Η συμφωνία για προσφυγή στη Χάγη, προκειμένου να λυθεί το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών ανάμεσα σε Ελλάδα και Αλβανία, ικανοποίησε και τις δύο πλευρές. Σε μια ταραγμένη περίοδο σε ό,τι αφορά στις σχέσεις μας με την Τουρκία, και από την άλλη σε μια συγκυρία για την Αλβανία, που από τη μία έχει σχέση με την ευρωπαϊκή προοπτική της και από την άλλη με το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της, η συγκεκριμένη πρωτοβουλία φαίνεται ότι ήταν μονόδρομος, στο πλαίσιο των βημάτων για σχέσεις καλής γειτονίας που γίνονται τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, και αυτά τα βήματα ήταν μικρά. Μια σειρά ζητημάτων, από τις περιουσίες των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου μέχρι τους αλυτρωτισμούς αλλά και την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας για μια σημαντική μερίδα πολιτών της γείτονος, έβαζαν εμπόδια σε κάθε προοπτική συμφωνιών στρατηγικής σημασίας. Και μπορεί το 1996 να υπεγράφη το Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Ασφαλείας και Καλής Γειτνίασης –το οποίο έγινε και νόμος του Κράτους το 1998– αυτό, όμως, δεν στάθηκε ικανό ώστε να ανατραπεί μια πραγματικότητα 80 και πλέον ετών: το εμπόλεμο ανάμεσα στα δύο κράτη, που κρατά από τις παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Πόλεμοι, συνθήκες ειρήνης, επεισόδια και νεκροί…
Επί της ουσίας, η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Αλβανία ταυτόχρονα με την κήρυξη στην Ιταλία. Ο Αναγκαστικός Νόμος 2636/1940 (ΦΕΚ Α΄ 379, 10.11.1940) «Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών», βάσει του οποίου «καθίσταται αδύνατος η χρησιμοποίησις πόρων των υπηκόων του εχθρού, προερχομένων εκ περιουσιών κειμένων εις το Εθνικόν έδαφος και απαγορεύονται αι επ’ ωφελεία των εχθρικών Κρατών ή των υπηκόων των πάσης φύσεως δικαιοπραξίαι», νομιμοποίησε τις εχθροπραξίες στο αλβανικό μέτωπο, καθώς εκείνη την εποχή το βασίλειο της Αλβανίας ήταν υποτελές προτεκτοράτο της Ιταλίας του Μουσολίνι. Απάντησαν και τα Τίρανα, αν και ουσιαστικά από το 1939 η Αλβανία είχε υπογράψει πολεμική συμφωνία με την Ιταλία και ήταν αναγκασμένη να την ακολουθεί όπου διεξήγαγε πόλεμο. Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον κομουνιστή Ενβέρ Χότζα, ακυρώθηκε κάθε προηγούμενη απόφαση. Μέχρις ότου ο Μπερίσα, τη δεκαετία του ’90, αποφάσισε να ακυρώσει τις αποφάσεις του Χότζα, επαναφέροντας έστω και τυπικά το εμπόλεμο με την Ελλάδα. Τον Μάρτιο του 1966, κυρώθηκε από το ελληνικό Κοινοβούλιο ο Ν. 4506 «περί απαγορεύσεως άνευ ειδικής αδείας, δικαιοπραξιών αφορωσών τας εν Ελλάδι περιούσιας των εν Αλβανία Ελλήνων το γένος» (ΦΕΚ Α΄ 62, 21.03.1966). Βάσει αυτού, απαγορευόταν η σύναψη συμβάσεων που είχαν ως αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, κειμένων εν Ελλάδι και ανηκόντων σε Έλληνες, το γένος Αλβανούς υπηκόους που διαμένουν στην Αλβανία.
