Εδώ και πάνω από ένα χρόνο έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο αυξημένης έντασης με την Τουρκία, η οποία δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές και τις ανοχές μας. Την αρχή αυτής της περιόδου την εντοπίζουμε στο καλοκαίρι του 2019 –αμέσως μετά τις εκλογές– με τη δραματική αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών που πλημμύρισαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Τον Νοέμβριο είχαμε την υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου –μία καρικατούρα συμφωνίας οριοθέτησης– που επιβεβαίωσε τη «μεγαλοϊδεατική» και εξόχως αναθεωρητική επιδίωξη της Άγκυρας και αιφνιδίασε στρατηγικά την Αθήνα. Τον Φεβρουάριο είχαμε τα γεγονότα του Έβρου και στη συνέχεια την τουρκική δραστηριότητα στην περιοχή νοτίως του Καστελόριζου με τις διαδοχικές Navtex και τη «διπλωματία των κανονιοφόρων» με την παρουσία μονάδων του τουρκικού στόλου. Και όλα αυτά με υπόκρουση μια τοξική και χυδαία ρητορική απειλών, εκφοβισμού και εκβιασμών.
Η Αθήνα όμως δεν έπεσε στην παγίδα της κλιμάκωσης και άντεξε σε όλα τα επίπεδα και κυρίως στο στρατιωτικό, ενώ επιτέλους απέδρασε από τις φοβίες του παρελθόντος απαντώντας με την οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Ιταλία και κυρίως με τη μερική οριοθέτηση με την Αίγυπτο, που επί της ουσίας εξουδετέρωνε το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο – και αυτό το γνωρίζει καλύτερα από όλους η Τουρκία. Η εξαγγελία της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στα δυτικά έπεισε την Άγκυρα ότι η Αθήνα αντιδρά κατοχυρώνοντας τα δικαιώματά της χωρίς να κλιμακώνει στρατιωτικά.
Τελικά, οι επιλογές της Άγκυρας ελαχιστοποιήθηκαν: στρατιωτική εμπλοκή ή διερευνητικές επαφές. Αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί, αλλά όχι να υποχωρήσει. Η τακτική της έντασης και των προκλήσεων σε περισσότερο ελεγχόμενα επίπεδα, βεβαίως, συνεχίζεται και θα συνεχιστεί. Η Τουρκία θα επιμένει να δοκιμάζει τις ανοχές και τις αντοχές της Αθήνας και της Λευκωσίας. Ιδανικά θα ήθελε να δει την Αθήνα να εγκαταλείπει το πλαίσιο των διερευνητικών. Καταλαβαίνει ότι ο χρόνος δεν είναι υπέρ της. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά χρειάζεται χρόνο να υλοποιήσει ένα κρίσιμο μέρος του εξοπλιστικού προγράμματος που αποφασίστηκε και να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο η ελληνική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, η πολιτική της σε στρατηγικό αλλά και σε τακτικό επίπεδο ξεκαθαρίζει μέρα με την ημέρα. Αποσύρει τα πλοία από την Κυπριακή ΑΟΖ, αλλά προχωρά σε άνοιγμα της παραλιακής ζώνης των Βαρωσίων. Επιχειρεί να πριμοδοτήσει με ένταση και πόλωση τον εκλεκτό του Προέδρου Ερντογάν στις εκλογές στα Κατεχόμενα και να συσπειρώσει υπέρ του μέρος των αναποφάσιστων και τη σκληρή τουρκική ψήφο που θα κατευθυνόταν σε άλλους υποψήφιους, και έτσι να εξουδετερώσει τον Μουσταφά Ακιντζί που δείχνει τάσεις χειραφέτησης.
Παράλληλα, στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα στη Λευκωσία ότι, αν δεν προσέλθει σε μία νέα προσπάθεια επίλυσης με τους όρους της Άγκυρας –ιδιαίτερα εκείνους που αφορούν στη συνδιαχείριση των υδρογονανθράκων–, τότε η Αμμόχωστος θα είναι αντικείμενο νέων τετελεσμένων και θα χαθεί οριστικά για τους Ελληνοκύπριους. Δεν θα βιαστεί να κάνει το επόμενο βήμα στα Βαρώσια, αλλά η απειλή θα είναι περισσότερο ορατή από ποτέ. Ο στόχος, όμως, της Τουρκίας είναι ο συμβιβασμός της Λευκωσίας στο θέμα των υδρογονανθράκων με τη σύσταση κοινών επιτροπών με τους Τουρκοκύπριους και συμφωνία πριν την όποια λύση στο πλαίσιο μιας νέας πενταμερούς. Πολλά θα ξεκαθαρίσουν τις επόμενες ημέρες.
Παραμένουμε σε τροχιά σύγκρουσης, γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή, αντοχή και ψυχραιμία.