Βρισκόμαστε στα 1898, ένα χρόνο μετά τον καταστροφικό πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επίσκεψη του διαδόχου Κωνσταντίνου στο Βερολίνο σπάει τον πάγο (που υπήρχε λόγω και της φιλοτουρκικής στάσης της Γερμανίας στον πόλεμο του 1897) και προετοιμάζει όχι μόνο την επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο Βερολίνο ένα χρόνο αργότερα, αλλά κυρίως τη γενικότερη –αν και τελικώς παροδική– φιλογερμανική στροφή της Αθήνας. Στροφή στην οποία ο Κωνσταντίνος επένδυσε και με την οποία εν πολλοίς ταυτίστηκε. Από το 1900, με τον Μπύλοβ καγκελάριο, η Γερμανία ενέτεινε τις προσπάθειες συγκρότησης ενός αντιρωσικού, αντισλαβικού μετώπου στα Βαλκάνια μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της ηττημένης Ελλάδας και της Ρουμανίας. Με αυτό το φιλογερμανικό μέτωπο σχεδίαζε το Βερολίνο να εδραιώσει τη γερμανική ηγεμονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το 1901 πραγματοποιήθηκε με επιτυχία η συνάντηση του Γεωργίου Α΄ με τον βασιλιά Κάρολο της Ρουμανίας στην Αμπάτζια της Δαλματίας.
Έγραφε ο Σπύρος Μελάς το 1957, σχολιάζοντας τη συνάντηση: «Από την περίφημη συνάντηση της Αμπάτζιας είναι πιθανόν πως είχε γίνει αντιληπτή αμεσώτερα η ανάγκη […] να συγκροτήσει η Ελλάς αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη. Κανείς δεν ήξερε στην Ελλάδα –εκτός από τον Θεοτόκη– τι είχανε πει οι δυο βασιλιάδες σ’ αυτή τη συνάντηση που είχε γίνει με υπόδειξη της Γερμανίας, για να ισοσταθμίσει τη σερβοβουλγαρική προσέγγιση. Ό,τι όμως και να είχαν πει, θάμεναν λόγια και μόνον αν η Ελλάδα δεν φρόντιζε ν’ αποχτήσει στρατό υπολογίσιμο. Κι επειδή δεν είχε καταφέρει να οργανώσει στρατιωτική δύναμη αξιόλογη, ούτε τη ρωτούσαν για τίποτα, ούτε τη λογάριαζαν».
Βεβαίως τα πράγματα σπανίως εξελίσσονται όπως οι πρωταγωνιστές τα σχεδιάζουν. Συνήθως οι εκβάσεις καθρεφτίζουν συνδυασμούς μεταξύ προηγούμενων σχεδίων, νέων συνθηκών, παρεμβάσεων τρίτων, αλλά και διαφόρων εκδοχών των περίφημων «μη-ηθελημένων» συνεπειών των πράξεών μας. Ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός, που συστηματικά επεδίωξε ο Κωνσταντίνος, έμελλε αργότερα να συμβάλει σε εξελίξεις που καθόλου δεν θα ικανοποιούσαν το Βερολίνο εάν μπορούσε να τις έχει προβλέψει. Παρά την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου μετά τη μυστηριώδη δολοφονία του Γεωργίου, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε υποστηρικτής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, στράφηκε μάλιστα από το 1906 στη Γαλλία για να βρει στηρίγματα στην αντιμετώπιση του Μακεδονικού Ζητήματος. Αλλά και τη σταδιακή επικέντρωση του Βερολίνου σε άλλη βασική προτεραιότητα, τη συστηματική (αλλά τελικά αποτυχημένη) προσπάθεια απομόνωσης της Βρετανίας.
Με την αυτονόητη επισήμανση των διαφορετικών συνθηκών, τόσο αντικειμενικών όσο και υποκειμενικών, αυτό που αξίζει να κρατήσουμε από τις περιπέτειες που οδήγησαν στην κρίση του 1909 και τις μετέπειτα προσπάθειες αναγέννησης και εκσυγχρονισμού είναι διττό. Αφορά, καταρχήν, την αδυναμία συγκρότησης σταθερού και βιώσιμου μετώπου της Ελλάδας με μια ηπειρωτική δύναμη όπως η Γερμανία. Αφορά, επίσης, τις διαδράσεις μεταξύ «εσωτερικής» και «εξωτερικής» πολιτικής: η δυσκολία σαφούς και ταχείας διόρθωσης της ελληνικής θέσης, δυσκολία που οφειλόταν στην εμμονή του θρόνου στη φιλογερμανική πολιτική ακόμη και επί Βενιζέλου, οδήγησε τελικά στην εμφύλια σύγκρουση.
