Το ιδανικό μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής, αλλά να εργασθώ, να δράσω, να δημιουργήσω. Να κάνω κάτι αντάξιο ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού. Θέλω να πολεμήσω εμπρός εις την πρώτην γραμμή και ή να πέσω τίμια ή να φέρω εκ των πρώτων την σημαίαν της προόδου εις τον δρόμον του μέλλοντος». Αυτός ήταν ο στόχος του σπουδαίου αυτού επιστήμονα και ευεργέτη εκατομμύρια γυναικών ανά τον κόσμο. Ένας στόχος που πέτυχε, έστω και με τεράστιες αντιξοότητες και δυσκολίες, με το όνομά του να γίνεται παγκόσμιο σύμβολο στον αγώνα κατά του καρκίνου.
Αν και οι γυναίκες ολόκληρου του πλανήτη γνωρίζουν το test-pap και την αξία του για τη ζωή τους, ο εφευρέτης του αντίστοιχου τεστ μόνο ως όνομα είναι γνωστός. Πόσοι γνωρίζουμε ότι ήταν υποψήφιος δύο φορές για Νόμπελ Ιατρικής, χωρίς ποτέ να το πάρει; Πόσοι γνωρίζουμε ότι για τη μεγάλη του ανακάλυψη για το τεστ-παπ χρησιμοποιούσε την ίδια τη γυναίκα του για να κάνει τα πειράματά του παίρνοντας και από εκείνη κολπικό επίχρισμα, χάνοντας τη δυνατότητα να αποκτήσουν παιδιά; «Δεν μετάνιωσα ποτέ για την επιλογή μου...» έγραψε η ίδια αργότερα, που συνέχισε το έργο του μέχρι τον δικό της θάνατο το 1982.
Γεώργιος Παπανικολάου γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας στις 13 Μαΐου του 1883 και πέθανε στις 19 Φεβρουαρίου του 1962 στο Μαϊάμι Φλώριδας. Ήταν διάσημος Έλληνας γιατρός, βιολόγος και ερευνητής. Ήταν πρωτοπόρος στην κυτταροπαθολογία, και για τον πρώιμο εντοπισμό του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Είναι περισσότερο γνωστός ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πρωτοποριακή κυτταροδιαγνωστική μέθοδο, γνωστή ως Τεστ-Παπ, που χάρισε ζωή στις γυναίκες όλου του κόσμου, όπως αναφέρει αναμνηστική πλάκα στο Ερευνητικό Καρκινολογικό Ινστιτούτο «Γ. Παπανικολάου». Ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά τού Νικόλαου Παπανικολάου, επίσης γιατρού στην Κύμη, δήμαρχου και βουλευτή Ευβοίας και Καρυστίας. Μετά τη βασική του εκπαίδευση, πήγε στην Αθήνα, όπου μόλις 15 ετών μπήκε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου αποφοίτησε στα 21 του.
Παράλληλα με τις σπουδές του διεύρυνε την μόρφωσή του μαθαίνοντας γερμανικά και γαλλικά, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, αλλά και τη μουσική, μαθαίνοντας επί 8 χρόνια βιολί, το οποίο δεν αποχωρίστηκε ποτέ.
Μετά τις σπουδές του επιστρέφει στην Κύμη για δύο χρόνια, όπου πρόσφερε αφιλοκερδώς τις ιατρικές του υπηρεσίες σε ασθενείς με λέπραστα περίχωρα της Χαλκίδας, αλλά και διαβάζοντας Νίτσε που λάτρευε. Στη συνέχεια, έφυγε για τη Γερμανία, όπου το 1910 ανακηρύσσεται Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, για την εργασία του «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των Δαφνιδών».
