«Πόδια… Tι τα χρειάζομαι από την στιγμή που έχω φτερά για να πετάξω;»
Η τέχνη της ήταν «σαν κορδέλα τυλιγμένη γύρω από μια βόμβα», είχε παρατηρήσει ο μεγάλος αναρχικός υπερρεαλιστής φιλόσοφος Αντρέ Μπρετόν, αν και στην πραγματικότητα κυριολεκτούσε, καθώς η βόμβα ήταν το ίδιο το σακατεμένο σώμα της, που έκρυβε κάτω από τα πολύχρωμα ρούχα της.
Πόση δύναμη χρειάζεται κάποιος με σακατεμένο το κορμί του για να μετατρέψει τον καθημερινό του θάνατο σε ζωή; Πόση ψυχή πρέπει να διαθέτει για να μεταβάλει σε θεία δημιουργία τον πόνο του;
«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι σπασμένη. Αλλά είμαι ευτυχισμένη όσο μπορώ να ζωγραφίζω».
Κάποτε ρωτώντας έναν φιλόσοφο καλό μου φίλο γιατί συμβαίνουν τόσα δεινά στην ζωή ενός καλλιτέχνη, πήρα την απάντηση: «Διότι, αν ο καλλιτέχνης αυτός είχε ζήσει σε ένα χρυσό κλουβί, δεν θα μπορούσε να νιώσει, και άρα να αποτυπώσει στο έργο του τον πόνο του διπλανού του, επομένως τα έργα του θα ήταν ψυχρά χωρίς συναίσθημα».
Τον θυμήθηκα αυτές τις ημέρες, μελετώντας την ζωή της Φρίντα Κάλο, της γυναίκας, της ερωμένης, της επαναστάτριας, της ζωγράφου… Όλα αυτά με μια λέξη-πρόσημο: «σπουδαίας»!
Η Φρίντα Κάλο (Μαγδαλένα ντελ Κάρμεν Φρίντα Κάλο ι Καλντερόν, όπως ήταν το πλήρες όνομά της) γεννήθηκε στην πόλη του Μεξικό το 1907 –αν και η ίδια διατυμπάνιζε ότι γεννήθηκε το 1930, διασυνδέοντας τον επαναστατικό της χαρακτήρα με την Μεξικανική επανάσταση– από Γερμανοεβραίο διανοούμενο και άθεο πατέρα και Ισπανομεξικάνα μητέρα. Η ζωή της ήταν μια ατελείωτη περιπέτεια με την υγεία της, την οποία προσπάθησε –και κατάφερε με τον δικό της δυναμικό τρόπο– να υπερσκελίσει μέσω της τέχνης της και του έρωτά της για την ζωή και τον άνθρωπο.
«Γεννήθηκα μέσα στην φωτιά, πρωτοείδα τον κόσμο μέσα στην θέρμη του ξεσηκωμού. Γεννήθηκα μαζί με μια επανάσταση, είμαι χωρίς αμφιβολία παιδί αυτής της επανάστασης και ενός γέρου θεού που λάτρευαν οι πρόγονοί μου. Γεννήθηκα το 1910. Ήταν καλοκαίρι».
Πρώτος σταθμός στα προβλήματα της υγείας της ήρθε στην ηλικία των έξι ετών, που έπαθε πολιομυελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι κοντύτερο από το άλλο και ημιπαράλυτο. «Κουτσοφρίντα», την αποκαλούσαν οι συμμαθητές της στο σχολείο. Κι εκείνη αντέδρασε σχηματίζοντας στο μυαλό της μια δεύτερη μικρή Φρίντα, αέρινη και χαρούμενη, βαφτίζοντάς την ως την καλύτερή της φίλη. «Θα ήμουν έξι χρόνων, όταν έφτιαξα με τη φαντασία μου μία φίλη, ένα κοριτσάκι... στην ηλικία μου περίπου, για να με συντροφεύει. Ανάσανα προς το τζάμι του παραθύρου τού τότε δωματίου μου που έβλεπε προς την οδό Αλιέντε, και με το δάχτυλό μου ζωγράφισα μια “πόρτα”... Από αυτή την πόρτα, με τη φαντασία μου, βγήκα έξω, βιαστικά και πολύ κεφάτα, διέσχισα την πλατεία που διακρινόταν ολόκληρη από το σημείο αυτό κι έφτασα στο γαλακτοπωλείο που λεγόταν Ντρόσελ...
