«Πιστεύω πως γεννήθηκα με πολύ ταλέντο και το σκόρπισα έτσι άθλια».
Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, η κορυφαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Έλλη Λαμπέτη θα ήταν ένα από τα λιγοστά πρόσωπα που θα ήθελα να γνωρίσω, να μιλήσω, να έχω την τιμή να κάνουμε μια συνέντευξη μαζί και να μοιραστεί με τον κόσμο όλα εκείνα τα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της.
Ωστόσο, με θυμάμαι ακόμη τις καλοκαιρινές νύχτες του 2010, ίσως και λίγο νωρίτερα, μπροστά στην μικρή οθόνη να παρακολουθώ την σειρά για την ζωή της. Τα συναισθήματα έντονα, και η έμπνευση μεγάλη, ακόμη και τώρα όταν με ρωτούν ποια ήταν η αφορμή που έμαθα την νοηματική γλώσσα, απαντώ η Έλλη Λαμπέτη, έτσι έκανε και εκείνη για την τελευταία της παράσταση με τίτλο «Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού».
Γεννημένη στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής η Έλλη Λούκου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, ήταν κόρη του Κώστα Λούκου, ιδιοκτήτη ταβέρνας, και της Αναστασίας Σταμάτη, ήταν η πέμπτη κόρη της οικογένειας μετά την Φωτεινή, την Κούλα, την Ειρήνη και την Αντιγόνη, ενώ είχε έναν δίδυμο αδελφό, τον οποίο έχασε από φυματίωση το 1941, και έναν ακόμη μεγαλύτερο. Παππούς της ήταν ο γνωστός Καπετάν Σταμάτης, που είχε πολεμήσει στο πλευρό του Κολοκοτρώνη το 1821.
Το 1928 η οικογένεια Λούκου αποφασίζει να μετακομίσει στην Αθήνα όπου και εγκαταστάθηκε σε μια μονοκατοικία στην οδό Δελφών στο Κολωνάκι, όπου αργότερα μετονομάστηκε σε οδό Λαμπέτη προς τιμήν της. Εκεί η νεαρή Έλλη περνά τα παιδικά της χρόνια και τελειώνει τις σχολικές της σπουδές.
Το 1941 η Έλλη δίνει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και την σχολή Κοτοπούλη, αλλά την απορρίπτουν. Ωστόσο, η ίδια η Μαρία Κοτοπούλη αναγνωρίζει το ταλέντο της και την παίρνει τελικά στο πλευρό της ως μαθητευόμενή της. Σύντομα έγινε η αγαπημένη της μαθήτρια και λέγεται μάλιστα ότι της είχε τόση εμπιστοσύνη που της επέτρεψε να διαβάσει τις ερωτικές επιστολές που είχε λάβει από τον Ίωνα Δραγούμη στις αρχές του 20ού αιώνα. Την ίδια χρονιά αλλάζει και το επίθετό της σε Λαμπέτη, όταν διάβασε τον «Αστραπόγιαννο» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 1942, κάνει την πρώτη της θεατρική εμφάνιση στο έργο «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο» του Χάουπτμαν. Οι επιτυχίες που ακολούθησαν ήταν αμέτρητες. Συνεργάζεται με το Θέατρο Τέχνης από το 1946 έως το 1948, μια συνεργασία που την καθιερώνει ως εξαίρετη ηθοποιό. Ξεχώρισαν οι ερμηνείες της στον «Γυάλινο κόσμο», στην «Αντιγόνη» και στο πρώτο ανέβασμα του «Ματωμένου Γάμου» στην Ελλάδα, παράσταση για την οποία έγραψε την γνωστή πλέον μουσική ο Χατζιδάκις. Ακολούθησαν συνεργασίες της με τον θίασο της Κατερίνας (1948) και το Εθνικό Θέατρο (1948). Από το 1949 ανήκει στον θίασο του Κ. Μουσούρη, όπου οι μεγαλύτερες επιτυχίες της ήταν το «Πεγκ καρδούλα μου» και η «Κληρονόμος», έργα που ξανανέβασε αρχές ’60. Το 1952 συγκροτεί με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά τον θίασο Λαμπέτη - Παππάς - Χορν και από το 1956 τον θίασο Λαμπέτη - Χορν. Ανέβασαν με μεγάλη επιτυχία κλασικά έργα, όπως το «Νυφικό κρεβάτι», «Αριστοκρατικός δρόμος», «Το παιχνίδι της μοναξιάς» και περιόδευσαν σε Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη και Κύπρο.
Το 1959, μετά τον χωρισμό της με τον Δημήτρη Χορν, συνεχίζει την θεατρική της πορεία, με δικό της πλέον θίασο, και την δεκαετία του ’60 ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία την παράσταση «Λεωφορείο ο πόθος», για την οποία δέχτηκε και συγχαρητήρια επιστολή από τον Σεφέρη, και το «Πέπσι», μεγάλη εμπορική επιτυχία – 400 παραστάσεις, αριθμός ρεκόρ για την εποχή.
