Στέκομαι απέναντι από το υποβλητικό καινούργιο κτήριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) νιώθοντας στο έπακρο την ανθρώπινη μικρότητά μου. Αυτή όμως δεν είναι η λειτουργία της τέχνης; Την άμβλυνση αυτής της ανισότητας να την ισορροπήσει μέσω της ευδαιμονίας, της ανθρώπινης υπέρβασης, της λείανσης ψυχής, σκέψης, ενστίκτων.
Μαθητεία διαρκείας είναι η τέχνη, εστιάζοντας στον αρχέγονο κόσμο των συναισθημάτων μας. Αυτά αγκαλιάζει για να μας τυλίξει στον αφανέρωτο κόσμο των ματιών αποκαλύπτοντάς τον.
Στην απέραντη τζαμαρία της Λυρικής Σκηνής αντανακλάται όλη η ανθρώπινη ιστορία. Έρωτας, Πάθη, Θάνατος, Απόγνωση, Χαρά, Όνειρα, Προσμονή, Επιθυμία, Αγώνας, Ήττα, Νίκη, Λύτρωση, Χειροκροτήματα, Μπιζαρίσματα, Άριες, Υπόκλιση.
Η όπερα, το κύριο δραματουργικό έργο μιας λυρικής σκηνής, είναι η τέχνη της υποβολής και της καθήλωσης. Αν δεν την προσπεράσεις, τότε σε υποτάσσει λόγω της επιβλητικότητάς της, στηριζόμενη στην ιδιαιτερότητα που απαιτεί, να περνάς το άκρο της ανθρώπινης δυνατότητας και μετά να το ξαναπερνάς.
Κάθομαι στα κόκκινα βελουδένια καθίσματα του Θεάτρου. Μόνο τυχαίο δεν είναι αυτό το πορφυρό κόκκινο χρώμα, καθώς είναι συνώνυμο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Μόνο που, σε αυτήν τη μορφή εξουσίας, εσύ δίνεις τη συναίνεσή σου.
Συνηθίζω λίγο πριν αρχίσει η οποιανδήποτε παράσταση (θεατρική, μουσική, κινηματογραφική) να κλείνω τα μάτια μου. Η μνήμη, ο άχρονος χρόνος χρειάζονται αυτό το σκοτεινό πλάνο για να ξεχυθούν και να σε κατακλύσουν. Η πρώτη εικόνα είναι αυτή της θάλασσας, αυτό το γεφύρι των πολιτισμών. Δεν είναι τυχαίο που τα πρώτα λυρικά θέατρα στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν σε πόλεις με λιμάνια.
Σε αυτό το ιστορικό ταξίδι αναδρομής, η αρχή δείχνει τα Επτάνησα.
Επτανησιακή αρχή
Το 1733, την εποχή του Μπαρόκ δίνεται στην Κέρκυρα η πρώτη παράσταση όπερας στον χώρο του Αγίου Ιακώβου (Σαν Τζάκομο), το οποίο τότε αποτελούσε τον τόπο συγκέντρωσης της τοπικής αριστοκρατίας. Στο πέρασμα του χρόνου μετατράπηκε σε θέατρο και σήμερα στεγάζει το Δημαρχείο. Αναρωτιέμαι αν ο σημερινός ήχος των πληκτρολογίων συντονίζεται με τον μουσικό ρυθμό ενός λιμπρέτο που κάποτε γέμιζε τον ίδιο χώρο…
Η Κέρκυρα της βενετσιάνικης εποχής ακολούθησε την πολιτιστική παράδοση των ιταλικών πόλεων, για αυτό και τις παραστάσεις του λυρικού θεάτρου τις παρακολουθούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις. Αυτό που συχνά λησμονούμε είναι ότι πριν η Όπερα ταυτιστεί με το κοινωνικό και οικονομικό status, αποτελούσε λαϊκό θέατρο. Αυτός ο θεσμός του λυρικού θεάτρου συνεχίστηκε και με την αγγλική και γαλλική κυριαρχία στην Κέρκυρα, αλλά και μετά το 1864 του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και με τον ίδιο ρυθμό, δηλαδή με 10 εναλλασσόμενες παραστάσεις ανά σεζόν.
