Από τον περασμένο Αύγουστο, όταν Ελλάδα και Τουρκία έφτασαν στα πρόθυρα ενός θερμού επεισοδίου, το Βερολίνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δυο πλευρών.
Η στρατηγική της Γερμανίας, διττή. Από τη μια πλευρά να αποφύγει την περαιτέρω απομάκρυνση του Ερντογάν από την Ευρώπη, αρνούμενη να συμφωνήσει στην επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, και από την άλλη ζητώντας από την Αθήνα να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ώστε η διπλωματία να πάρει τη θέση των κανονιοφόρων.
Για πολλούς, η επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη είναι αποτέλεσμα της γερμανικής στρατηγικής και των πιέσεων προς τις δυο πλευρές. Για αυτό άλλωστε το Βερολίνο ήταν και από τις πρώτες δυνάμεις που εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την εξέλιξη αυτή.
Η στάση του Βερολίνου στη διαχείριση της πρόσφατης ελληνοτουρκικής κρίσης γεννά ερωτήματα. Γιατί η Μέρκελ στηρίζει με τόση ένταση τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Γιατί η ηγέτιδα δύναμη της Ευρώπης κλείνει τα μάτια μπροστά στα αναθεωρητικά σχέδια της Τουρκίας;
Η πρόσδεση του προτεσταντικού Βερολίνου και της Ισλαμικής Άγκυρας μπορεί εκ πρώτης όψεως να μοιάζει παράδοξη, όμως μια πιο διεξοδική προσέγγιση των γερμανο-τουρκικών σχέσεων εξηγεί αυτά που… για κάποιους μοιάζουν ανεξήγητα.
Η ισορροπία του τρόμου για το προσφυγικό
Το 2015, η καγκελάριος της Γερμανίας ήταν η απόλυτη κυρίαρχος της γερμανικής πολιτικής σκηνής και η ηγέτιδα της Ευρώπης. Η προσφυγική κρίση του 2015 όμως ήρθε να αμφισβητήσει και τα δυο, με τις χώρες του «Βίζενκγκραντ» να διαφοροποιούνται από το Βερολίνο, και ένα ισχυρό μπλοκ δυνάμεων εντός των γερμανικών τειχών που έθεταν ως βασικό ζητούμενο τον περιορισμό των προσφυγικών ροών να δοκιμάζει την εκλογική βάση των Χριστιανοδημοκρατών.
Σε έρευνες που λάμβαναν χώρα την περίοδο εκείνη, η Μέρκελ έβλεπε τα ποσοστά απήχησής της να πέφτουν κατακόρυφα, ενώ την ίδια ώρα για μια μεγάλη μερίδα του γερμανικού λαού το προσφυγικό μετατρεπόταν στο κυρίαρχο ζήτημα ασφαλείας. Χαρακτηριστικό είναι πως σε έρευνα του 2015, το 44% των Γερμανών επέλεξε ως σημαντικότερο ζήτημα πάνω και από την οικονομική κρίση την αντιμετώπιση του προσφυγικού.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η Μέρκελ αναγκάστηκε να αλλάξει πλήρως γραμμή στο προσφυγικό, σκληραίνοντας τη στάση της και ζητώντας τον περιορισμό των προσφύγων που θα έφταναν στη Γερμανία. Μόνο που το τελευταίο περνούσε μέσα από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος όσο έβλεπε τη συνοχή της Ευρώπης να κλυδωνίζεται από την προσφυγική κρίση, τόσο εργαλειοποιούσε το ζήτημα των προσφύγων ώστε να πετύχει τους πολιτικούς του στόχους.
Από τη συμφωνία του 2015 –μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας– και έκτοτε έχει διαμορφωθεί μια λεπτή ισορροπία τρόμου, η οποία επιβάλλει στον Ερντογάν να μην ανοίγει τα σύνορα για το πέρασμα προσφύγων προς την Ευρώπη και τη Μέρκελ να «κλείνει τα μάτια» στις προκλήσεις του και να τον πληρώνει αδρά.
Μέχρι σήμερα, για λόγους πολιτικής επιβίωσης, και οι δυο ηγέτες επιχειρούν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν αυτή την ισορροπία, γνωρίζοντας πως σε διαφορετική πτώση οι επιπτώσεις μπορεί να είναι δραματικές στο εσωτερικό είτε της μιας είτε της άλλης πλευράς.