Παραφράζοντας τον Αυγουστίνο, το παρόν δεν είναι παρά μια στιγμή ανάμεσα σε ένα παρελθόν που υπάρχει ως ανάμνηση και ως κληρονομημένα δεδομένα και σε ένα μέλλον που παραμένει άγνωστο όσο και αν το σχεδιάζουμε. Στη διαχρονία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η σημερινή αποκλιμάκωση με την Τουρκία δεν είναι παρά μια στιγμή. Το πραγματικό ζήτημα αφορά το μέλλον και αναφέρεται, ειδικότερα, στις συνθήκες για μια βιώσιμη ειρήνη που δεν θα υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Οι σχέσεις Ευρώπης - Τουρκίας ενδέχεται να υποβοηθήσουν τις συνθήκες για μια βιώσιμη ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, υπό συγκεκριμένες, όμως, προϋποθέσεις.
Ο μινιμαλισμός του βολικού εφησυχασμού
Η αναθεωρητική δυναμική της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια περισσότερο πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Επιχειρώντας να εκμεταλλευτεί το ριζοσπαστικοποιημένο πολιτικό Ισλάμ στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, γνωρίζοντας τις προφανείς αντιθέσεις εντός του αραβικού κόσμου, αλλά προωθώντας συστηματικά ό,τι είναι δυνατόν να συνδυάσει την κινητοποίηση του εσωτερικού εθνικιστικού μετώπου με την εξωτερική ανάδειξη της Τουρκίας ως περιφερειακής μουσουλμανικής δύναμης, το καθεστώς Ερντογάν κτίζει μέσω τετελεσμένων τα οποία στη συνέχεια επιχειρεί να παγιώνει μέσω τακτικών αναδίπλωσης στα επουσιώδη.
Διερωτάται λοιπόν κανείς πώς είναι δυνατόν να εντοπίζουν ορισμένοι το πρόβλημα στο ότι η ελληνική κοινή γνώμη «δεν έχει προετοιμαστεί» για έναν πιθανό συμβιβασμό με την Τουρκία. Ελληνικός συμβιβασμός –απολύτως δικαιολογημένος, χρονικά επιβεβλημένος και εντός του πλαισίου της διεθνούς πρακτικής μεταξύ φίλων χωρών– υπήρξε με την Ιταλία και την Αίγυπτο. Δεν υπήρξαν αντιδράσεις ανορθολογικού εθνικισμού στην ελληνική κοινή γνώμη, ούτε εμποδίστηκε ο συμβιβασμός αυτός. Κάθε άλλο. Υπήρξαν και διαφωνίες (θεμιτές και αναμενόμενες σε ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα), αλλά οι συμφωνίες εγκρίθηκαν και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική κοινή γνώμη είναι –στην πλειοψηφία της– αρκούντως ώριμη για να αντιληφθεί την κρίσιμη διάκριση μεταξύ συμβιβασμού επ’ αμοιβαίο όφελος μεταξύ γειτόνων και υποχώρησης σε επιθετικές διεκδικήσεις μιας αναθεωρητικής δύναμης. Σε τι ακριβώς θα πρέπει να συνίσταται ο «συμβιβασμός» με την Τουρκία; Μπορούν να εξηγήσουν ανοικτά και λεπτομερώς οι αφ’ υψηλού καταγγέλλοντες τη δήθεν ελληνική «ανωριμότητα» και τον θρυλούμενο ελληνικό «μαξιμαλισμό»; Εάν μας αρέσουν οι γενικευτικοί αφορισμοί, μάλλον ένας βολικός μινιμαλισμός χαρακτήρισε την προσέγγισή μας στα ελληνοτουρκικά, με δεδομένη μάλιστα την οικονομική κρίση και καχεξία της τελευταίας δεκαετίας.