Το ρεπερτόριο αρχικά ήταν κυρίως Ιταλών δημιουργών, γι’ αυτό τον λόγο έρχονταν στην Κέρκυρα Ιταλοί καλλιτέχνες, πολλοί εκ των οποίων μετέπειτα έγιναν μόνιμοι κάτοικοι του νησιού, όπως ο Στέφανος Μπογάγιος, ο οποίος συνέθεσε το 1791 την πρώτη επτανησιακή όπερα. Επτανήσιοι, όπως ήταν φυσικό, ήταν και οι πρώτοι συνθέτες ελληνικής όπερας, μεταξύ των οποίων ο Νικόλαος Μάντζαρος που τον επισκίασε, στο πλατύ κοινό η μουσική που έγραψε για τον Εθνικό μας ύμνο, ο Σπυρίδων Ξύνδας, όπου γράφοντας σε ελληνικό κείμενο καυτηρίασε με κριτικό τρόπο τους πολιτικούς της εποχής στην όπερα «Υποψήφιος βουλευτής», ο Ιωσήφ Λιμπεράλης, που έγραψε κυρίως πατριωτικά θέματα και διασώθηκαν μόνο αποσπάσματα, ο Παύλος Καρέρ, που ακολουθώντας την πατριωτική παράδοση έγραψε την τετράδα «Μάρκος Μπότσαρης, Κυρά Φροσύνη, Δέσπω η ηρωίς του Σουλίου, Μαραθών -Σαλαμίς», που διασώθηκαν, καθώς και οι Σπυρίδων Σαμάρας, γνωστός από τον ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων, που αγαπήθηκε από το ιταλικό κοινό, και η όπερά του «Ρέα» δισκογραφήθηκε, καθώς και ο Διονύσιος Λαυράγκας, που λόγω της σπουδαιότητας του έργου του διδάσκεται στην Ελληνική Εθνική Μουσική σχολή ενώ οι όπερές του «Διδώ» και «Φακανάπας» παρουσιάστηκαν στην Αθήνα του 1950.
Υπάρχουν μαρτυρίες παρουσίας του λυρικού θεάτρου σε Ζάκυνθο και Κεφαλονιά κατά τον 19ο αιώνα.
Το 1902 εγκαινιάζεται το Δημοτικό Θέατρο Κέρκυρας με ένα μισοτελειωμένο έργο του Βάγκνερ, το οποίο το 1943 βομβαρδίζεται σφοδρά και τελικά κατεδαφίστηκε το 1952.
Ερμούπολη, Πάτρα: Τα λιμάνια που εδραιώνουν το λυρικό θέατρο
Οι οικονομικοί και εμπορικοί δρόμοι των λιμανιών που έδιναν στην πόλη οικονομική ανάπτυξη, αλλά και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσαν στήριγμα για το λυρικό θέατρο.
Στη Σύρο κυρίως η εύπορη τάξη των εμπόρων, η οποία είχε επαφή με το εξωτερικό, είναι αυτή που στήριξε την όπερα. Από το 1830 διέθετε πλούσια θεατρική δραστηριότητα, περιλαμβάνοντας και όπερα από ιταλικούς θιάσους. Το 1864 η Ερμούπολη απέκτησε μόνιμη μουσική σκηνή, το Θέατρο Απόλλων, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για παραστάσεις όπερας, και εγκαινιάστηκε με τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι.
Η αντίδραση του τότε επισκόπου της Πάτρας Αποστολίδη το 1850 δεν μπόρεσε να σταματήσει την έντονη παρουσία του λυρικού θεάτρου. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι σημαντικό κοινό της πόλης ήταν Ιταλοί, Άγγλοι και Γερμανοί, που για αυτούς η όπερα, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αποτελούσε βασικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής, το οποίο συμμερίστηκε και η εύπορη αστική τάξη της πόλης, με αποτέλεσμα το 1871 που η πόλη αποκτά το δικό της δημοτικό θέατρο, ένα νέο Απόλλων σε σχέδια Τσίλλερ, να γίνει ο χώρος αναφοράς της.
Μια μικρογραφία παρουσίας του λυρικού θεάτρου υπήρχε και στην πόλη του Βόλου.
Αθήνα: Η πόλη των 50.000 κατοίκων
Το 1830 νέα πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους ήταν η Αθήνα, που αριθμούσε πληθυσμό 50.000 κατοίκους, με μεγάλο όμως ποσοστό ξένων στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Στο παλάτι του Όθωνα και της Αμαλίας το 1837 δίνονται οι πρώτες παραστάσεις όπερας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1837, στο ξύλινο θέατρο του επιχειρηματία Γ. Μέλη, στη σημερινή πλατεία των Αγίων Θεοδώρων, παρουσιάστηκε στην αρχή ένα μέρος και αργότερα ολόκληρο το έργο «Ο Κουρέας της Σεβίλλης».
Το λιθόκτιστο Θέατρο Σασόνι, που βρισκόταν στην Πλατεία Θεάτρου, και αργότερα από το 1849-1989 έγινε γνωστό ως Θέατρο Αθηνών ή Θέατρο Μπούκουρα, το 1840 με βασιλική χορηγία του Όθωνα εγκαινιάστηκε με την όπερα «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» του Ντονιτσέττι. Ανατρέχοντας στις επιφυλλίδες εκείνης της περιόδου, οι οποίες υπήρχαν από τότε με διαφορετική αισθητική της κόσμιας τότε εποχής, αλλά στην ουσία αναφέρονταν στα πιπεράτα και σκανδαλώδη γεγονότα, πληροφορούμαστε ότι οι δύο πρωταγωνίστριες Πίτα Μπάσσο και Αιμίλια Ρίτσι «χώρισαν» το αθηναϊκό κοινό σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, λόγω του ενθουσιασμού που προκάλεσε η πρώτη στον αντρικό πληθυσμό. Καταλαβαίνουμε τα σχόλια που θα κυκλοφορούσαν για αυτή την αχαλίνωτη γυναίκα, ακόμα και ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρεται ειρωνικά στα απομνημονεύματά του.