«Πού να καθρεφτιστώ;
Είν’ οι καθρέφτες πέτρινοι
δεν ξέρω ποια ενσάρκωση απ’ όλες είμαι
με μαλλιά ξέπλεκα στην έρημο του κόσμου υπνοβατώ
κάθε βράδυ μπρος σ’ ένα δάσος πρόσωπα…»
(«Έλλη Λαμπέτη» – Ρίτας Μπούμη-Παπά (1950)
Αναμφίβολα, η δεκαετία τού ’70 ήταν η πιο ώριμη στην μέχρι τότε επαγγελματική της σταδιοδρομία. Το 1972 ανεβάζει με μεγάλη επιτυχία το μιούζικαλ «Γλυκά Ίρμα» και το 1974 τον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ με συμπρωταγωνιστή τον Παπαμιχαήλ. Το 1977 συνεργάζεται με τον Μάνο Κατράκη στην «Φθινοπωρινή ιστορία». Ξεχωρίζει για τις ερμηνείες της στο «Δεσποινίς Μαργαρίτα», την «Φιλουμένα Μαρτουράνο» και στα «Μονόπρακτα». Το 1981 ανεβαίνει στο σανίδι για να υποδυθεί τον τελευταίο της ρόλο, την κωφή Σάρα, στο έργο «Σάρα - Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Στον ελληνικό κινηματογράφο ξεχωρίζει για τους ρόλους της στο «Κορίτσι με τα μαύρα», «Κυριακάτικο ξύπνημα» αλλά και στο «Η Κάλπικη λίρα».
«Ο χρόνος με βοήθησε να γνωρίσω τον εαυτό μου. Γι’ αυτό δεν με τρομάζει».
Η Λαμπέτη δήλωνε ότι ποτέ δεν της άρεσαν τα μέτρια πράγματα στην ζωή της, γι’ αυτό και οι σχέσεις της ήταν πάντα θυελλώδεις. «Το ότι αγαπήθηκα πολύ, είναι κάτι. Επίσης, το ότι αγάπησα τόσο. Έδωσα και πήρα – it’s a fair game», είχε πει η ίδια σε μιλώντας για την προσωπική και ερωτική της ζωή.
Σύμφωνα μάλιστα με τα δικά της λεγόμενα, ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτάς της ήταν ο Θ. Σγουρδέλης, διπλωμάτης και ποιητής που ζούσε μόνιμα στην Γαλλία αλλά βρέθηκε στην Ελλάδα λόγω του πολέμου. Η θυελλώδης σχέση τους κράτησε λιγότερο από 2 χρόνια.
Το 1949 ζει έναν φλογερό αλλά σύντομο έρωτα, μόλις έξι μηνών, με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησε και στο θέατρο.
Το 1950 παντρεύεται τον Μάριο Πλωρίτη, ωστόσο ο γάμος τους τελειώνει άδοξα τρία χρόνια αργότερα –αν και ο Μάριος Πλωρίτης υπήρξε φίλος της μέχρι το τέλος της ζωής της–, όταν η Λαμπέτη γνώρισε τον Δημήτρη Χορν.
Η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν υπήρξαν από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια τόσο στην ζωή όσο και στην σκηνή και μαζί έγραψαν μια από τις πιο λαμπερές και αστραφτερές σελίδες στην ιστορία του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ και η Έλλη αναγκάστηκε να «ρίξει» το παιδί που κυοφορούσε από εκείνον. Έτσι η σχέση τους τελειώνει το 1959 και οι ίδιοι δήλωσαν ότι θα συνεργαστούν και πάλι πολύ σύντομα, πράγμα που δεν έγινε ποτέ.
Τότε γνωρίζει τον Αμερικανό συγγραφέα και μετέπειτα σύζυγό της Φρέντερικ Γουέικμαν (Frederic Wakeman), με τον οποίο υπήρξαν παντρεμένοι για 16 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που χώρισαν το 1976.
Ο Κώστας Καρράς μπαίνει τώρα στην ζωή της και εκείνη ξανακάνει όνειρα για έναν νέο γάμο με τον νεαρό ηθοποιό που έπαιξαν μαζί στο «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», τα οποία δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.
Η λαχτάρα της Λαμπέτη να αποκτήσει παιδί την οδήγησε σε μια προσπάθεια υιοθεσίας της μικρής Ελίζας – προσπάθεια όμως που της δημιούργησε αρκετά προβλήματα, καθώς έπειτα από δικαστική απόφαση η μικρή έπρεπε να επιστρέψει στους βιολογικούς της γονείς, μετά από 4 χρόνια που οι δυο τους είχαν δεθεί συναισθηματικά. Η ιστορία αυτή προκάλεσε μελαγχολία στην ίδια και την κράτησε μακριά από το σανίδι για αρκετό διάστημα.
Το κεφάλαιο του καρκίνου ανοίγει στην ζωή της Λαμπέτη το 1969, ενώ είχε ήδη χάσει τις τρεις αδελφές της από καρκίνο του μαστού. Μόνο η Αντιγόνη τα κατάφερε, η οποία έζησε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο της αδελφής της. Τότε ταξίδεψε στις ΗΠΑ όπου και υπεβλήθη σε ολική μαστεκτομή και επέστρεψε αμέσως στην Ελλάδα για να το ξεπεράσει. Δυστυχώς, όμως, 11 χρόνια αργότερα, το 1980, ο καρκίνος κάνει και πάλι την εμφάνισή του. Αυτήν την φορά οι μεταστάσεις ήταν συνεχείς και οι χημειοθεραπείες πολύ δυνατές και έπληξαν τις φωνητικές της χορδές, με αποτέλεσμα σταδιακά να αρχίσει να χάνει την φωνή της. Ακόμη και τότε όμως δεν το έβαλε κάτω, συνέχισε να παίζει και να λαμβάνει εξαιρετικές κριτικές.
Τελικά στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital στην Νέα Υόρκη, όπου είχε μεταβεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1983 η σορός της μεταφέρθηκε στην Αθήνα και την επομένη έγινε η κηδεία της δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.