Ο κύβος ερρίφθη και η επανέναρξη του 61ου γύρου διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κλείδωσε για τις 25 Γενάρη στην Κωνσταντινούπολη. Για τους καλά γνωρίζοντες, η συμφωνία ανάμεσα στις δυο πλευρές είχε επιτευχθεί εδώ και καιρό. Το μόνο που έμενε ήταν απλά να βρεθεί το κατάλληλο timing, ώστε να γίνουν οι επίσημες ανακοινώσεις.
Εξάλλου, απ’ όταν η Τουρκία απέσυρε το Oruc Reis και δεσμεύτηκε πως θα απέχει από παράνομες ενέργειες εντός των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών, η Αθήνα ήταν έτοιμη να μπει σε διάλογο, επιδεικνύοντας «ειλικρινή διάθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών», όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν διπλωματικές πηγές.
Όπως ήταν όμως αναμενόμενο, η ανακοίνωση της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών έχει προκαλέσει αντιφατικά συναισθήματα σε πολιτικά κόμματα, ειδικούς και κοινωνία, με ένα σημαντικό κόμματι να τις αντιμετωπίζει ως ευκαιρία αποκλιμάκωσης της έντασης και ένα άλλο ως εγκλωβισμό της χώρας σε ένα ανατολίτικο παζάρι.
Η ιστορία των διερευνητικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας
Οι διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελούν μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων την τελευταία εικοσαετία. «Τέκνο» της κρίσης των Ιμίων του 1996 και της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, οι διερευνητικές επαφές ή exploratory talks –όπως συνηθίζουν να τις αποκαλούν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι– έχουν υπάρξει ένας από τους ελάχιστους σταθερούς πυλώνες επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Στόχος των πρώτων διερευνητικών επαφών στις αρχές του 2000 ήταν η επίλυση της νομικής διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και η διερεύνηση σημείων σύγκλισης ως προς τις διαδικασίες επίλυσης της διαφοράς αυτής. Σε αντίθεση με προηγούμενες ή άλλες διαδικασίες, οι διερευνητικές δεν αποτελούσαν διαδικασία επίσημης ή ανεπίσημης διαπραγμάτευσης, καθώς οι συζητήσεις ήταν άτυπες και προφορικές χωρίς έκδοση κοινών ανακοινωθέντων.
Οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα στις δυο πλευρές συνεχίζονταν για πάνω από δεκαπέντε χρόνια, παρά τις ανά περιόδους εντάσεις στις σχέσεις των δυο χωρών. Ωστόσο, από τον Μάρτιο του 2016, λίγους δηλαδή μήνες πριν από το πραξικόπημα κατά του Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν, οι συζητήσεις πάγωσαν και οι σχέσεις των δυο χωρών αργά και σταθερά οδηγήθηκαν στο ναδίρ.
Διάλογος κωφών… ή διάλογος υποχωρήσεων;
Σήμερα, οι διερευνητικές επαφές έχουν έρθει εκ νέου στο προσκήνιο, καθώς Βερολίνο και Ουάσιγκτον θέλουν να δουν τις δυο χώρες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ζητούμενο, η αποκλιμάκωση της έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο, η εύρεση κοινού βηματισμού των δυο χωρών στο Αιγαίο… και στο βάθος η επανεκκίνηση των συνομιλίων για το Κυπριακό.
Στην πραγματικότητα όμως Αθήνα και Άγκυρα διαφωνούν ακόμα και για το ποια ζητήματα πρέπει να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Για την Ελλάδα, μοναδικό ζήτημα διαπραγμάτευσης με την Άγκυρα είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ για την Τουρκία η διεύρυνση της ατζέντας και η συμπερίληψη θεμάτων όπως η οριοθέτηση του εναέριου χώρου της Ελλάδας, το ζήτημα των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο αλλά και η απο-στρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου.
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, δύο σενάρια είναι πιθανά: είτε η γρήγορη απόσυρση της μιας πλευράς από τον διάλογο και κατάρρευση της προσπάθειας ειρήνευσης, είτε ένας επώδυνος συμβιβασμός για την μια ή την άλλη πλευρά.
Η Τουρκία… δύσκολα θα κάνει πίσω
Στη δοσμένη χρονική στιγμή, η Τουρκία μοιάζει σχεδόν απίθανο να κάνει πίσω από τις διεκδικήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Ερντογάν, με τη στήριξη της Ρωσίας και εκμεταλλευόμενος την ατολμία της Ευρώπης, έχει μετατρέψει την Άγκυρα σε μια από τις ισχυρότερες περιφερειακές δυνάμεις.
Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία δεκαετία η Τουρκία έχει συσσωρεύσει πολιτικό κεφάλαιο, έχει αναπτύξει τις στρατιωτικές της δυνάμεις όσο λίγες χώρες στον κόσμο και έχει αποδείξει πως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική της ισχύ για να πετύχει τους πολιτικούς της στόχους.
Επιπροσθέτως, σε όλα τα πολεμικά ή διπλωματικά μέτωπα στα οποία έχει εμπλακεί, έχει αποδείξει πως είτε με τη χρήση των όπλων είτε με την απειλή αυτών… καταφέρνει να αποσπά πράγματα από τους αντιπάλους της.
Στη Λιβύη να σταθεροποιήσει τον Ισλαμιστή σύμμαχό της, Φαγιέζ αλ- Σαράτζ. Στη Συρία να εκδιώξει τους Κούρδους από το μαλακό υπογάστριό της. Στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ να πετύχει την ανακατάληψη εδαφών από το Αζερμπαϊτζάν, και φυσικά στο Ιράκ να κρατάει στο περιθώριο τους Κούρδους.
Τι δείχνουν όλα τα παραπάνω… μα πολύ απλά πως η Τουρκία, όταν μπαίνει σε ένα διπλωματικό πόκερ, δύσκολα κάνει πάσο από τις επιδιώξεις της… ακόμα και αν απέναντί της έχει ισχυρούς αντιπάλους.
Γιατί θέλει η Τουρκία διάλογο… τώρα;
Για την Τουρκία, βασικό ζητούμενο είναι η νομιμοποίησή της στα μάτια της Δύσης και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν γνωρίζει καλά πως η χώρα του είναι ισχυρή για τα δεδομένα της Ανατολικής Μεσογείου, όμως ανίσχυρη μπροστά στον 6ο στόλο ή σε ενδεχόμενες οικονομικές κυρώσεις από την Ευρώπη.
Αυτό λοιπόν που αποτελεί πρώτιστη επιλογή του, μετά από μια μακρά περίοδο έντασης και προκλήσεων, είναι να αποδείξει πως η Άγκυρα είναι εκείνη που αποζητά τον διάλογο με την Αθήνα – και μάλιστα χωρίς προαπαιτούμενα. Με αυτό τον τρόπο, ο Τούρκος πρόεδρος πιστεύει πως είτε θα κερδίσει πόντους στα μάτια του διεθνούς παράγοντα, αποδεικνύοντας πως η Αθήνα αποφεύγει τον διάλογο… είτε πως θα εξαναγκάσει την Αθήνα σε οδυνηρές υποχωρήσεις.
Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο Τούρκος ΥΠ.ΕΞ., Μελβούτ Τσαβούσογλου, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ανέφερε πως «η Αθήνα θα είναι αδικαιολόγητη αν δεν δεχθεί τον διάλογο», αλλά και τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου τα οποία κάνουν λόγο για «προσπάθεια της Τουρκίας να αποδείξει πόσο συνεργάσιμη μπορεί να γίνει με τη Δύση».
Τα δύσκολα για την Αθήνα μόλις ξεκίνησαν
Διακηρυγμένος στόχος της Αθήνας είναι χωρίς αμφιβολία η επανέναρξη του διαλόγου με την Άγκυρα… μόνο όμως για το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.
Ωστόσο, είναι άλλο η πράξη… και άλλο η θεωρία, καθώς για τους δυτικούς συμμάχους της χώρας η θέση μας αυτή μοιάζει μαξιμαλιστική.
Όσο και αν στην Ελλάδα υπερασπιζόμαστε με θέρμη τις εθνικές μας θέσεις, οι μεγάλες δυνάμεις πάντα θα επιδιώκουν τον μετριασμό τους, με στόχο την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης με τη γείτονα χώρα.
Έτσι, ως χώρα δύσκολα θα πείσουμε τον διεθνή παράγοντα πως έχουμε δικαίωμα να διατηρούμε εναέριο χώρο στα 10 ν.μ., την ώρα που τα χωρικά μας ύδατα βρίσκονται στα 6, ή πως τα ακριτικά μας νησιά αποκόπτουν την Τουρκία από το να έχει πρόσβαση στα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Η Ν.Δ αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό
Το πρόβλημα όμως της διαχείρισης μια ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης γίνεται ακόμα μεγαλύτερο, όταν αυτό καλείται να το υλοποιήσει η συντηρητική παράταξη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να δηλώνει ένας φιλελεύθερος πολιτικός, όμως και ο ίδιος γνωρίζει πως τόσο η σύνθεση της κοινοβουλευτικής του ομάδας, όσο όμως και το εκλογικό του ακροατήριο βρίσκονται στα δεξιά του εκλογικού χάρτη.