Η συνήθεια ιταλικοί θίασοι να παρουσιάζουν έργα όπερας, και μάλιστα κάποιοι από αυτούς να επιλέγουν μόνιμο τόπο διαμονής την πόλη που εργάζονταν, ακολουθήθηκε και στην Αθήνα. Βέβαια, τα ποσά που δαπανούσε το κράτος σε αυτούς τους θιάσους ήταν μεγάλα. Δεν θα σχολιαζόταν αυτή η κρατική επιλογή, αν αυτό δεν γινόταν για να εξυπηρετήσει κυρίως τη διασκέδαση των ξένων υπηκόων, ενώ αντίστοιχα δεν υπήρχε ο ίδιος ζήλος και μέριμνα για την ποιότητα ζωής των λαϊκών τάξεων.
Σταδιακά στις τρεις πόλεις των Αθηνών, Πάτρας, Ερμούπολης προστέθηκε στο ρεπερτόριο του λυρικού θεάτρου η γαλλική όπερα και οπερέτα. Το 1878 εγκαινιάστηκε το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (κατεδαφίστηκε το 1939), το οποίο θεμελιώθηκε με χρήματα του τραπεζίτη/εφοπλιστή Α. Συγγρού σε σχέδια Τσίλλερ. Ωστόσο, αντί της όπερας «Μαραθών - Σαλαμίς» που είχε προγραμματιστεί για έναρξη προτιμήθηκε η όπερα «Μινιόν» του Α. Τομά. Είναι εύλογος ο συνειρμός γιατί έγινε αυτή η επιλογή, καθώς η όπερα αυτά τα χρόνια δεν ήταν για όλες τις τάξεις αλλά «χρησιμοποιείτο» ως ένδειξη ισχύος και εξουσίας – και στην τότε Αθήνα αυτή ανήκε στην ξενόφερτη ανώτερη κοινωνική τάξη.
Ίδρυση του Κρατικού Λυρικού Θεάτρου
Το 1938 ο τότε πρωθυπουργός/δικτάτορας Ι. Μεταξάς ανέθεσε στον δραστήριο Κωστή Μπαστιά, που ήταν Γραμματέας των Γραμμάτων και των Τεχνών –μια θέση αντίστοιχη του Υπουργού Πολιτισμού σήμερα–, την ίδρυση Λυρικής Σκηνής. Σαν διευθυντής του τότε Βασιλικού Θεάτρου συνειδητά επέλεξε να μην ενταχτούν στη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή παλαιά ονόματα του ελληνικού μελοδράματος, οι οποίοι συνέχισαν να ανεβάζουν παραστάσεις όπερας στο κινηματοθέατρο Παλλάς.
Η Λυρική Σκηνή ιδρύθηκε το 1939 ως τμήμα του Βασιλικού Θεάτρου και φιλοξενήθηκε στη στέγη του, προσδοκώντας την απόκτηση δικής της στέγης όταν θα το επέτρεπαν οι οικονομικές συνθήκες. Το ιδρυτικό της συμβούλιο το αποτελούσαν αναγνωρισμένες προσωπικότητες διεθνούς ακτινοβολίας, όπως ο Ρενάτο Μόρντο, κερκυραϊκής καταγωγής, ο Αυστριακός αρχιμουσικός Βάλτερ Πρέφερ, και η Ισπανίδα υψίφωνος Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Για τη δημιουργία του πρώτου θιάσου που αριθμούσε 120 άτομα επιλέχτηκαν οι ακροάσεις, γεγονός που από τη μια ανανέωσε ηλικιακά τον θίασο, αλλά από την άλλη προσπέρασε την προσφορά των παλαιοτέρων.
Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και το μπαλέτο της Λυρικής Σκηνής με διευθυντή τον διακεκριμένο Τσέχο Σάσα Μαχόφ – τότε ακόμα η Τσεχία δεν ανήκε στο Ανατολικό μπλοκ… Στα μετέπειτα χρόνια και έως τις μέρες μας, το μπαλέτο συνεργάστηκε με καταξιωμένους χορογράφους όπως οι Ζ. Νικολούδη, Ρ. Μάννου, Γ. Μέτσης, Λ.Ν. Πιεν, Γ. Φλερύ, Γ. Μανταφούνης, Κ. Ρήγος κ.λπ.