Οι γερμανοτουρκικές business με τα όπλα
Το 2019, όταν τα τουρκικά γεωτρύπανα εισέβαλαν στην κυπριακή ΑΟΖ και ο στρατός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν καταλάμβανε παρανόμως τμήμα της συριακής επικράτειας, το Βερολίνο αντί για κυρώσεις… προμήθευε την Άγκυρα με οπλικά συστήματα αξίας 250 εκατομμυρίων ευρώ, όπως αργότερα αποκάλυψε το γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων (DPA) επικαλούμενο απόρρητο έγγραφο της γερμανικής προεδρίας.
Η πώληση όπλων προς την Τουρκία αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες μια ιδιαίτερα επωφελή «επιχείρηση» για τη γερμανική αμυντική βιομηχανία και ένα πολύ ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί της Καγκελαρίας έναντι της Άγκυρας. Σήμερα, μάλιστα, η Τουρκία αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο εισαγωγέα των γερμανικών όπλων.
Οι συναλλαγές αυτές χρονολογούνται από το μακρινό 1980, όταν η Δυτική Γερμανία προμήθευε την Άγκυρα με όπλα ώστε να επιτευχθεί η ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης στα μέρη του Καυκάσου. Μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ., ωστόσο, η σχέση αυτή μετατράπηκε σε μια πολύ συμφέρουσα «επιχείρηση» και για τις δυο πλευρές.
Μονάχα κατά τη διάρκεια της θητείας του Ταγίπ Ερντογάν υπολογίζεται πως οι συναλλαγές των δυο πλευρών αναφορικά με την προμήθεια όπλων ξεπέρασε τα 500 εκατομμύρια ευρώ, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει πως οι εξαγωγές όπλων προς την Τουρκία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα κατά την τελευταία πενταετία.
Οι στενοί δεσμοί των δισεκατομμυρίων
Η Τουρκία αποτελούσε για πολλά χρόνια μια τεράστια αγορά για τα γερμανικά προϊόντα, που με τη σειρά της προσέφερε στο Βερολίνο τεράστια εμπορικά πλεονάσματα. Ενδεικτικό είναι πως το 2016 το ποσό των γερμανικών εξαγωγών προς την Τουρκία έφτασε τα 21,5 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν το 1995 το συνολικό ύψος δεν ξεπερνούσε τα 5,74 δισ. Σήμερα, οι οικονομικές δραστηριότητες των δυο χωρών ανέρχονται στα 24,5 δισεκατομμύρια, ευρώ σύμφωνα με το Ινστιτούτο τουρκικής στατιστικής.
Την ίδια ώρα, η Τουρκία αποτελεί έναν σημαντικό επενδυτικό προορισμό για το γερμανικό κεφάλαιο στους τομείς της ασφάλειας αλλά και των κατασκευών. Μεταξύ του 2002 και του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, οι άμεσες γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία έφτασαν τα δέκα δισεκατομμύρια, καθιστώντας έτσι το Βερολίνο τον έκτο σημαντικότερο επενδυτή στην Τουρκία. Αυτή την εποχή στην Τουρκία δραστηριοποιούνται τα τελευταία χρόνια κολοσσοί της γερμανικής οικονομίας, όπως η τράπεζα Deutsche Bank, η Siemens, η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen, ο όμιλος της MAN, καθώς και η εταιρεία Robert Bosch η οποία απασχολεί πάνω από 16.500 εργαζομένους.
Ωστόσο, το βάρος των δυο πλευρών φαίνεται πως έχει πέσει στον τομέα της ενέργειας. Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Anadolu αλλά και την DW, ήδη πολλές γερμανικές εταιρείες έχουν εμπλακεί σε projects αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Μαζί με τις τουρκικές Kalyon και Türkerler, η Siemens από τον Αύγουστο του 2017 προχώρησε σε μια τεράστια επένδυση, που προβλέπει τη δημιουργία ενός αιολικού πάρκου 1.000 MW, ως μονάχα ένα κομμάτι της συνολικής επένδυσης. Αντίστοιχες επενδύσεις έχουν πραγματοποιήσει και άλλες γερμανικές εταιρείες όπως η InTEC Energy Solutions, η Enercon αλλά και η Nordex CEO.