Στην πραγματικότητα, το προεκλογικό «ατού» του πρωθυπουργού, δηλαδή η σκληρή του στάση στο Μακεδονικό σε συνδυασμό με τη δεξιά πτέρυγα του Αντώνη Σαμάρα που πρωτοστάτησε κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, σήμερα έχει μετατραπεί στον μεγάλο του «πονοκέφαλο».
Και αυτό διότι και ο ίδιος γνωρίζει πως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσει να φέρει στη χώρα και να περάσει από τη Βουλή μια συμφωνία που θα πηγαίνει πίσω βήματα από την εθνική θέση.
Στον αντίποδα, άμα ο Έλληνας πρωθυπουργός διατηρήσει μια σκληρή στάση και επιδείξει αδιαλλαξία προς την τουρκική πλευρά, τότε γνωρίζει πολύ καλά πως το Oruc Reis θα σουλατσάρει στη Μεσόγειο… και οι Ευρωπαίοι μάλλον θα σφυρίζουν ακόμα πιο αδιάφοροι απ’ ό,τι τώρα.
Ούτε στη Δύση… ούτε στην Ανατολή
Για την Αθήνα σήμερα δεν υπάρχουν ούτε εύκολες ούτε ανώδυνες λύσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδείξει πως δεν μπορεί να συμφωνήσει στην ανάγκη ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού. Οι ΗΠΑ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους περισσότερο στην επούλωση των πληγών που τους άφησε η προεδρία Τραμπ και στον περιορισμό της Κίνας, ενώ η Ρωσία στον βαθμό που δεν θίγονται τα δικά της ζωτικά συμφέροντα «αξιοποιεί» τον Ερντογάν ως μακρύ της χέρι στη λεκάνη της Μεσογείου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως, στην παρούσα χρονική στιγμή, η Ελλάδα δεν έχει να περιμένει πολλά από τις παραδοσιακές ισχυρές δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, και άρα πως πρέπει άμεσα να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις. Μια τέτοια λύση είναι χωρίς αμφιβολία η στενή συνεργασία με το Ισραήλ, η περαιτέρω διείσδυση στις χώρες του Κόλπου και φυσικά η διατήρηση των καλών σχέσεων με την Αίγυπτο.
Μια τέτοια στρατηγική είναι αυτή που μάλλον θα ανάγκαζε την αμερικανική ηγεσία να στρέψει εκ νέου το βλέμμα της προς τη Μεσόγειο και αυτήν τη φορά να ακούσει στα σοβαρά τις θέσεις μας.
Ξανακοιτώντας τη μεγάλη εικόνα
Το βασικό ζητούμενο όμως για την ελληνική πλευρά δεν είναι ούτε η αναζήτηση συμμαχιών ούτε φυσικά να ψάξει για νέες προδοσίες και να στήσει νέες κρεμάλες.
Ζητούμενο για την Ελλάδα πρέπει να είναι η συνομολόγηση ενός στρατηγικού στόχου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και κατ’ επέκταση η αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής απέναντι στην Άγκυρα.
Την τελευταία δεκαετία, η ελληνική διπλωματία περισσότερο πηγαίνει «στον αυτόματο», επαναλαμβάνοντας επιδιώξεις και συμπεράσματα προηγούμενων δεκαετιών, παρά διατυπώνει με σαφήνεια ένα σχέδιο αντιμετώπισης των τουρκικών επιδιώξεων.
To «Ελσίνκι» είναι κλινικά νεκρό και η Τουρκία από «μεγάλος ασθενής» έχει μετατραπεί σε «μεγάλο αναθεωρητή». Αν εμείς οι ίδιοι δεν το κατανοήσουμε αυτό, τότε διαρκώς θα βρισκόμαστε πίσω από τις εξελίξεις και θα αναζητούμε μεμονωμένες απαντήσεις στις προκλήσεις της Τουρκίας.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η σύγκληση συμβουλίου πολιτικών αρχηγών για τα ελληνοτουρκικά είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η ουσιαστική ενίσχυση των θεσμών που σχετίζονται με την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας αναγκαία και η αξιοποίηση του διπλωματικού και ακαδημαϊκού κεφαλαίου επιβεβλημένη.