Μια σύντομη αναδρομή στο χθες
Η ελληνική οικονομία ποτέ δεν είχε δυνατές βάσεις. Στηριζόταν πάντοτε στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Έτσι, ενώ αναπτύξαμε ικανοποιητικά το εμπόριο και τις υπηρεσίες, δεν καταφέραμε ποτέ να αποκτήσουμε αξιόλογη βιομηχανία. Ίσως μάλιστα να κατέχουμε το παγκόσμιο ρεκόρ τής πιο γρήγορης αποβιομηχάνισης, αφού ακόμη και εκείνες οι κρατικοδίαιτες βιομηχανίες που εμφανίστηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, κατέληξαν υπερχρεωμένες και πρακτικά χρεοκοπημένες πριν να φτάσουμε στο 1980. Ας μην ξεχνάμε ότι το 1982 δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, με στόχο να κρατήσει ζωντανές πάνω από 60 μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Πειραϊκή-Πατραϊκή, ο Ηρακλής, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία, ο ΠΙΤΣΟΣ, η ΙΖΟΛΑ, η ΒΕΛΚΑ κ.λπ. Δεν τα κατάφερε όμως, πολύ απλά γιατί οι βιομήχανοί μας λειτουργούσαν πάντοτε με βραχυπρόθεσμη οπτική και, επίσης, γιατί η οικονομία μας μαστιζόταν από υψηλό πληθωρισμό, από υψηλά επιτόκια και διέθετε ένα αδύναμο νόμισμα που έχανε διαρκώς την επαφή του με το δολάριο, το μάρκο και τα άλλα σκληρά νομίσματα της εποχής εκείνης.
Τότε ήταν που ανακαλύφθηκε η «πατέντα» για μια ευημερία χωρίς κόπο, η οποία βέβαια μας οδήγησε 30 χρόνια αργότερα στη χρεοκοπία: Το κράτος άρχισε να φορτώνεται όλο και περισσότερα δανεικά, τα οποία μετέτρεπε σε εισοδήματα μέσω των κρατικών δαπανών, των δημοσίων έργων, της παροχής ενισχύσεων σε θνησιγενείς επενδύσεις κ.λπ. Τη δεκαετία ’80 μπορούσες να στήσεις μια επένδυση στη Θράκη ή την Ήπειρο διαθέτοντας μόλις το 15% του συνολικού της κόστους. Το Κράτος σού έδινε το 60% και οι τράπεζες 25%. Με μια υπερτιμολόγηση 30%, δεν έβαζες ούτε μία δεκάρα, σου έμενε η επένδυση δωρεάν και 10% στην τσέπη. Το αποτέλεσμα ήταν να στηθούν δεκάδες επενδύσεις που δεν λειτούργησαν ποτέ.
Η πατέντα όμως της εξασφάλισης κατανάλωσης χωρίς παραγωγή, είχε και άλλες πτυχές:
Σημαντικό μέρος από τα ευρωπαϊκά «κονδύλια» διανέμονταν σε ιδιώτες και επιχειρήσεις για ανύπαρκτη παραγωγή (κυρίως στον αγροτικό τομέα), για κακής ποιότητας επιμόρφωση, μελέτες κ.λπ. Την ίδια περίοδο, η τουριστική ανάπτυξη της υπαίθρου μετέτρεπε τα χωράφια σε οικόπεδα, πολλά από τα οποία πουλήθηκαν σε ξένους, φέρνοντας κι άλλες εισροές και επιτείνοντας την πλασματική ευημερία. Αυτός ο συνδυασμός της αύξησης της αγοραστικής δύναμης, χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής, οδήγησε σε έκρηξη εισαγωγών (ήταν σχεδόν μόνιμα τετραπλάσιες των εξαγωγών) και εκτόξευσε στα ύψη το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, επιβάλλοντας τη διαρκή προσφυγή σε νέο δανεισμό.
Από το 1980 έως το 2010 το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 22% του ΑΕΠ σε 146%. Σε εκείνο το χρονικό σημείο μάς βρήκε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και μας αποτέλειωσε, γιατί προκάλεσε τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και ανέβασε κάθετα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μας. Το 2015 είχε φτάσει το 177%, παρά το γεγονός ότι είχαν διαγραφεί 100 δισ. ευρώ λίγα χρόνια νωρίτερα.
Από το 2015 έως το 2019, η χωρίς έννοια και προοπτική αντιπαράθεσή μας με την Ευρωπαϊκή Ένωση που έφερε τα capital controls, οι πειραματισμοί στην οικονομία και οι τόσες άλλες αστοχίες, δεν άφησαν περιθώρια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, παρά το γεγονός ότι μειώθηκε σημαντικά η αμοιβή της εργασίας. Το μόνο επίτευγμα ήταν ο περιορισμός των ελλειμμάτων μέσα από μια φορολογία πρωτοφανούς έντασης (το 52% των εισοδημάτων κατέληγε στο Κράτος, έναντι 42% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ).
Ακολούθησε η πανδημία που, πέρα από όλα τα άλλα δεινά, χτύπησε ανελέητα τον μοναδικό κλάδο της οικονομίας μας που μας κρατούσε όρθιους, τον τουρισμό. Το 2020, εισπράχθηκε μόλις το 23% των τουριστικών εσόδων του προηγούμενου έτους (από τα 18 δισ. στα 4). Για να αποφευχθεί η κατάρρευση της οικονομίας και της κοινωνίας, δαπανήθηκαν περίπου 30 δισ., τα οποία προσαύξησαν το ήδη πολύ υψηλό χρέος μας, που αναμένεται να φτάσει το 2021 στο 220% του ΑΕΠ (376 δισ., δηλαδή υπερδεκαπλάσιο του χρέους του 1990).