Η λειτουργία της εγκαινιάστηκε στις 5/3/1940, με τη «Νυχτερίδα» του Στράους, και ακολούθησε η «Μαντάμ Μπατερφλάυ» του Πουτσίνι και ο «Βοκκάκιος» του Ζουππέ.
Μια άγνωστη πτυχή είναι ότι στην εναρκτήρια παράσταση της «Νυχτερίδας» συμμετείχε στο μπαλέτο ως χορευτής ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος με το ψευδώνυμο Γ.Βάμπας (1940)
Τον Ιούνιο του 1940 η τότε 17χρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) υπέγραψε την πρώτη επαγγελματική της σύμβαση με τη Λυρική Σκηνή.
Τα Κατοχικά χρόνια
Στην περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, η Λυρική Σκηνή στεγάστηκε στο Παλλάς λόγω του ότι διέθετε καταφύγιο.
Στα σκληροτράχηλα χρόνια της Κατοχής συνεργάστηκε εν μέρει με τις κατοχικές αρχές, εξυπηρετώντας υποχρεωτικά και τους σκοπούς των Γερμανών κατακτητών, και ακολούθησε την πορεία των ιδιωτικών θεάτρων. Έδινε παραστάσεις στο καλοκαιρινό θέατρο Παρκ (Χέυδεν και Μαυρομιχάλη), καθώς και στο θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος. Το 1943 εγκαταστάθηκε στο πρόσφατα ανακαινισμένο θέατρο Ολύμπια στην οδό Ακαδημίας, και από το 1944 έγινε ο οριστικός τόπος εγκατάστασής της. Ο Μανώλης Καλομοίρης, ως διευθυντής της, επέλεξε την όπερα «Ρέα» του Σαμάρα ως εναρκτήριο έργο της σεζόν. Τον Μάιο του 1944 το τότε κατοχικό υπουργικό συμβούλιο με απόφασή του απέσπασε τον οργανισμό από το Βασιλικό Θέατρο, μετατρέποντάς το σε αυτόνομο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό τον τίτλο Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ).
Το καλοκαίρι του 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Λυρική Σκηνή δίνει την παράσταση «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας. Η συμβολική δυναμική του έργου ξεσήκωσε το κοινό που, αψηφώντας την παρουσία των Γερμανών κατακτητών, αποθέωσε τους συντελεστές της παράστασης προκαλώντας την αποχώρησή τους. Μια άγνωστη πτυχή της όπερας είναι ότι μέσω των εθνικών/πατριωτικών της θεμάτων σε κάποιες από αυτές, μετατράπηκε σε μοχλό ενθάρρυνσης της έννοιας δημιουργίας έθνους/κράτους στους λαούς, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρεμιέρα «Ναμπούκο» του Βέρντι, που έκανε πρεμιέρα στις 9/3/1842 στη Σκάλα του Μιλάνου, η οποία μπορεί να αναφερόταν στη βαβυλώνια αιχμαλωσία των Εβραίων, αλλά συμβολικά παρέπεμπε στην υποδούλωση των Ιταλών κυρίως από τους Αυστριακούς. Τα τραγούδια της παράστασης γίνονται εναρκτήριο κάλεσμα και σύμβολο του αγώνα για την ιταλική ανεξαρτητοποίηση και ενοποίηση.
Στην απελευθερωμένη Αθήνα τον Νοέμβριο του 1944 η ΕΛΣ γιορτάζει αυτήν τη νίκη με την πατριωτική παράσταση «Η Γιορτή της Λευτεριάς» με εθνικούς ύμνους όλων των συμμάχων, δημοτικά τραγούδια και πατριωτικά έργα Ελλήνων δημιουργών.
Κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών του 1944, η ΕΛΣ έκλεισε, όπως και όλα τα θέατρα.
Oι πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες
Ύστερα από την παραίτηση του Μ. Καλομοίρη και μετά από μια σύντομη συνδικαλιστική διεύθυνση, τελικά ο θεσμός υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας και τον Φεβρουάριο του 1945 ξανάρχισε να δίνει παραστάσεις με διευθυντή τον συγγραφέα-δημοσιογράφο Θεόδωρο Συναδινό, ο οποίος είχε μια μακροχρόνια θητεία και με μόνιμο αρχιμουσικό τον Λεωνίδα Ζώρα, ο οποίος ήταν παρών από το 1940. Ο Συναδινός συνέχισε την πρωτοβουλία του Καλομοίρη για τη διαρκή διεύρυνση του ρεπερτορίου προς νέες κατευθύνσεις, καθώς και τη δέσμευση σε κάθε καλλιτεχνική περίοδο να υπάρχουν έως τέσσερις νέοι τίτλοι. Το 1950-1951, ενώ ιδρύεται η σχολή μπαλέτου, ταυτόχρονα καταργείται ο δεκαετής (1940-1950) θίασος οπερέτας, και το 1953 η διακοπή της κρατικής επιχορήγησης από την κυβέρνηση Παπάγου οδηγεί σε αναστολή των παραστάσεων και προσωρινό κλείσιμο της ΕΛΣ. Η εντατική πίεση σωματείων και εργαζομένων είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου επιχορήγηση της ΕΛΣ, η οποία έτοιμη υποδέχεται το κοινό της τον Απρίλιο του 1954. Λόγω όμως της κατεδάφισης του πρώτου θεάτρου Ολύμπια, οι παραστάσεις που δίνει στα επόμενα τρία χρόνια έως το 1957 πραγματοποιούνται στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, στο ΠΑΡΚ και στο Ηρώδειο. Ταυτόχρονα, αρχίζει εκτενείς περιοδείες σε όλη την Ελλάδα, λόγω όμως συνθηκών το ρεπερτόριο είναι περιορισμένο.
