Κάθε επέτειος και κάθε κρίση αποτελούν ευκαιρία να σχεδιάσουμε ένα καλύτερο μέλλον. Στην Ελλάδα τα δύο μάς έτυχαν μαζί. Διακόσια χρόνια γενεθλίων και δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης είναι ευκαιρία να απαντήσουμε την ερώτηση που μας ταλαιπωρεί όλους: «γιατί μια τόσο πλούσια χώρα πτωχεύει τόσο συχνά;», και να πάρουμε αποφάσεις που θα αντιστρέψουν τις συνθήκες που μας φτάνουν πάντα στο χείλος του γκρεμού.
Η άσκηση έχει αξία για τρεις λόγους: Πρώτον, για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη. Όσο τα βάζουμε κάτω από το χαλί, έχουν την τάση να επανεμφανίζονται. Δεύτερον, διότι κάθε πτώχευση συνοδεύεται από τεράστιο πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος που καθυστερεί την ατομική και συλλογική μας πρόοδο. Και τρίτον, διότι μας βοηθά να απαντήσουμε άλλα ερωτήματα που μας ταλαιπωρούν όπως, για παράδειγμα, γιατί μια επένδυση στην Ελλάδα απαιτεί υπερφυσικά κέρδη (abnormal profits) και γιατί φεύγουν τα παιδιά μας στο εξωτερικό;
Η απάντηση είναι τόσο απλή, όσο σύνθετη είναι η λύση. Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα (τουλάχιστον) το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας οδηγεί την ανάπτυξη με χρήματα «άλλων». Από το Marshall Plan και τους Έλληνες του εξωτερικού, μέχρι την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα δέχεται «βοήθεια» και «επενδύσεις» που δεν έχουν άμεση σχέση με τη δυνατότητά της να παράγει. Έτσι, μετά από 70 χρόνια ιδιότυπης Ολλανδικής Ασθένειας (Dutch Disease), ο ελληνικός πολιτικός, τραπεζικός και επιχειρηματικός κόσμος έχει εθιστεί στη διανομή του πλούτου και έχει ξεχάσει πώς παράγεται. Παράδειγμα της νοοτροπίας που καθιστά ακόμα και τους πιο δυναμικούς κλάδους της χώρας κρατικοδίαιτους είναι, όταν, σε μια κρίση του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας έπεσαν οι τιμές των ψαριών, ο σύνδεσμος ζήτησε το κράτος να αγοράσει τσιπούρες για να ανεβάσει τις τιμές. Στο ερώτημα «τι να τις κάνει;», η απάντηση ήταν «για ανθρωπιστική βοήθεια στο Αφγανιστάν». Διαβεβαιώνω ότι δεν είναι το μόνο παράδειγμα, ούτε το πιο ακραίο.
Αυτή η μεταφορά της προσοχής του πολιτικού, του τραπεζικού και του επιχειρηματικού κόσμου στην απορρόφηση κονδυλίων από έξω, έχει ευνουχίσει βάναυσα το ελληνικό «δαιμόνιο» και την ελληνική δημιουργία, που έξω από τα σύνορα διαπρέπουν. Αυτό εξηγεί γιατί πήρε τόσο καιρό το λάδι να μπει σε μπουκάλια, αυτό εξηγεί γιατί νιώσαμε την πολυτέλεια να απο-βιομηχανοποιήσουμε τη χώρα, αυτό εξηγεί γιατί η Πελοπόννησος, η Ήπειρος και η Θράκη δεν έχουν αναπτύξει τουριστικές υπηρεσίες, ενώ είναι τρεις περιοχές που θα μπορούσαν να ηγούνται στον κλάδο του Τουρισμού της Περιπέτειας.
Οι ιστορικοί, συναισθηματικοί και στρατηγικοί λόγοι που οδήγησαν τέτοιες παροχές βοήθειας και ανορθόδοξες επενδύσεις στο παρελθόν είχαν αρχίσει να εκλείπουν μετά την οικονομική κρίση. Μέχρι που ήρθε ο κορωνοϊός. Τα 70 δισ. που υποσχέθηκε η Ευρώπη «έσωσαν» το ελληνικό πολιτικό σύστημα από το δύσκολο έργο που έχει να κάνει για να σταθεί η χώρα στα πόδια της. Η ανάγκη να μάθουμε να παράγουμε πήρε αναβολή. Μαζί, πήρε αναβολή η ανάγκη να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το πολιτικό σύστημα την ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Άρα, όλα καλά; Όχι. Διότι ο Κύκλος της Πρόσβασης (των Ελληνίδων και των Ελλήνων στα χρήματα που έρχονται από έξω και στις αποφάσεις για τη διανομή τους) συνέχεια συρρικνώνεται. Πολιτική όλων των τελευταίων κυβερνήσεων είναι να βασίζονται στις μεγάλες επιχειρήσεις για να δημιουργήσουν πλούτο στην Ελλάδα και να αφαιρούν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από το «παιχνίδι». Αυτό όμως σημαίνει ότι σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας παραμένουν αναξιοποίητες. Κανένας «μεγάλος» ξενοδόχος, για παράδειγμα, δεν είναι έτοιμος να επενδύσει στη Θράκη.
