Μετά το 2007 η Ελλάδα πλήττεται από τον τυφώνα μιας παρατεταμένης οικονομικής κρίσης σε συνθήκες δραματικής ανόδου του δημοσίου χρέους. Η πραγματικότητα των αριθμών είναι σκληρή και αδιαμφισβήτητη. Την περίοδο 2007-2020 το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε σταθερές τιμές από 250,5 ελαττώθηκε σε 168,3 δισ. ευρώ (€), που μεταφράζεται σε ποσοστό μείωσης της τάξης του -32,8%. Αν υποτεθεί ότι στο μέλλον η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2%, τότε το 2042 το πραγματικό ΑΕΠ θα επανερχόταν στα επίπεδα του 2007, ήτοι στα 250,5 δισ. ευρώ.
Δυστυχώς, η μακρόσυρτη ύφεση της εθνικής μας οικονομίας συντελείται σε συνθήκες ακατάσχετης αύξησης του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα, την περίοδο 2007-2020 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης από 239,7 δισ. ή 103% του ΑΕΠ εξακοντίστηκε στα 374 δισ. € ή 225,2% του ΑΕΠ. Ανησυχητική είναι η επισήμανση ότι το 80% του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης είναι εξωτερικό χρέος, που σημαίνει ότι το χρέος αυτό η Ελλάδα το χρωστάει σε ξένους τραπεζικοπιστωτικούς φορείς, υποδηλώνοντας έτσι την εξάρτηση της χώρας από τους ξένους πιστωτές.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: Το μέγεθος του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης όντως αντικατοπτρίζει το πραγματικό επίπεδο του δημοσίου χρέους της Ελλάδας; Η απάντηση σε αυτό το ζωτικής σημασίας ερώτημα είναι «όχι». Και τούτο γιατί στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης συμπεριλαμβάνονται κατά 94% μόνο οι διάφορες μορφές μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, όπως είναι τα δάνεια και τα κρατικά ομόλογα μεσομακροπρόθεσμης χρονικής διάρκειας.
Εκτός όμως από το μεσομακροπρόθεσμο χρέος υπάρχει και το «βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης», το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δεν συνυπολογίζεται στο επίσημο δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Τα Έντοκα Γραμμάτια (Treasury Bills), τρίμηνης, εξάμηνης, δωδεκάμηνης και δεκαοκτάμηνης χρονικής διάρκειας, χαρακτηρίζονται κρατικά χρεόγραφα βραχυπρόθεσμης διάρκειας και συνθέτουν το βραχυπρόθεσμο δημόσιο χρέος της χώρας. Άρα, αν στο μεσομακροπρόθεσμο προστεθεί και το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, προκύπτει το Συνολικό Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας.
Οπότε το επόμενο καίριο ερώτημα είναι το εξής: Ποιο είναι το μέγεθος του βραχυπρόθεσμου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης, έτσι ώστε να προσδιοριστεί το πραγματικό επίπεδο του συνολικού δημοσίου χρέους της χώρας; Στον πίνακα του κειμένου απεικονίζεται το «βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης». Πηγή των στοιχείων είναι το ΓΛΚ (Γενικό Λογιστήριο του Κράτους). Στον κωδικό ταξινόμησης 5410102001, ο οποίος φέρει την ονομασία «Εισπράξεις από την πώληση τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς», το ΓΛΚ ουσιαστικά καταγράφει το «βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης». Σημειωτέον ότι ο όρος «πώληση τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς» προέρχεται από τη μετάφραση του αγγλικού όρου «repurchase agreements» (repos).