Οι Γερμανοί… τουρκικής καταγωγής
Ο Ερντογάν έχει ένα πολύ ισχυρό πάτημα εντός του γερμανικού κράτους. Το πάτημα αυτό δεν είναι άλλο από την τουρκική κοινότητα που αριθμεί σήμερα πάνω από τρία εκατομμύρια κατοίκους. Η πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών (55%) ψηφίζει στις γερμανικές εκλογές. Ωστόσο, αυτό που εντυπωσιάζει είναι πως το 85% των ψηφισάντων Τούρκων που διαμένουν στη Γερμανία στηρίζει φανατικά τον Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του 2018. Μάλιστα, μετά την ανακοίνωση της επικράτησης Ερντογάν, πλημμύρισαν τους δρόμους του Βερολίνου φωνάζοντας «Ρετζέπ Ερντογάν, ο δικός μας ηγέτης».
Ποιος ηγέτης, λοιπόν, θα ήθελε να έχει μια κοινότητα 3 εκατομμυρίων ανθρώπων με ισχυρή εθνική ταυτότητα και με στενές σχέσεις με τη χώρα καταγωγής του απέναντι στην κυβέρνηση του;
Τουρκία, Γερμανία… συμμαχία
Όλα τα παραπάνω συνηγορούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα, και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι η Γερμανία δεν προτίθεται να «θυσιάσει» τις σχέσεις της με την Άγκυρα για κανένα διεθνές δίκαιο και για καμία Ελλάδα.
Το γεγονός, μάλιστα, πως η Τουρκία συνεχίζει την επίθεση γοητείας στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, έχει δώσει το αναγκαίο άλλοθι στο Βερολίνο για να μεταθέσει για μετά τον Μάρτιο τη διαμόρφωση της «λίστας Μπορέλ», δηλαδή να ενταφιάσει οριστικά την προοπτική των κυρώσεων της ΕΕ ως απειλής για να μπει τέρμα στην τουρκική επιθετικότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αν και ελληνικές διπλωματικές πηγές είδαν θετική αλλά και επιφυλακτική τη στάση των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών κατά το τωρινό συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, οι δηλώσεις του Χάικο Μάας αμέσως μετά δεν αφήνουν περιθώρια. Η Γερμανία είναι διατεθειμένη να συνεχίσει την πολιτική του κατευνασμού, την οποία άλλωστε είχε υπερασπιστεί σε πιο δύσκολες συνθήκες όταν το Oruc Reis βρισκόταν στην Ανατολική Μεσόγειο για έρευνες.
Τα ερωτήματα παραμένουν
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος είναι η αδυναμία του να καταλάβει τον Τούρκο πρόεδρο. Χρησιμοποιώντας βεβαιότητες του παρελθόντος, κακοφορμισμένες αναλύσεις για την τουρκική εξωτερική πολιτική, και εθνικιστικές κορώνες που συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν, το πολιτικό μας σύστημα διαρκώς αυτο-εγκλωβίζεται στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Δυστυχώς για τη χώρα μας, οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είναι τεκτονικές. Κι εμείς ακόμα και σήμερα δεν τις έχουμε κατανοήσει, εναποθέτοντας την επίλυση των προβλημάτων μας στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία.
Πολλοί ακόμα και σήμερα επιμένουν πως η έλευση του Μπάιντεν θα αλλάξει τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Μονάχα, που όσοι επιμένουν στην παραπάνω θέση, φαίνεται να έχουν ξεχαστεί σε ένα μονοπολικό διεθνές σύστημα, όπου η Ουάσιγκτον καθόριζε και επέβαλλε την πολιτική και τη θέλησή της από τη Δύση έως την Ανατολή.
Σήμερα, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι αυτές που ήταν το 1990. Η Ρωσία και η Κίνα αναβαθμίζουν την παρουσία τους διευρύνοντας τις δικές τους σφαίρες επιρροής, ενώ δυνάμεις περιφερειακές ζητούν ρόλο και λόγο στα πράγματα.
Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα η στιγμή ευνοεί τον Ερντογάν, ο συσχετισμός δεν τον αποτρέπει, και η υπόσχεσή του για μια μεγάλη Τουρκία τον δεσμεύει.