»Aπό αυτό το “ο” του Ντρόσελ μπήκα στο εσωτερικό ενός άλλου κόσμου, όπου με περίμενε η φανταστική μου φίλη... Δεν θυμάμαι τα χαρακτηριστικά της, ούτε τα χρώματά της. Αλλά ξέρω πολύ καλά πως ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι – γελούσε πολύ. Δυνατά. Οι κινήσεις της ήταν σβέλτες και χόρευε σαν να μην την επηρέαζαν οι νόμοι της βαρύτητας. Την ακολουθούσα κατά πόδας και, όσο χόρευε, της εκμυστηρευόμουν τις πιο μύχιες ανησυχίες μου…» διαβάζουμε στην βιογραφία της από την Salber Linde (εκδόσεις Μελάνι).
Κάπως έτσι ξεπέρασε το πρόβλημά της, μετατρέποντας το βήμα της σε αέρινο!
Και όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά το 1922 κατάφερε να γίνει δεκτή στην Escola Preparatoria, το σημαντικότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του Μεξικού, όπου ήταν ένα από τα 35 κορίτσια σε σύνολο 2.000 μαθητών.
Ωστόσο, το 1925, στα δεκαοκτώ της χρόνια, ένα αυτοκινητικό δυστύχημα την καθήλωσε για μήνες στο κρεβάτι, καθώς το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε συγκρούστηκε με τραμ. Ο απολογισμός φρικτός: σπασμένα πλευρά, σπονδυλική στήλη, λεκάνη και κλείδα, βγαλμένος ώμος, έντεκα ραγίσματα στο δεξί της πόδι, που αργότερα χρειάστηκε να ακρωτηριαστεί. Μία σιδερένια χειρολαβή τρυπάει τον κορμό της και την μήτρα της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να αποκτήσει παιδί. Ένα ατύχημα που θα την ακολουθεί σε όλη της την ζωή με φρικτούς πόνους και πάνω από 30 επεμβάσεις.
Οι δύο γάμοι της με τον Ντιέγκο Ριβέρα και οι σχέσεις της
Τον είχε πρωτοσυναντήσει το 1922, όταν πέρασε στην σχολή της. Και τον ξαναβρήκε μπροστά της το 1928 για να τον παντρευτεί έναν χρόνο αργότερα. «Ο γάμος ενός ελέφαντα με μια περιστέρα», ήταν το σχόλιο της μητέρας της, καθώς ο Ντιέγκο Ριβέρα ήταν ήδη 43 χρόνων, άσχημος και μεγάλος γυναικοκατακτητής, ενώ η Φρίντα ήταν μόνο 22 χρόνων και όμορφη. Ωστόσο, ο έρωτας ήρθε για να μείνει. Για πάντα. Θυελλώδης, αδυσώπητος και απελευθερωμένος. Κανένας δεν ήταν πιστός στον άλλον, αλλά και κανένας δεν έκανε χωρίς τον άλλον. Ο Ντιέγκο Ριβέρα ήταν ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος όταν παντρεύτηκαν και αποδεχόμενος το ταλέντο της την παρότρυνε να το εξασκήσει δυναμικά.
Όμως ο γάμος αυτός στιγματίστηκε από την αρχή με τις πολλές απιστίες του Ντιέγκο, ο οποίος έκανε σχέση ακόμη και με την αδελφή τής Φρίντα. Εκείνη ένιωσε σαν μικρές μαχαιριές αυτή την προδοσία, αποτυπώνοντάς την σε πίνακά της. Η Φρίντα του ανταπέδιδε τις απιστίες του τόσο με γυναίκες (κάτι που αποδεχόταν ο Ντιέγκο) όσο και με άνδρες (κάτι που τον έκανε έξω φρενών).
Οι αμοιβαίες απιστίες και το εκρηκτικό τους ταμπεραμέντο οδήγησαν σε διαζύγιο το ζεύγος Ριβέρα - Κάλο το 1939. Ξανσυνδέθηκαν πολύ γρήγορα και ξαναπαντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο.