Μετά το 2013 το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, ήτοι το απόθεμα των εντόκων γραμματίων που απεικονίζεται σε συναλλαγές repos, προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Το απόθεμα των εντόκων γραμματίων που είχαν στην «πλάτη» τους συναλλαγές repos ανήλθε το 2020 στο εξωπραγματικό ποσό των 1.264,2 δισ. έναντι 1.062 δισ. το 2019 και 806,9 δισ. ευρώ το 2018. Δοθέντος ότι το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης το 2020 προσδιορίζεται σε 1.264,2 δισ. ευρώ, συνάγεται ότι το συνολικό δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2020 εξακοντίστηκε στα 1.638,2 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύει το 986,3% του ΑΕΠ!!
Στο σημείο αυτό εγείρονται ζωτικής σημασίας ερωτήματα, τα οποία καλούνται να απαντήσουν το Υπουργείο Οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδας και οι Εμπορικές Τράπεζες. Ειδικότερα:
1) Το βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης όντως το 2020 εκτιμάται σε 1.264,2 δισ. έναντι 1.062 δισ. ευρώ το 2019;
2) Δοθέντος ότι τα 1.264,2 δισ. ευρώ είναι αποτέλεσμα συναλλαγών repos, τότε ποιο είναι το ποσοστό του αποθέματος των εντόκων γραμματίων που συναποτελούν μέρος του πραγματικού βραχυπρόθεσμου χρέους της κεντρικής κυβέρνησης;
3) Με ποιες εμπορικές τράπεζες το Υπουργείο Οικονομικών συνάπτει τις ανταλλαγές repos;
4) Σε πόσα εκατομμύρια ευρώ υπολογίζονται ετησίως οι προμήθειες που προκύπτουν από τις συναλλαγές repos και εισπράττονται από τις εμπορικές τράπεζες, ποσά προμηθειών όμως που επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό ήτοι τον Έλληνα φορολογούμενο;
5) Σε ποιους «λογαριασμούς τάξεως» και «λοιπούς λογαριασμούς» των εμπορικών τραπεζών καταγράφονται οι συναλλαγές repos που συνάπτουν οι τράπεζες με το ελληνικό δημόσιο;
6) Η Τράπεζα της Ελλάδας διεξάγει συναλλαγές repos με το ελληνικό δημόσιο;
7) Σε ποια επίπεδα ανέρχονται οι δαπάνες τόκων για την εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου δημοσίου χρέους και σε ποιο κωδικό ταξινόμησης του κρατικού προϋπολογισμού καταγράφονται οι συγκεκριμένες δαπάνες τόκων;
Στα ερωτήματα αυτά θα πρέπει να δοθούν τεκμηριωμένες απαντήσεις από την πλευρά του Υπουργείου Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδας. Οι Έλληνες φορολογούμενοι θα πρέπει να πληροφορηθούν από το Υπουργείο Οικονομικών, ποιο είναι το πραγματικό μέγεθος του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, ποιο είναι το επίπεδο των συνολικών τοκοχρεολυτικών δαπανών εξυπηρέτησής του, και ποια είναι η πραγματική χρηματοοικονομική κατάσταση των εμπορικών τραπεζών. Οι κυβερνήσεις δεν είναι ηθικό και τίμιο να παραπλανούν τους πολίτες ως προς την αληθινή κατάσταση των Δημοσίων Οικονομικών της χώρας. Το 2009 που η Ελλάδα χρεοκόπησε, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης ανερχόταν σε 298,5 δισ. ευρώ ή 125,7% του ΑΕΠ. Τον Μάιο του 2010 η ελληνική κοινωνία δεσμεύτηκε με τα μνημόνια, με συνέπεια όλες οι κυβερνήσεις να εφαρμόσουν εξοντωτικές και απάνθρωπες κοινωνικοοικονομικές πολιτικές.
Ως γνωστόν, τον Φεβρουάριο του 2012 έγινε το πρώτο κούρεμα του κρατικού χρέους της τάξης των 106 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης την περίοδο εκείνη να διαμορφωθεί σε 262 δισ. ευρώ. Αν και τον Δεκέμβριο 2012 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης κουρεύτηκε επιπλέον 32 δισ. ευρώ, εντούτοις το δημόσιο χρέος συνέχισε να αυξάνεται με αχαλίνωτους ρυθμούς. Τον Ιανουάριο του 2021 το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης αναρριχήθηκε στα 376 δισ., ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 226,4% του ΑΕΠ.