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος το 1912, ο Παπανικολάου συμμετείχε ως υπολοχαγός στο ιατρικό σώμα. Λίγο αργότερα αποχώρησε για τη Γαλλία θέλοντας να προσφέρει ακόμα περισσότερα στην επιστήμη του, όπου εργάστηκε στο Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Μονακό, στην επιστημονική ομάδα του Πρίγκιπα του Μονακό, Αλβέρτου Α΄. Το 1913, αναχώρησε για την Αμερική μαζί με την Ανδρομάχη, με μόλις 250 δολάρια και χωρίς να γνωρίζουν καν τη γλώσσα. Εκεί η Μάχη εργάστηκε σε πολυκατάστημα ως μοδίστρα και ο Παπανικολάου ως πωλητής χαλιών στο ίδιο κατάστημα, αλλά και βιολιστής σε εστιατόρια. Το 1914, πήρε μια θέση στο Τμήμα Παθολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στο τμήμα Ανατομίας του Ιατρικού Κολλεγίου του Πανεπιστημίου Cornell, όπου η σύζυγός του τον ακολούθησε ως τεχνικός.
Από το 1917 ασχολείται με τη μετέπειτα εφεύρεσή του. Το 1928 έκανε την πρώτη του ανακοίνωση με τίτλο «Νέα διάγνωση του καρκίνου», η οποία αρχικά αντιμετώπισε τη δυσπιστία του ιατρικού κόσμου των ΗΠΑ. Αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε, και ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ. Αποκορύφωμα ήταν ο τίτλος του καθηγητή της Κλινικής Ανατομικής. Το 1961 ο Γεώργιος Παπανικολάου εγκαταστάθηκε στο Μαϊάμι, όπου ανέλαβε την οργάνωση του Καρκινολογικού Ινστιτούτου, το οποίο μετά τον θάνατό του στις 19 Φεβρουαρίου του 1962, μετονομάσθηκε σε Καρκινολογικό Ινστιτούτο «Γεώργιος Παπανικολάου».
Ο θάνατός του οφειλόταν σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σαν κεραυνός έπεσε η είδηση στον επιστημονικό κόσμο των ΗΠΑ και φυσικά στους συγγενείς και φίλους, προκαλώντας βαθιά συγκίνηση και οδύνη. Η σορός του μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη και η κηδεία του έγινε στον Ορθόδοξο Μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδος, στις 23/2/1962.
Στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, τόνισε ότι «ο Παπανικολάου αφιέρωσε την επιστήμην αυτού εις τον άνθρωπον και υπήρξε ο σωτήρ εκατομμυρίων ανθρώπων από την μάστιγα του καρκίνου». Ο μεγάλος Έλληνας ιατρός ετάφη στο μικρό Κοιμητήριο του Clinton, στο New Jersey.
Ο θάνατός του συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο, με αναρίθμητα δημοσιεύματα για εκείνον που η επιστήμη του έσωζε τη ζωή αναρίθμητων γυναικών σε όλο τον κόσμο.
Την ημέρα του θανάτου του, 19/2/1962, έγραφε το «Ελεύθερον Βήμα»: «Ο καθηγητής Γεώργιος Παπανικολάου υπήρξε μία διεθνώς εξέχουσα μορφή της ιατρικής και βιολογικής ερεύνης, ειδικώτερον εις τον αντικαρκινικόν αγώνα και τον τομέα της κυτταρολογίας , κατά την τελευταίαν τεσσαρακονταετίαν. Δημιουργός μίας παγκοσμίου κύρους επιστημονικής σχολής, η οποία φέρει τον τίτλον “Αποφολιδωτική κυτταρολογία”, έχαιρε διεθνούς φήμης και μαθηταί του συνεχίζουν την επιστημονικήν του παράδοσιν εις όλας τας χώρας, ακόμη και εις την Ανατολικήν Ευρώπην και την Άπω Ανατολήν».