Η απόφαση της τουριστικής πολιτικής το 1955 από την κυβέρνηση Παπάγου για τη δημιουργία του θεσμού Φεστιβάλ Αθηνών, όπου για την πραγματοποίησή του μετακλήθηκε από την Αμερική ο γνωστός σκηνοθέτης Ντίνος Γιαννόπουλος, προσφέρει μια νέα χρηστική δυναμική στην ΕΛΣ. Οι παραστάσεις δίνονται στο Ηρώδειο και η ΕΛΣ συμμετέχει από την αρχή και κάθε καλοκαίρι.
Τα πρώτα 20 χρόνια οι ιδρυτικές θέσεις του Φεστιβάλ Αθηνών έδιναν προτεραιότητα και έμφαση σε ελληνοθεματικές παραγωγές. Ήταν τα χρόνια όπου η κυβερνητική πολιτική χρειαζόταν την αναβίωση ενός νέου ελληνικού πολιτισμού και αίσθημα για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις πληγές αλλά και τις σπίθες που έκαιγαν ακόμα από την εποχή του εμφυλίου.
Παράλληλα, η ΕΛΣ παρουσίασε όπερες και στο θέατρο της Επιδαύρου, με τις σημαντικές χρονιές του 1960 και 1961 που παρουσιάστηκαν οι κλασικές-θρυλικές παραστάσεις «Νόρμα» του Μπελίνι και «Μήδεια» του Κερουμπίνι, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Κάλλας στη γόνιμη περίοδό της, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνικά/κοστούμια Γ. Τσαρούχη. Χωρίς το Φεστιβάλ Αθηνών, για την ΕΛΣ τα χρόνια εκείνα θα ήταν δύσκολα για πολλούς λόγους, κυρίως οικονομικούς, να ανεβάσει πρωτοποριακά ή σπάνια έργα, όπως ο «Οιδίπους Τύραννος» του Στραβίνσκι, «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ κ.λπ. Δεν ήταν μόνο η νέα δυνατότητα του ρεπερτορίου, αλλά και ο τρόπος παρουσίασης, όπως αυτή της πλήρους ενορχήστρωσης, ή της σκηνικής παρουσίασης, κάτι που ήταν ανέφικτο για τον σκηνικό χώρο τού Ολύμπια.
Το νέο θέατρο Ολύμπια εγκαινιάζεται τον Ιανουάριο του 1958 με την «Αΐντα» του Βέρντι, ενώ το 1959 ψηφίζεται για πρώτη φορά ο κανονισμός λειτουργίας του οργανισμού, στον οποίο ορίζεται ο σκοπός και ο τρόπος διοίκησής της. Διευθύνων Σύμβουλος και Γενικός Διευθυντής ο γνωστός μας εμπνευστής αλλά και ιδρυτής της Λυρικής Σκηνής Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος διευρύνει το δραματολόγιό της προς κάθε κατεύθυνση. Επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, το 1964 έως το 1967, ο συνθέτης και διευθυντής του Ωδείου Αθηνών Μενέλαος Παλλάντιος, διετέλεσε διευθυντής της ΕΛΣ συνεχίζοντας τα βήματα του προκατόχου του.
Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες κυριάρχησαν τα δημοφιλή έργα των Πουτσίνι, Ροσσίνι, Βέρντι, ενώ άρχισε και μια πιο έντονη παρουσία της γερμανόφωνης και ελληνικής οπερέτας. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται ο «Βαφτιστικός» του Σακελλαρίδη. Σταδιακά εντάχτηκαν τα έργα του Μότσαρτ «Ντον Τζιοβάννι», « Οι Γάμοι του Φίγκαρο», «Ο μαγικός αυλός».
