Τις τελευταίες ημέρες το κλίμα στη χώρα μας είναι τεταμένο. Με αφορμή δύο γεγονότα, την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα και το αρχικό επεισόδιο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, ξεκίνησε μια πολιτική αντιπαλότητα που μεταφέρθηκε και στη Βουλή. Καθώς και τα δύο γεγονότα ενέχουν κοινωνικές ευαισθησίες, ο διάλογος των πολιτών πυροδοτήθηκε και τα social media είχαν την τιμητική τους.
Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, έκανε για πρώτη φορά λόγο από το βήμα της Βουλής για την ποιότητα της Δημοκρατίας στον καιρό των social media.
Κατά τη γνώμη μου, είναι μια τοποθέτηση, η οποία δεν πρέπει να χαθεί μέσα στον θόρυβο των ημερών. Μια τοποθέτηση με ευθεία στόχευση στους νέους και με παρότρυνση για αμφισβήτηση και κριτική σκέψη των όσων παρουσιάζονται ως ειδήσεις. Εύστοχα, λοιπόν, ο πρωθυπουργός έθεσε εγκαίρως το πλαίσιο, αναλύοντας τον τρόπο λειτουργίας αυτών των αλγόριθμων. Κύριος σκοπός τους είναι να μεγιστοποιήσουν τον χρόνο παραμονής των χρηστών στο περιβάλλον τους, προβάλλοντας στερεότυπες γνώμες, ίδιες με αυτές που ήδη έχουν, αποκλείοντας, έτσι, την πολυφωνία και την ευρύτητα του διαλόγου.
Στόχος αλλά και χρέος όλων μας είναι να δημιουργήσουμε μια πιο συμμετοχική δημοκρατία.
Οι πολίτες, και ιδιαίτερα οι νέοι, θα στρέψουν ξανά το ενδιαφέρον τους στην πολιτική, μόνο εάν εμείς οι ίδιοι οι πολιτικοί αποδείξουμε ότι συμμεριζόμαστε τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, ενώ ψάχνουμε λύσεις μέσα από έναν ουσιαστικό διάλογο.
Αυτό που συνέβη τις τελευταίες ημέρες στα κοινωνικά δίκτυα, με ακραίες τοποθετήσεις και από τις δύο πλευρές, δεν είναι πολιτική. Όπως δεν είναι πολιτική και η απολύτως ανεύθυνη στάση της αντιπολίτευσης με την προτροπή για συμμετοχή των πολιτών σε οργανωμένες πορείες εν μέσω μιας επικίνδυνης πανδημίας. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι, οι οποίοι ανεπιτυχώς προσπάθησαν να ταυτίσουν το #ποναωρε με το #Icantbreathe, ευχόμενοι κοινωνικές αναταραχές και πολιτική αποσταθεροποίηση. Είναι η δεύτερη φορά που η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας προσπαθεί να εργαλειοποιήσει μια ολόκληρη γενιά αγανακτισμένων νέων με την προσφιλή της μέθοδο των fake news και troll accounts. Η πρώτη ξεκίνησε το 2011 και έφτασε μέχρι την περίοδο του δημοψηφίσματος, όπου και αποδείχθηκε «άνθρακας ο θησαυρός». Σήμερα, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική, μιας και η πανδημία έχει ρίξει φως στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών και κανείς πλέον δεν μπορεί να κάνει ότι δεν βλέπει. Γι’ αυτό, η απήχηση αυτής της προσπάθειας ήταν περιορισμένη.
Γιατί όλοι ξέρουν ότι οι πολίτες έχουν κουραστεί από τον παρατεταμένο εγκλεισμό.
Οι αστυνομικοί έχουν κουραστεί από τις συνεχιζόμενες περιπολίες για τον έλεγχο της τήρησης των μέτρων.
Γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό είναι στα όριά τους.
Ποιος μπορεί να ξεσηκωθεί για έναν τρομοκράτη, ο οποίος αυτοβούλως νοσηλεύεται σε ένα κρατικό κρεβάτι ΜΕΘ, όταν αυτό το κρεβάτι το στερεί από τον πατέρα ή τη μητέρα του;
Ποιος μπορεί να ξεσηκωθεί, και μάλιστα εν μέσω πανδημίας, όταν η αντίδραση του πρωθυπουργού απέναντι στα περιστατικά βίας ήταν άμεση με μια σειρά από μέτρα περιορισμού της αστυνομικής βίας;
Έτσι, λοιπόν, επιστρέφω στην αρχική μου σκέψη για την έγκαιρη τοποθέτηση του πρωθυπουργού, με την πεποίθηση ότι η Δημοκρατία έχει καλύτερα αντανακλαστικά από όσο θα ήθελαν οι αλγόριθμοι των social media.