Η τελευταία ερωμένη του Τρότσκι
Το 1937, ο Ριβέρα προσέφερε άσυλο στον εξόριστο Λέον Τρότσκι. Ο Ρώσος πολιτικός έμεινε στο σπίτι της Κάλο, μαζί με την γυναίκα του, για δύο χρόνια... Η Φρίντα γοητεύεται από τον Τρότσκι, αυτό τον επαναστάτη κομμουνιστή, τον οποίο καταδιώκει ο Στάλιν.
Ο μεγάλος Κουβανός μυθιστοριογράφος Λεονάρδο Παδούρα, στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (Εκδόσεις Καστανιώτη), το οποίο αναφέρεται στο τελευταίο διάστημα της ζωής του Τρότσκι πριν από την δολοφονία του στο Μεξικό, περιγράφει ως εξής τον έρωτα του επαναστάτη με την διάσημη ζωγράφο:
«Τις τελευταίες ημέρες εκείνου του ταραγμένου Μαΐου έφτασαν στο Κογιοακάν κάμποσα αντίτυπα από την Προδομένη Επανάσταση που είχαν μόλις κυκλοφορήσει. Οι Ριβέρα, για να το γιορτάσουν, προσκάλεσαν τον Τρότσκι και άλλους φίλους να δειπνήσουν σε ένα εστιατόριο του κέντρου… Εκείνο το βράδυ όμως ο Λίεφ Νταβίντοβιτς δεν ενδιαφερόταν για τις αφίσες, ούτε για όσα μπορούσε να ανακαλύψει στην πόλη: εκείνο που πραγματικά επεδίωκε ήταν να βρίσκεται κοντά στη Φρίντα.
«Μόνο ένα βουνό μπορεί να γνωρίζει τον πυρήνα ενός άλλου βουνού».
»Η δίνη των αισθήσεων, στην οποία είχε πέσει, απαιτούσε μια διέξοδο την οποία άρχισε να κυνηγάει με σφοδρότητα. Αν και η σωματική κατάσταση της ζωγράφου επέβαλλε τον φραγμό της παραμόρφωσης που απαιτούσε από αυτήν να χρησιμοποιεί ορθοπεδικούς κορσέδες κι ένα μπαστούνι για να βοηθάει το πιο προβληματικό από τα πόδια της, ίσως ακριβώς εξαιτίας εκείνων των περιορισμών η γυναίκα αυτή βίωνε το σεξ και την αισθησιακότητα με τρόπο επιθετικό, εκρηκτικό, και, όταν ο Λίεφ Νταβίντοβιτς έμαθε ότι η ελεύθερη ηθική της τής είχε επιτρέψει να ικανοποιήσει τον πόθο της ακόμα και σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το διαστραμμένο ζιζάνιο του ανδρισμού είχε ξεχυθεί σε ωμές σκέψεις και σε μια λαχτάρα πιο ασυγκράτητη από όσες είχε νιώσει στα νιάτα του ή την εποχή που ήταν ο παντοδύναμος κομισάριος, όταν τόσες συντρόφισσές τους στον αγώνα του είχαν προσφέρει μια αλληλέγγυα διέξοδο στις συσσωρευμένες εντάσεις και θέρμες του.
«Πίνω για να πνίξω τις πίκρες μου, αλλά αυτές οι καταραμένες έμαθαν να κολυμπάνε».
»Μέσα από τα ερωτικά ποιήματα και γράμματα που έκρυβε στις σελίδες των βιβλίων που συνήθιζε να συστήνει στη Φρίντα, οι εκκλήσεις του Λίεφ Νταβίντοβιτς απαιτούσαν ήδη την κορύφωση σε κάτι συγκεκριμένο. Η φωτιά που τον έσπρωχνε έκαιγε με τόσο ένταση που είχε καταφέρει να τον κάνει να ξεπεράσει τον φόβο ότι η Ναταλία θα υποπτευόταν τις ερωτοτροπίες του. Κι εκείνη τη νύχτα του γλεντιού, όταν ο Ντιέγκο, η Ναταλία, οι φίλοι που είχαν ακολουθήσει στον περίπατο και οι γραμματείς μπήκαν στο κτίριο όπου βρισκόταν κάποια από τις τοιχογραφίες του Ριβέρα, αυτός έκανε πως έμεινε λίγο πίσω και, χωρίς να μεσολαβήσουν λόγια, έσπρωξε τη Φρίντα πάνω στον τοίχο της πρόσοψης και τη φίλησε στα χείλη, ενώ ταυτόχρονα από ανάσα σε ανάσα τής επαναλάμβανε πόσο την ήθελε.