Τι άλλαξε και τι μπορούμε να περιμένουμε
Η πανδημία ήρθε τη στιγμή που η ελληνική οικονομία έβγαινε από το τούνελ της δεκαετούς κρίσης και ετοιμαζόταν να ανασυγκροτηθεί. Η αλλαγή κυβέρνησης τον Ιούλιο 2019 είχε επιδράσει θετικά στο οικονομικό κλίμα, κυρίως διότι αφήσαμε πίσω μας τους πειραματισμούς και τις ανορθόδοξες τακτικές της περιόδου 2015-2019. Επίσης, γιατί η νέα κυβέρνηση άρχισε να πραγματοποιεί τις πρώτες μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν το επενδυτικό κλίμα.
Τα πρώτα δείγματα της αντιστροφής του κλίματος είχαν ήδη φανεί τον Νοέμβριο του 2019, όταν το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου έπεσε κάτω από 1%, έναντι 4% που ήταν πέντε μήνες πριν. Το 2021 μάς βρήκε με θετικές αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου κ.λπ.
Αυτό το θετικό κλίμα διακόπηκε απότομα με την πανδημία. Στους 14 μήνες που πέρασαν από τότε, χρειάστηκε να διατεθούν κάπου 30 δισ. ευρώ από τα κρατικά ταμεία για να συγκρατηθεί η παραγωγική υποδομή και η απασχόληση, να ενισχυθεί η κοινωνική συνοχή κ.λπ.
Σήμερα περνάμε τη χειρότερη φάση της πανδημίας, με διαρκή αρνητικά ρεκόρ κρουσμάτων και θανάτων, ενώ η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται σε μερική καταστολή με τα αλλεπάλληλα lockdown. Παρ’ όλα αυτά, δικαιούμαστε να είμαστε αισιόδοξοι. Οι εμβολιασμοί προχωρούν σε παγκόσμια κλίμακα (έστω και με καθυστερήσεις) και ο καιρός αρχίζει να γίνεται σύμμαχός μας. Τώρα, το κρίσιμο στοίχημα είναι να διασώσουμε ένα σημαντικό μέρος των τουριστικών εισροών και στη συνέχεια να αξιοποιήσουμε το τεράστιο ατού του Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο θα εισρεύσουν 32 δισ. ευρώ για τη χώρα μας μέχρι το 2027. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τις υπόλοιπες εισροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, φτάνουμε στα 70 δισ.
Πρόκειται για ποσά που μπορούν να αλλάξουν την προοπτική της χώρας. Θα μπορέσουμε όμως να τα αξιοποιήσουμε σωστά; Η απάντηση φαίνεται να είναι καταφατική. Ίσως για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία μας, έχουμε τις προϋποθέσεις να καταφέρουμε να αποκτήσουμε μια ορθόδοξα δομημένη και ανταγωνιστική οικονομία. Ας δούμε το γιατί.
Πρώτα-πρώτα, γιατί οι ενισχύσεις που προαναφέρθηκαν δεν δίνονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη μορφή λευκής επιταγής. Αντίθετα, υπάρχουν συγκεκριμένες και αυστηρές προδιαγραφές που πρέπει να έχουν οι επενδύσεις οι οποίες θα χρηματοδοτηθούν με αυτά τα χρήματα. Πρέπει να εντάσσονται στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας, να εξυπηρετούν τη μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία, να εκσυγχρονίζουν τον δημόσιο τομέα, να ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση.
Επίσης, γιατί εμείς σπεύσαμε πολύ νωρίς να μελετήσουμε την κατάσταση της οικονομίας μας και να εντοπίσουμε τις δράσεις που απαιτούνται για να εκσυγχρονισθεί και να γίνει ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό έγινε κατά κύριο λόγο με την «Επιτροπή Πισσαρίδη», που συγκροτήθηκε αρκετούς μήνες πριν από τη θεσμοθέτηση του Ταμείου Ανάκαμψης. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2021, η χώρα μας ήταν από τις πρώτες που υπέβαλαν πλήρεις και αξιόπιστες προτάσεις στην Κομισιόν, για τη χρηματοδότηση επενδύσεων στο έδαφός της.
Τρίτος σοβαρός λόγος είναι η μεγάλη μείωση του κόστους χρήματος, παγκοσμίως. Προ ολίγων ημερών δανειστήκαμε με 1,8% για 30 χρόνια, όταν μόλις το 2019 το κόστος για δεκαετή δανεισμό ήταν 4%, το 2015 είχε φτάσει το 15% και το 2012 ήταν πάνω από 36%. Το χαμηλό κόστος χρήματος, που αναμένεται να διατηρηθεί για πολύ καιρό, θα ευνοήσει τις επενδύσεις και θα καταστήσει εφικτή την εξυπηρέτηση του τεράστιου χρέους μας. Ας σκεφτούμε ότι η εξυπηρέτηση των 376 δισ. ευρώ που θα χρωστάμε στο τέλος του 2021, θα κοστίζει κάπου 5 δισ. ετησίως, ενώ με επιτόκιο π.χ. 3% θα κόστιζε 11 δισ. και με 5% θα κόστιζε 19 δισ.
Συμπερασματικά, παρά τις σημερινές αδυναμίες της οικονομίας μας και παρά το τεράστιο χρέος μας, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες. Η συγκυρία των σχεδόν μηδενικών επιτοκίων και οι αναμενόμενες τεράστιες κεφαλαιακές εισροές από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την εκφρασμένη πολιτική βούληση για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων και την προσέλκυση των αναγκαίων επενδύσεων που θα επιτρέψουν την ανασυγκρότηση της οικονομίας μας σε σωστές βάσεις, επιτρέπουν αυτή την αισιοδοξία.