ Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και το 1957 συμμετείχε στην συζήτηση για το Κυπριακό στην Νέα Υόρκη. Τότε διορίστηκε πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο Foyle, και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η ομιλία του Γιώργου Σεφέρη στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης:
«Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτήν την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα-πρώτα από τον εαυτό μου.
»Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στην Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, την θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που την χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. O ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: “Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα”, λέει ο Ηράκλειτος, “ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν”.
»Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται ολωσδιόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «…θα χαθούμε, γιατί αδικήσαμε…». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος, είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από τον φόβο και την ανησυχία, την χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τι θα γινόμασταν, αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης – κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στην στέρηση εμπιστοσύνης.
»Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο, γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στην λογοτεχνία, παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα και ένα σημερινό η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτήν την φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή από στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει πού να ’βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτήν δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα την συνήθεια, αυτήν την βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία, που ένιωσε αυτά τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες, όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός:
»να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής,
»για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
»Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
»Όταν, στον δρόμο της Θήβας, ο Oιδίπους συνάντησε την Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Oιδίποδα».
Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Το 1964 δημοσιεύτηκε η μετάφρασή του από το «Άσμα ασμάτων» και οι «Αντιγραφές». Τότε γνωρίστηκε με τον Ezra Pound, ενώ ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκαν τα «Τρία Κρυφά ποιήματα» και εκδόθηκε η μετάφραση της «Αποκάλυψης του Ιωάννη».
Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας του Παπαδόπουλου και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Το 1971 έγραψε το τελευταίο του ποίημα με τίτλο «Επί ασπαλάθων».
Πέθανε τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Είχε προηγουμένως υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στον δωδεκαδάκτυλο. Η κηδεία του, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.
«Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»
Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ηγετική μορφή στην ποίηση και την θεωρία της λογοτεχνίας στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Με την σκέψη και την δημιουργία του ανανέωσε ριζικά τον προσανατολισμό της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνδυάζοντας βαθιά γνώση της παράδοσης και των παγκόσμιων ιδεολογικών ρευμάτων και προτάσσοντας το αίτημα της ελληνικότητας στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πραγματικότητας.