»Εκείνη τη στιγμή ο Λίεφ Νταβίντοβιτς ριχνόταν με πλήρη επίγνωση στο πηγάδι της τρέλας και έθετε σε κίνδυνο ό,τι ήταν σημαντικό στη ζωή του: όμως το έπραξε ευτυχισμένος, περήφανος, παράτολμος και χωρίς το παραμικρό αίσθημα ενοχής, θα έλεγε στον εαυτό του μετά, πεισμένος ότι στο κάτω κάτω άξιζε τον κόπο να ξοδέψει σε εκείνο το όργιο των αισθήσεων τα καλύτερα φυσίγγια των τελευταίων πυρομαχικών του ανδρισμού του».
Η σχέση τους κράτησε έξι μήνες. Λίγο αργότερα ο Τρότσκι δολοφονήθηκε.
Η ιδιαιτερότητα της Φρίντα Κάλο επισημαίνεται σε πολλές εκφάνσεις των δραστηριοτήτων της. Η επαναστατικότητά της ως άνθρωπος, η ελεύθερη σεξουαλικότητά της ως γυναίκα, τα και οι αυτοπροσωπογραφίες της σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική της υπόσταση.
Το σακατεμένο της σώμα δεν την εμπόδισε, αντιθέτως την ώθησε να αποτυπώσει στον καμβά φρικτά σουρεαλιστικά πορτρέτα της, τα οποία αναγνωρίστηκαν κυρίως μετά τον θάνατό της, μη διστάζοντας να απογυμνώσει τον εαυτό της.
Σημαντικός σταθμός στην καλλιτεχνική της πορεία ήταν η γνωριμία της με τον Αντρέ Μπρετόν, το 1938, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από την δουλειά της, την κάλεσε να πάρει μέρος στην έκθεση μαζί με άλλους σουρεαλιστές ζωγράφους και οργάνωσε μια έκθεση της προσωπικής της δουλειάς στο Παρίσι, με εκείνη να του τονίζει πως οι πίνακές της δεν ήταν όνειρα, αλλά η δική της πραγματικότητα. Στην διάρκεια της ζωής της πραγματοποίησε τρεις μόνο εκθέσεις: στο Παρίσι, στην Νέα Υόρκη και στο Μεξικό. Ζούσε κυρίως στην σκιά του Ντιέγκο Ριβέρα, από καλλιτεχνική άποψη.
Πολύ προχωρημένη για την εποχή της, με σχέσεις τόσο με άντρες όσο και με γυναίκες, έδωσε το έναυσμα της ελευθεριότητας συνδυασμένης με τα θέλω του ανθρώπου, ώστε να επιλέγει τον ερωτικό του σύντροφο αδιαφορώντας για την κοινή γνώμη. Οι ενδυματολογικές της επιλογές, ανάμεσα σε κοστούμια και σε με φανταχτερά χρώματα μεξικάνικα φορέματα, οι πολιτικές της κομμουνιστικές επιλογές, και ο τρόπος που ζωγράφιζε εκθέτοντας τον ίδιο της τον εαυτό, είναι οι εκφάνσεις ενός ανθρώπου με δύναμη και θέληση να ρουφήξει κάθε σταγόνα της ζωής με όλη την σημασία της φράσης. Και το έκανε.
Ταλαιπωρημένη από τα προβλήματα υγείας που την βασάνιζαν επί χρόνια, η Φρίντα Κάλο πέθανε στον ύπνο της το 1954 σε ηλικία 47 ετών. Τα τελευταία της λόγια στο ημερολόγιό της ήταν: «Ελπίζω το τέλος να είναι χαρούμενο και ελπίζω να μην επιστρέψω ποτέ ξανά. Φρίντα».
Το Γαλάζιο Σπίτι (La Casa Azul) της Φρίντα Κάλο όπου έζησε και δούλεψε στην πόλη του Μεξικού είναι πλέον μουσείο, στο οποίο εκτίθενται προσωπικά της αντικείμενα.