Τest-Pap
Πρωτοπόρος της Κυτταρολογίας, ο Γεώργιος Παπανικολάου είναι ένας από τους σημαντικότερους γιατρούς του 20ού αιώνα, που έστρεψαν την ιατρική σε κατευθύνσεις άλλες από τις μέχρι τότε παραδεκτές, θεμελιώνοντας ουσιαστικά τον τομέα της Πρόληψης για τον καρκίνο. Η ανακάλυψή του άλλαξε αποφασιστικά τον μέχρι τότε τρόπο αντιμετώπισης του καρκίνου. Χάρη στον Dr Pap, το ενδιαφέρον της ιατρικής μετατοπίστηκε από τη δύσκολη –λόγω του πολυσύνθετου χαρακτήρα του καρκίνου– θεραπεία, στην πρόληψη. Ο Παπανικολάου έδωσε στις γυναίκες κάτι συγκεκριμένο και μετρήσιμο: μία απλή, ανώδυνη και οικονομική εξέταση που απομυθοποίησε απόλυτα τον καρκίνο. Χάρη στο Test- Pap και την έγκαιρη διάγνωση που αυτό εξασφάλιζε, εκατομμύρια γυναίκες σώθηκαν, ενώ η εφαρμογή του επεκτάθηκε και σε άλλες σημαντικές ειδικότητες της Ιατρικής.
Στο πνεύμα του Γεωργίου Παπανικολάου οι έρευνες για την θεραπεία του καρκίνου συνεχίστηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, οδηγώντας στην ανακάλυψη και την ευρεία πλέον εφαρμογή στον γυναικείο πληθυσμό, του εμβολίου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Παράλληλα, με την ιλιγγιώδη πρόοδο της Βιοϊατρικής τεχνολογίας και Φαρμακολογίας, μπορούν πλέον να θεραπεύονται νόσοι, όπως ορισμένες μορφές λευχαιμίας, που μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες θεωρούνταν ανίατες, ενώ συγχρόνως παρέχεται ποιότητα ζωής και σημαντικό προσδόκιμο επιβίωσης σε εκατομμύρια ασθενείς με νεοπλάσματα.
Η πολύτιμη σύντροφός του Μάχη
Κόρη του αξιωματικού Μαυρογένη, η Μάχη στα νεανικά της χρόνια παραθέριζε με την οικογένεια της στην Κύμη. Εκεί γνωρίστηκε με τον Γ. Παπανικολάου, που σύντομα την ξεχώρισε για τα χαρίσματα και τον δυναμικό της χαρακτήρα.
Παντρεύτηκαν το 1910και από τότε ακολούθησαν μία κοινή πορεία που άρχισε με δυσκολίες, συνεχίστηκε με μόχθο και αγώνες για να καταλήξει σ’ ένα δημιουργικό έργο καταξιωμένο με την παγκόσμια αναγνώριση. Στον μακρύ και επίπονο αυτό δρόμο, η Μάχη αφοσιωμένη και ακούραστη σύντροφος, υπηρέτησε το έργο που ο μεγάλος ερευνητής έταξε για σκοπό της ζωής του με όλες της τις δυνάμεις.
Δέχθηκε να μη δημιουργήσει οικογένειαγια να είναι απερίσπαστη όταν εκείνος τη χρειαζόταν στο εργαστήριο, στο γραφείο, στο σπίτι.
Ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα, μα παράλληλα συμμετείχε καθημερινά στον εξαντλητικό ρυθμό εργασίας του αδιάκοπα για μισό περίπου αιώνα ακολουθούσε ο σύζυγός της κατά το διάστημα των ερευνών του στο Πανεπιστήμιο Κορνέλλ της Ν. Υόρκης.
Το καλοκαίρι του 1957αποφάσισαν να κάνουν τις πρώτες τους μετά 44 χρόνια διακοπές στην Ελλάδα.
Κατά την επιστροφή τους στην Αμερική, ο Γ. Παπανικολάου πήρε την απόφαση να μεταφέρει τις δραστηριότητες του στο Μαϊάμι της Φλόριδας για να οργανώσει το Ινστιτούτο καρκινικών ερευνών, στο οποίο είχαν δώσει το όνομά του. Όμως δεν πρόλαβε… Έφυγε ξαφνικά από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 1962.
Η Μάχη δεν θέλησε να απομακρυνθεί, παρόλο που η ζωή της στο νέο περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα θλιβερή μετά τον θάνατο του συντρόφου της. Με τη συνέπεια που τη χαρακτήριζε σε όλη της τη ζωή, έμεινε εκεί για να παρακολουθεί την εξέλιξη του Ινστιτούτου, μέχρι τον θάνατό της στις 13 Οκτωβρίου 1982 σε ηλικία 92 ετών.