Επίσης, όσο μεγαλύτεροι και όσο λιγότεροι είναι οι επιχειρηματίες στους οποίους εμπιστεύεται το κράτος την ανάπτυξη της χώρας με «ξένα» κονδύλια, τόσο λιγότερο χρόνο θα μείνουν τα κονδύλια στην Ελλάδα και τόσο λιγότερες φορές θα κινηθούν στις τοπικές οικονομίες για να δημιουργήσουν πλούτο για όλους. Με άλλα λόγια, το παιχνίδι είναι οργανωμένο, ακούσια και εκούσια, έτσι ώστε η Ελλάδα να μην αξιοποιήσει τα κονδύλια αυτά για να μπορέσει να αποφύγει την επόμενη πτώχευση.
Αν θέλουμε να μην πτωχεύσουμε ξανά, έχουμε ανάγκη από ένα σχέδιο που θα διευρύνει την παραγωγική βάση και θα βάλει περισσότερους Έλληνες στο «παιχνίδι» για να κάνουν τις μικρές και μεσαίες επενδύσεις οι οποίες θα αξιοποιήσουν αδρανείς πλουτοπαραγωγικές πηγές. Η διεύρυνση του Κύκλου της Πρόσβασης και η Αποσυγκέντρωση του Πλούτου αποτελούν απαραίτητα στοιχεία τόσο για τη δίκαιη κατανομή των 70 δισ., όσο και για την αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους να αξιοποιήσουν πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα συνεχίσουν να παράγουν αφού εξαντληθεί η βοήθεια που έρχεται.
Όμως η Αποσυγκέντρωση του Πλούτου δεν αφορά τη σημερινή κυβέρνηση, που ασχολείται μόνο με το ποιος θα κατευθύνει ποια κονδύλια, πού, και τι θα ζητήσει ως αντάλλαγμα. Δεν αφορά όμως και την αντιπολίτευση, της οποίας ο λόγος σε αυτά τα θέματα είναι ή ανύπαρκτος ή θεωρητικός, χωρίς γνώση της ελληνικής αγοράς. Ίσως, διότι έχει μια καταγεγραμμένη αλλεργία στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Ίσως, διότι περιμένει, η ίδια και οι δικοί της, ένα πλουσιοπάροχο κομμάτι της πίτας (όπως συνηθίζεται άλλωστε σε τέτοιες μοιρασιές).
Ο κυριότερος λόγος όμως που το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας με χαρά αναβάλλει το δύσκολο έργο που έχει να κάνει είναι ότι δεν μπορεί να γίνει Αποσυγκέντρωση του Πλούτου και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα χωρίς Αποσυγκέντρωση της Εξουσίας. Χωρίς, δηλαδή, ο Πρωθυπουργός και οι Υπουργοί που σήμερα ελέγχουν τα πάντα να περάσουν εξουσίες σε θεσμούς που μπορούν να απορροφήσουν και να διανείμουν κονδύλια, και πιο δημοκρατικά και πιο αποτελεσματικά.
Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι ώρα να μπουν νέοι πολιτικοί στην αρένα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Άνθρωποι με διάθεση να αξιοποιήσουν την εξουσία τους για να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα. Να Αποσυγκεντρώσουν την Εξουσία εκεί που λογοδοτεί άμεσα στην Ελληνίδα και τον Έλληνα, και να την ενισχύσουν ώστε, με τη σειρά της, να Αποσυγκεντρώσει τον Πλούτο. Για να μην πτωχεύσουμε λοιπόν ξανά, πρέπει πρώτα να διεκδικήσουμε και να κερδίσουμε την αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Άλλωστε, ένα κακό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να πάρει ποτέ καλές οικονομικές αποφάσεις.