Επί Ανδρέα Παπανδρέου, το 1987, και υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, η Ελληνική Δημοκρατία κατήργησε, με πράξη υπουργικού συμβουλίου, την εμπόλεμη κατάσταση με την Αλβανία. Ωστόσο, η άρση του εμπολέμου δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή και νομικά έχει μείνει εν ισχύι, έστω και τυπικά, και παρ’ ότι τον Μάρτιο του 1996 έγινε η υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφαλείας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Στο περιθώριο των συμφωνιών και της επίσημης εξωτερικής πολιτικής που απεργάζονται υπουργοί και διπλωμάτες, συχνότατα είναι τα επεισόδια που σημειώνονται σε βάρος της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου από ακραίους με την ανοχή των αλβανικών υπηρεσιών. Βανδαλισμοί νεκροταφείων, βεβηλώσεις ιερών, τρομοκράτηση Βορειοηπειρωτών, ξυλοδαρμοί αλλά και δικαστικές αποφάσεις σε βάρος τους. Το 2018 σημειώθηκε η μεγαλύτερη ένταση που κλόνισε και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, όταν η κυβέρνηση Ράμα προχώρησε σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις ακινήτων πολιτών ελληνικής καταγωγής στη Χειμάρρα και αλλού, ενώ την ημέρα της εθνικής εορτής της 28ης Οκτωβρίου σκοτώθηκε ο ελληνικής καταγωγής Κώστας Κατσίφας σε ανταλλαγή πυρών με την αλβανική αστυνομία. Η Αθήνα πίεσε, προκειμένου να διαλευκανθεί κάτω από ποιες συνθήκες σκοτώθηκε ο Κατσίφας, οι αλβανικές αρχές ακολούθησαν παρελκυστική πολιτική, με αποτέλεσμα να «παγώσουν» και πάλι οι σχέσεις.
H εξωτερική πολιτική των Τιράνων και η εμπλοκή της Άγκυρας
Η Αλβανία ακολουθεί σταθερή πολιτική με μακροχρόνιο σχεδιασμό, πέρα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία. Η Αλβανία αντιμετωπίζει την Ελλάδα με φόβο, καχυποψία και κάποιες φορές υπό την πίεση και της Άγκυρας με εχθρότητα. Υπάρχει μια ελίτ στη γείτονα χώρα, που επί δεκαετίες υποδαυλίζει τον ανθελληνισμό, συνδυάζοντάς τον με την κατάλληλη προπαγάνδα για την ανάγκη σχέσεων εξάρτησης από την Άγκυρα.
Εκτός του εμπολέμου, τα Τίρανα συχνά-πυκνά, και ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι διμερείς σχέσεις, ανασύρουν το ζήτημα των περιουσιών των Τσάμηδων, βάζοντάς του μάλιστα και την ταμπέλα του «κεφαλαιώδους»: Προς επίλυση. Κάτι το οποίο ανεδείχθη σε προμετωπίδα της εξωτερικής πολιτικής των γειτόνων την περίοδο της συγκυβέρνησης Ράμα-Ιντρίζι. Το κόμμα των Τσάμηδων (PDIU), που σε κάποια φάση βρέθηκε στην κυβέρνηση της Αλβανίας, δηλητηρίασε κατ’ επανάληψη τις σχέσεις των δύο κρατών. Χρειάστηκε να αποφασίσει ο Ράμα ότι είναι προς όφελος του δικού του κόμματος το σπάσιμο της συνεργασίας, με αποτέλεσμα ο Ιντρίζι να ψάξει συνεργασία με το δημοκρατικό κόμμα του Σαλί Μπερίσα. Πάντως, με πρωτοβουλία των Τσάμηδων του εξωτερικού, διοργανώνονται εκδηλώσεις και βγαίνουν ψηφίσματα για παραπομπή της χώρας μας στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, προκειμένου να λυθεί το ζήτημα των περιουσιών που διεκδικούν. Από την πλευρά της η Αθήνα έθετε ως απαράβατο όρο στην αλβανική προοπτική για ένταξη στην Ευρώπη να εκλείψει οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Παράλληλα, στο πλαίσιο των ατομικών υποχρεώσεων, η Ελλάδα εκ περιτροπής με την Ιταλία ανέλαβε να εκτελεί αποστολές περιπολίας και ελέγχου του FIR των Τιράνων, κάτι που έγινε και πιο πρόσφατα με τη Βόρεια Μακεδονία.