Παράλληλα, παίζονταν ιστορικά αλλά και εγχώρια έργα της Εθνικής Σχολής με ελληνική θεματολογία, όπως «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Καλομοίρη κ.λπ. Σε αυτά τα χρόνια η ΕΛΣ, πιστή στην προσφορά της για το κοινό, δίνει παραστάσεις σε όλη την ελληνική επικράτεια, όπως στα Δημήτρια της Θεσσαλονίκης, τα οποία φιλοξενούν όπερες από άλλες βαλκανικές χώρες, στην Πάτρα, στα Ιωάννινα, στα Επτάνησα, στον Βόλο, στην Καλαμάτα, καθώς και στην Κύπρο. Οι εκτός έδρας περιοδείες αραιώνουν μετά το 1990, ενώ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Κ.Θ.Β.Ε.) αρχίζει να ανεβάζει δικές του παραγωγές όπερας κατά τη διάρκεια 1978-1981.
Δικτατορία - Μεταπολίτευση
Το 1969 τα τρία Κρατικά θέατρα ενώθηκαν στον Οργανισμό Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος, όπου με διοικητικό διευθυντή τον στρατηγό Βασίλειο Παξινό ορίζεται με νόμο η κρατική επιχορήγησή του. Θεωρήθηκε απαραίτητο σε κάθε καλλιτεχνική περίοδο η παρουσίαση τουλάχιστον ενός Έλληνα συνθέτη, ενώ στο ρεπερτόριο προστέθηκαν δύο μιούζικαλ, σε αντιστοιχία με τα παραλιακά μπουζούκια πίστας που αντικατέστησαν τα αυθεντικά λαϊκά μαγαζιά. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στην πρότυπη γλώσσα που γράφτηκε ολόκληρο το έργο όπερας «Φάλσταφ» του Βέρντι το 1971. Κατά την περίοδο της δικτατορίας, πολλοί καλλιτέχνες της ΕΛΣ εκδιώχθηκαν.
Μεταπολίτευση, 1974, και ο οργανισμός των Κρατικών Θεάτρων διαλύεται. Η ΕΛΣ συνέχισε την αυτόνομη πορεία της, διοικούμενη από σημαντικούς ανθρώπους, όπως στη θέση του Διευθυντή ο αρχιμουσικός Δημήτρης Χωραφάς με αναπληρωτή τον Μάνο Χατζιδάκι. Από το Διοικητικό Συμβούλιο και την καλλιτεχνική επιτροπή και δυναμικό πέρασαν δημιουργοί και καλλιτέχνες, όπως οι Σπύρος Βασιλείου, Μαρία Χορσς, Γιάννης Α. Παπαϊωάννου, Άρης Γαρουφαλής. Ως προς τη δραματουργία της, παρέμεινε στο ρεπερτόριο του ιταλικού Ρομαντισμού. Τα πρώτα πέντε χρόνια της Μεταπολίτευσης, ακολουθώντας το πνεύμα και το κοινωνικό/πολιτικό πλαίσιο της εποχής, δόθηκαν παραστάσεις με το έργο «Ο Φυλακισμένος» του Νταλλαπίκκολα με ερμηνευτή τον Σπύρο Σακκά σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, και Μπρεχτ/Βάιλ «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόνυ» σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολονάκη. Με αποδεσμευμένο ρεπερτόριο αρχίζουν να ανεβαίνουν όπερες των Χάιντελ κ.ά., καθώς και αρκετές όπερες του 20ού αιώνα. Εκτός Αθηνών ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ως διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. κατά την περίοδο 1977-1980, εγκαινιάζει την Όπερα Θεσσαλονίκης με τον «Φιντέλιο» του Μπετόβεν σε συνεργασία με τον Δήμο Θεσσαλονίκης. Την εποχή που η Θεσσαλονίκη ήταν η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης (1997), ιδρύεται η Όπερα Δωματίου Θεσσαλονίκης, ως αυτόνομη από το ΚΘΒΕ, η οποία ως χώρο παραστάσεων έχει το Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και τον ιστορικό χώρο του Επταπυργίου. Το 2002 το Υπουργείο Πολιτισμού τη μετονόμασε σε Όπερα Θεσσαλονίκης, εξασφαλίζοντας τη διοικητική και οικονομική της αυτονομία. Μετά από διάφορες διακυμάνσεις, τελικά το 2011 συγχωνεύεται με το ΚΘΒΕ.
Η ένταση των οικονομικών και διοικητικών προβλημάτων που παρουσιάστηκαν με επιπτώσεις στο εύρος του ρεπερτορίου και στον προγραμματισμό των παραστάσεων στην ΕΛΣ, το 1981, εξομαλύνεται από τους δημιουργούς Γιώργο Κουρουπό, Σ. Ευαγγελάτο και τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη.
