Όρθιος επάνω σε ένα αυτοκίνητο, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Lyndon Johnson διαβεβαίωνε μέσω μεγαφώνου τούς συγκεντρωμένους ψηφοφόρους του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιοδείας, τον Σεπτέμβριο του 1964, στην πόλη Providence της πολιτείας Rhode Island, ότι είναι «υπέρ πολλών πραγμάτων και εναντίον ελάχιστων».
Με παραπλήσιο πνεύμα πολιτικής πλειοδοσίας, πολλοί στη χώρα μας τοποθετήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες –μεταξύ πλείστων άλλων θεμάτων– και «αναφανδόν υπέρ» της ανάγκης ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, χωρίς όμως να κάνουν κάτι απτό για να προωθήσουν αυτόν τον στόχο. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος κλάδος χρησιμοποιήθηκε από το πολιτικό σύστημα πρωτίστως ως μηχανισμός ικανοποίησης εκλογικών αιτημάτων, ενώ το συνδικαλιστικό κίνημα τον αντιμετώπισε ως πεδίο ανεδαφικών διεκδικήσεων.
Σε αντίθεση με αυτήν την «παράδοση», η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εκπονήσει ένα λειτουργικό σχέδιο για την αναδιάταξη της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας. Βασική επιδίωξή της είναι η ένταξη των εν λόγω επιχειρήσεων στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και υποστήριξης στρατιωτικού υλικού, μέσω της ανάπτυξης συμμαχιών με εταιρείες του εξωτερικού. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ) επιδιώκει, μέσω και του προγράμματος αναβάθμισης των μαχητικών F-16 της Πολεμικής μας Αεροπορίας, τη μετεξέλιξή της σε διεθνή κόμβο παροχής υπηρεσιών συντήρησης και αναβάθμισης αεροσκαφών. Επίσης, πριν από λίγες εβδομάδες ολοκληρώθηκε η αποκρατικοποίηση της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ), η αναδιάταξη της οποίας θα της επιτρέψει να διεκδικήσει ένα μερίδιο τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς αγοράς στρατιωτικών και μη οχημάτων.
Η κυβερνητική αυτή στρατηγική ανταποκρίνεται πλήρως στις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στον ευρωπαϊκό χώρο. Συγκεκριμένα, η ένταξη στο ΝΑΤΟ αρκετών κρατών τού πρώην ανατολικού μπλοκ, σε συνδυασμό με την αναζωπύρωση συγκρούσεων κοντά στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, καθιστούν όλο και πιο επιτακτική την εξεύρεση φθηνών και αξιόπιστων λύσεων για την αντικατάσταση των παλαιοτέρων οπλοστασίων, κυρίως σοβιετικής προέλευσης, των κρατών αυτών με σύγχρονα δυτικά οπλικά συστήματα. Η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Σλοβακία αποτελούν μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων χωρών.
Με τον εκσυγχρονισμό και την ένταξη των αμυντικών της βιομηχανιών στις σχετικές διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και εν συνεχεία υποστήριξης (Follow-on Support), η Ελλάδα –και λόγω της γεωγραφικής της εγγύτητας– μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στην κάλυψη αυτής της αυξανόμενης ζήτησης για δυτικά αμυντικά προϊόντα και ειδικά για υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης.
Το γεγονός ότι η πιο ουσιώδης και ειλικρινής προσπάθεια αναδιάταξης της κρατικής αμυντικής βιομηχανίας γίνεται από μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι τυχαίο. Αποτελεί έκφραση της μακράς ιστορικής σχέσης της παράταξής μας με τον συγκεκριμένο κλάδο, η οποία αποτυπώνεται –μεταξύ άλλων– και στον Ν. 43/1975 «Περί ιδρύσεως Εθνικής Βιομηχανίας Αεροπορικού Υλικού», η ψήφιση του οποίου αποτέλεσε θεμελιώδη σύλληψη και απόφαση της τότε κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι η σημερινή κυβέρνηση, με την παρούσα σταθμισμένη και προσαρμοσμένη στις διεθνείς συνθήκες βιομηχανική της στρατηγική, θα καταφέρει να διαμορφώσει τις κατάλληλες συνθήκες για να κάνει επιτέλους η εγχώρια αμυντική βιομηχανία ένα μεγάλο βήμα προς το μέλλον.