Για να επιστρέψουμε στο ζήτημα της χάραξης ΑΟΖ με την Αλβανία, συμφωνία προέκυψε το 2009, επί Ντόρας Μπακογιάννη στο υπουργείο Εξωτερικών, η οποία στη συνέχεια ανετράπη από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Την προσφυγή τότε είχε κάνει ο νυν πρωθυπουργός της γείτονος Έντι Ράμα, ενώ σφοδρός πολέμιός της ήταν και ο νυν πρόεδρος της Αλβανίας, Ιλίρ Μέτα. Και τότε είχαν ακουστεί πολλά για το «μακρύ χέρι» του Ερντογάν και τις βλέψεις του για αναβίωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια: Αλβανία, Κόσσοβο, Βοσνία, πριμοδότηση των μουσουλμανικών μειονοτήτων στα υπόλοιπα κράτη της βαλκανικής, και το μουσουλμανικό τόξο ξανάκανε την εμφάνισή του πέριξ της χώρας μας. «Σε επίπεδο αντιδράσεων της κοινής γνώμης, δεν απαιτείται σοφία για να προβλέψει κανείς ότι ένα αξιόλογο τμήμα της κοινής γνώμης της Αλβανίας και των αλβανικών πληθυσμών στις γειτονικές χώρες αντιμετωπίζει ευνοϊκά τις τουρκικές θέσεις. Ειδικά σε σχέση με την Ελλάδα. Επίσης, ισχυρή και πάνδημη θα είναι η στήριξη προς την Τουρκία από τις τουρκικές κοινότητες (Εθνικές Μειονότητες) στη Βουλγαρία, στη Βόρεια Μακεδονία και στο μη όμορο Κόσοβο. Ελπίζω, τώρα τουλάχιστον, να έχουμε αντιληφθεί όλοι τη στρατηγική σημασία που έχει η ολιστική στήριξη της Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία και ειδικά στη Χειμάρρα· στη μόνη, βορείως των συνόρων μας, συμπαγή Ελληνική Εθνική Μειονότητα», σημειώνει με νόημα ο πρέσβης ε.τ. Αλέξανδρος Μαλλιάς σε συνομιλία μας.
Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία διατηρεί επιρροή στην Αλβανία, όπως διατηρεί και πρόσβαση στον ναύσταθμο του Αυλώνα αλλά και επαφές με τις μυστικές υπηρεσίες των Αλβανών (την άλλοτε πανίσχυρη Σεκιουρίμι), το αλβανικό πολιτικό σύστημα καλοβλέπει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας πλέον, και γνωρίζει πως η διευθέτηση των ζητημάτων με την Ελλάδα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να κινηθούν τα νήματα. Το ταξίδι του Νίκου Δένδια στην Αλβανία και οι επαφές του με τον Ράμα, τον υπουργό Εξωτερικών Τσακάι, αλλά και τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης Μπάσα επισφράγισαν τη διάθεση και των δύο πλευρών να κλείσουν οι εκκρεμότητες.
Η κατρακύλα της πολιτικής παρουσίας της ελληνικής εθνικής μειονότητας
Μετά την κατάρρευση της πρώτης κυβέρνησης Μπερίσα το 1997, λόγω των πυραμίδων και την άνοδο στην εξουσία του Φάτος Νάνο, η ελληνική εθνική μειονότητα είχε δύο βουλευτές υπουργούς Υγείας και Εργασίας κι άλλους δύο βουλευτές υφυπουργός Παιδείας και Δημοσίας Τάξης, συν τρεις ακόμα ως μέλη του Κοινοβουλίου. Τότε οι βουλευτές εκλέγονταν με τα αλβανικά κόμματα και ανήκαν κατόπιν συμφωνιών στον ενιαίο πολιτικό φορέα της μειονότητας, την Ομόνοια. Όταν άλλαξε ο εκλογικός νόμος, η μειονότητα κατόρθωσε και σύστησε το κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΚΕΑΔ. Η μειονότητα εκπροσωπείτο επί δεκαετίες από 5 έως 7 βουλευτές. Ωστόσο, η διχόνοια διέσπασε το κόμμα, υπήρξαν αλληλοκατηγορίες για συνεργασία με τις αλβανικές αρχές προκειμένου να χαθούν περιουσίες μειονοτικών, ενώ άρχισαν τα δημοσιεύματα για προδοσίες και μειοδότες εφιάλτες. Μια προσπάθεια το 2004, για να δημιουργηθεί ένας νέος φορέας, το ΕΕΜΜ Mega, κατέληξε σε αποτυχία, παρ’ ότι είχε ως κίνητρο την εκπροσώπηση των φτωχών νοτίων περιοχών, όπου ζούσε το μεγαλύτερο μέρος των συμπατριωτών μας.
Στις εκλογές του 2009 εκλέγεται μόνο ένας Έλληνας βουλευτής, καθώς μειονοτικές ψήφοι χάθηκαν λόγω διασπαστικών τάσεων.
Στις τελευταίες εκλογές και μετά τα εκλογικά μαγειρέματα του Ράμα, η μειονότητα δεν εξέλεξε βουλευτή ως κόμμα. Υπάρχουν ωστόσο ελληνικής καταγωγής βουλευτές, όπως ο Β. Ντουλές, πρόεδρος του ΚΕΑΔ, ο Α. Μάρτος, ο Β. Τάβος και ο Α. Αγγελής, που εξελέγησαν με αλβανικά κόμματα.
Ευχαριστούμε για την εικονογράφηση τον Νικόλα Τσαμπούκο.
Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του για να δείτε την υπέροχη δουλειά του:
https://ntsaboukos.gr/