Η ίδρυση και λειτουργία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ), 1991, το οποίο δραστηριοποιήθηκε στον χώρο του Λυρικού θεάτρου, έδωσε καινούργια ώθηση στην ΕΛΣ με νέες δραματουργικές παραγωγές της, είτε σαν συμπαραγωγές είτε σαν δικές της παραγωγές στην αίθουσα Αλέξανδρου Τριάντη, όπως π.χ. η όπερα του Άνταμς «Ο Νίξον στην Κίνα». Αντίστοιχη συνεργασία υπήρξε και με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Γιορτάζοντας τα 50χρονά της η ΕΛΣ (1994), επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Άλκη Μπαλτά, μετατρέπεται σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με νέο νόμο που ορίζει τον σκοπό της καθώς και τους οικονομικούς της πόρους.
Την επόμενη χρονιά, υπό τη διεύθυνση Μπαλτά/Κουρουπού, ιδρύεται το Στούντιο Όπερας της ΕΛΣ και εισάγονται υπέρτιτλοι στην αίθουσα Ολύμπια, λόγω του ότι όλα τα έργα παρουσιάζονται στην πρότυπη γλώσσα που γράφτηκαν. Ταυτόχρονα, σημαντικοί καλλιτέχνες όπως η Λίνα Βερτμύλλερ σκηνοθετούν νέες παραγωγές, όπως «Μποέμ» κ.ά. Πραγματοποιούνται συμπαραγωγές με λυρικά θέατρα του εξωτερικού και με το ΜΜΑ, υπό τη διεύθυνση του Περικλή Κούκου (1998). Το κοινό παρακολουθεί τη σύγχρονη σκηνοθετική ματιά σε κλασικά θέματα, όπως αυτή του Γκραμς στον «Μάκβεθ» του Βέρντι.
Οι δραστηριότητες της ΕΛΣ, στη σύγχρονη εποχή της, συνεχώς εμπλουτίζονται με παραστάσεις ελληνικής οπερέτας αλλά και της παιδικής σκηνής που ιδρύει. Για αυτές τις πολλαπλές δραστηριότητές της χρησιμοποιείται το Θέατρο Ακροπόλ, την περίοδο 2000-2013. Μια άλλη τομή της είναι η δημιουργία της Πειραματικής Σκηνής από τον Θεόδωρο Αντωνίου (2003-2011), η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε Έλληνες συνθέτες να παρουσιάσουν έργα μικρής διάρκειας μετά από παραγγελία. Το πνεύμα που διαπότιζε αυτή την εποχή ήταν ο σκοπός και η δραστηριότητα ενός οργανισμού, όπως της ΕΛΣ, να μην αρκούνται μόνο στη σύγχρονη αναπαραγωγή κλασικών έργων, αλλά και στην παραγωγή νέας δραματουργίας.
Σε μια χώρα όμως όπως η Ελλάδα, όπου οι κρίσιμοι τομείς που παιδαγωγούν τον πολίτη, όπως αυτός του Πολιτισμού και της Παιδείας, υπολείπονται πάντα σε χρηματοδότηση, τα μεγαλόπνοα μεν αλλά απαραίτητα και ουσιαστικά σχέδια της ΕΛΣ για να μπορεί να είναι ένας ζωντανός και δραστήριος παραγωγικός οργανισμός, όπως π.χ. η απόφαση να μετακληθούν πλήθος γνωστών σκηνοθετών και τραγουδιστών διεθνούς εμβέλειας, είχε σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε οικονομικό αδιέξοδο. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν η υπογραφή μνημονίου συνεργασίας του κράτους με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για τη δημιουργία νέας στέγης της ΕΛΣ στον παλιό Ιππόδρομο της Καλλιθέας, στην ακτογραμμή του Φαληρικού όρμου, σε αρχιτεκτονική του Ρέντσο Πιάνο. Η θάλασσα πάλι στέκει σιμά της…
Το 2017 η ΕΛΣ ξεκινά τη δοκιμαστική περίοδο λειτουργίας της στις νέες εγκαταστάσεις της, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), το οποίο αποτελεί δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος προς την ελληνική Πολιτεία. Η ΕΛΣ, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του συνθέτη Γ. Κουμεντάκη, έχει πια πλήρη καλλιτεχνική δραστηριότητα σε δύο σκηνές: στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος και στην Εναλλακτική Σκηνή υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Διαθέτει Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή Χορού, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες.
Η στέγη υπάρχει, η πρόκληση πια της ΕΛΣ είναι η δραματουργική της δραστηριότητα να αποτελέσει πόλο έλξης της καθημερινότητας των πολιτών αυτής της χώρας, αλλά να είναι και εκείνη που θα γίνει αρωγός της σημερινής δημιουργίας και των νέων δημιουργών.
Τα 80χρονα της ΕΛΣ : Μια ευρηματική πολιτική παράσταση
Το 2014 ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης παρουσιάζει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την «σημαδιακή» για την ΕΛΣ οπερέτα του Γιόχαν Στράους «Νυχτερίδα» με καθαρή πολιτική οπτική μιας και τοποθετεί τους Απριλιανούς δικτάτορες του 1967 καθώς και Σοβιετικούς πρέσβεις στην θέση των Ευγενών και Ρώσων πριγκηπών της Βιέννης της τότε εποχής που γράφτηκε το έργο.