Πέραν πάσης αμφιβολίας, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι γιγαντιαίο και μη βιώσιμο. Αντί ένα σημαντικό μέρος των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού να κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις για αναπτυξιακούς σκοπούς, αντιθέτως προορίζεται για τη χρηματοδότηση των πελώριων τοκοχρεολυτικών δαπανών εξυπηρέτησης του συνεχώς αυξανόμενου δημοσίου χρέους. Η ελληνική οικονομία θα πρέπει τάχιστα να εξέλθει από το τέλμα της περιόδου 2007-2020 και να εισέλθει σε φάση σταθερής αναπτυξιακής πορείας. Η συνοχή της ελληνικής κοινωνίας και η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτώνται άμεσα και καθοριστικά από το σφρίγος και τη διατηρησιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας.
Κατηγορίες Δημοσίου Χρέους της Ελλάδας
Έτη |
Χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης (δισ. ευρώ) |
Βραχυπρόθεσμο Χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης (δισ. ευρώ) |
Συνολικό Δημόσιο Χρέος Ελλάδας (δισ. ευρώ) |
Ονομαστικό ΑΕΠ (δισ. ευρώ) |
Πραγματικό ΑΕΠ (δισ. ευρώ) |
Χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης προς ΑΕΠ |
Συνολικό Δημόσιο Χρέος της Ελλάδας προς ΑΕΠ |
1980 1990 2000 2007 2008 2009 2010 2013 2014 2015 2016 2017 2018 2019 2020 |
8,0 46,4 143,6 239,7 262,1 298,5 340,3 321,5 324,1 321,3 326,4 328,7 359,0 356,0 374,0 |
0,7 4,7 14,5 25,2 27,6 42,0 31,5 43,4 142,5 740,5 531,3 567,0 806,9 1.062,0 1.264,2 |
8,7 51,1 158,1 264,9 289,7 340,5 371,8 364,9 466,6 1.061,8 857,7 895,7 1.165,9 1.418,0 1.638,2 |
40,8 77,0 141,2 232,7 242,0 237,5 224,1 179,6 177,3 176,1 174,2 177,2 179,6 182,5 166,1 |
140,8 148,5 190,0 250,5 249,9 239,1 216,3 175,6 176,8 176,1 175,2 177,5 180,1 183,0 168,3 |
19,6% 60,3% 101,7% 103,0% 108,3% 125,7% 151,9% 179,0% 182,8% 182,5% 187,4% 185,5% 199,9% 195,1% 225,2% |
21,3% 66,4% 112,0% 113,8% 119,7% 143,4% 165,9% 203,2% 263,2% 603,0% 492,4% 505,5% 649,2% 777,0% 986,3% |
Παρατηρήσεις: Το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης είναι κυρίως μεσομακροπρόθεσμο. Μετά το 2013 στο βραχυπρόθεσμο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης περιλαμβάνονται τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου που μετατρέπονται σε repos (repurchase agreements-συμφωνίες επαναγοράς). Τα στατιστικά δεδομένα του βραχυπρόθεσμου και του μεσομακροπρόθεσμου δημοσίου χρέους προέρχονται από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Το πραγματικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αποκαλείται επίσης ΑΕΠ σε σταθερές τιμές. Το ονομαστικό ΑΕΠ αποτυπώνεται και με τους όρους «απόλυτο ΑΕΠ» και «ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές». Έτος βάσης του πραγματικού ΑΕΠ είναι το 2015. Πηγή των στοιχείων είναι το Υπουργείο Οικονομικών, η ΕΛΣΤΑΤ και το Ελεγκτικό Συνέδριο.