Όπως είχε δηλώσει ο δημιουργός στην Εφημερίδα των Συντακτών ο λόγος που το έκανε αυτό ήταν γιατί η προηγούμενη χρονιά του 2013 είχε σηματοδοτηθεί από την μεγάλη άνοδο στην ελληνική κοινωνία της Χρυσής Αυγής . Αυτό το φαινόμενο σφυροκοπούσε στο μυαλό του την σύνδεση των λέξεων «οπερέτα» και «πραξικόπημα» μιας και πιστεύει ότι το διεθνές οπερατικό ρεπερτόριο μπορεί κάλλιστα να συμπορευτεί με το ελληνικό πολιτισμιακό στοιχείο. Στην συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία η ειρωνική επιστροφή της επταετίας αναδείκνυε το νόημα της συγκεκριμένης οπερέτας.
Τον Φεβρουάριο του 2020 σαν καλλιτεχνικός διευθυντής της Εναλλακτικής Λυρικής Σκηνής ξαναπαρουσιάζει αυτή την παράσταση για την γενέθλιο επέτειο της ΕΛΣ, με επιπρόσθετα στοιχεία.
Παραμονές του πραξικοπήματος σε μια καμπάνα στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης, ένας χώρος που ταυτίστηκε τόσο με τις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 1960 όσο και με την χούντα των συνταγματαρχών γίνεται η κατοικία του Γκάμπριελ φον Άιζενστάιν και της Ροζαλίντα και η δεξίωση του ρώσου πρίγκιπα Ορλόφσκι, πάρτι του σοβιετικού πρέσβη στην αίθουσα χορού ενός ξενοδοχείου. Ξημερώνοντας η 21η Απριλίου 1967 αντί οι πρωταγωνιστές να επιστέψουν στους προσωπικούς χώρους της θαλπωρής τους , όπως είναι η φυσική συνέχεια μιας μεθυστικής βραδιάς, βρίσκονται στα κρατητήρια, φυλακές , κελιά , -όποια λέξη και να χρησιμοποιήσουμε η έννοια δεν αλλάζει, κρατούμενοι . Σε αυτή την μαύρη εποχή της επταετίας ο Αλέξαντρος Ευκλείδης αντιπαραθέτει το « άσπρο» πλάνο των ταινιών του Γ. Δαλιανίδη αναδεικνύοντας τον σουρεαλισμό της εποχής, σε συνδυασμό με την πολιτική αισθητική του Παντελή Βούλγαρη στις ταινίες «Μέρες του ‘36» και «Πέτρινα χρόνια». Όπως είχε δηλώσει ο δημιουργός χρησιμοποιεί μικρές παρεμβολές ιστορίας βασιζόμενος στην «ελευθεριότητα» της κωμωδίας προκειμένου να θιχτούν θέματα που μόνο κωμικά δεν είναι. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι όταν στην δεύτερη πράξη κατά την διάρκεια του Πάρτι του Ορλόφσκι «συναντιούνται» Αμερικανοί και Ρώσσοι κοσμοναύτες μεταφέροντας τον ανταγωνισμό της βόκτας και του ουισκυ σε ανταγωνισμό πρωτιάς για το φεγγάρι. Αυτό που υποβόσκει φυσικά είναι η ψυχροπολεμική περίοδος των δυο τότε υπερδυνάμεων.
Αυτές οι παραστάσεις δίνονται παραμονές ενός απρόσμενου όσο και πρωτόγονου Lockdown σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιστορία τελικά είναι μια ακίνητη διαδικασία με χαρακτηριστικές ακμές η αιχμές σύμφωνα με την ιστορική σχολή των Annales και τον κύριο εκπρόσωπο της Jacques le Goff. Αυτό που αναμένει το κοινό είναι η αναπαράσταση και εξερεύνηση αυτής της εποχής μέσα από την σύγχρονη δραματουργία.
Η αίθουσα γεμίζει, η ορχήστρα παίρνει τη θέση της, τα φώτα χαμηλώνουν, και με την εσώκλειστη ανάσα της προστατευτικής μάσκας είμαι έτοιμη να βυθιστώ στην ηδυπάθεια της «Μαντάμ Μπατερφλάυ». Μόνο που νιώθω το αυτί μου να θέλει να ακουμπήσει στον τοίχο της αίθουσας. Είναι το θρόισμα της θάλασσας που καραδοκεί. Πάντα η θάλασσα…
ΥΓ.: Η ΕΛΣ για τα 80 χρόνια της κυκλοφόρησε ένα βιβλίο-λεύκωμα του μουσικοκριτικού Νίκου Δοντά. Ξεφυλλιζοντάς το, ίσως τελικά πάψετε να αδιαφορείτε για την Όπερα.