Πέρα από την πεπατημένη
Από το 2018 εξηγώ συστηματικά ότι η στρατηγική σχέση με τη Γαλλία είναι μονόδρομος ενόψει (α) της επιταχυνόμενης αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας στη Μεσόγειο που αντιμετωπίζεται κυρίως με διορθώσεις στην ισορροπία ισχύος, (β) των λεπτών εσωτερικών ισορροπιών στην ΕΕ που δυσχεραίνουν τις συνεκτικές εξωτερικές δράσεις της, ιδιαίτερα σε αντικείμενα ως προς τα οποία διαφορετικά μεγάλα κράτη έχουν διακριτές προσεγγίσεις, (γ) της σταθερής σχέσης Γερμανίας - Τουρκίας (που καθιστά τη χρήση πραγματικών κυρώσεων που θα πλήξουν την τουρκική οικονομία αδύνατη), και (δ) των ιδιαιτεροτήτων της περιόδου Τραμπ – παρ’ ότι το State Department κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να επιβεβαιώσει το ιστορικό βάθος και τη σταθερότητα των ελληνοαμερικανικών δεσμών.
Παράλληλα, έχω κατ’ επανάληψη επισημάνει τη σημασία των σχέσεων μεταξύ αλληλεγγύης στο εσωτερικό της ΕΕ και διαιρετικών τομών μεταξύ κρατών και πολιτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τα σύνορα της ΕΕ με σαφή ατζέντα ή –αντίθετα– με ήπιο τρόπο, με ό,τι αυτό υποδηλώνει κατά περίπτωση. Η στήριξη της Αυστρίας –εστιασμένη αλλά σημαντική– αποτελεί σήμερα σαφή επιβεβαίωση αυτής της προσέγγισης. Η Ελλάδα ως τελευταίο σύνορο της Δύσης στα ανατολικά γοητεύει δυνάμεις που –για διάφορους λόγους– έχουν επενδύσει σε παραλλαγές του υποδείγματος της σχετικά περιχαρακωμένης Ευρώπης.
Εμείς όμως, πέρα από τις διμερείς συνεννοήσεις, τι περιμένουμε από τις συνολικές σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας; Σίγουρα δεν περιμένουμε, παρά τα φληναφήματα που εξακολουθούν να κυκλοφορούν, την άμεση ανάπτυξη ενός «ευρωστρατού» που θα μας εξασφαλίσει απέναντι στην επικίνδυνη γείτονα. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το εμπορικό και οικονομικό πεδίο, και εκεί είναι που θα πρέπει να διαμορφωθεί μια ελληνική στρατηγική ως προς τις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας. Διότι, ενώ ορισμένοι επαναλαμβάνουν το κλισέ περί «ευρωπαϊκής πορείας» της Τουρκίας, η ενταξιακή προοπτική της γείτονος έχει εκλείψει. Διαχειριζόμαστε πια την απομάκρυνση από το υποτιθέμενο σενάριο της ένταξης. Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να διαμορφωθεί η εξέλιξη των σχέσεων.
Ως γνωστόν, οι σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και της Τουρκίας θεμελιώνονται νωρίς, στη συμφωνία σύνδεσης του 1963, η οποία ακολούθησε την αντίστοιχη ελληνική που είχε υπογραφεί το 1961 και υπήρξε πρώτη μεταξύ των συμφωνιών σύνδεσης. Ως στόχοι της συμφωνίας του 1963 με την Άγκυρα τέθηκαν η σταδιακή επίτευξη τελωνειακής ένωσης και η σταδιακή ευθυγράμμιση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Τουρκίας και της τότε ΕΟΚ. Η συμφωνία ανέφερε ρητώς και τη δυνατότητα πιθανής μελλοντικής προσχώρησης της Τουρκίας στην Κοινότητα.
Οι περιπέτειες των σχέσεων που ξεκίνησαν το 1963 πέρασαν από πολλά στάδια και αντιμετώπισαν πολλά εμπόδια. Από το πρόσθετο πρωτόκολλο του 1973, την αίτηση της Άγκυρας το 1987 για την πλήρη προσχώρηση, την αναγνώριση στην Τουρκία του καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας μετά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, την έναρξη των διαπραγματεύσεων προσχώρησης το 2005, τις δύσκολες Συνόδους κορυφής ΕΕ - Τουρκίας και τις κρίσεις που προκλήθηκαν κατά καιρούς με αιτίες που κυμαίνονται από προβλήματα με τα επιμέρους κεφάλαια των διαπραγματεύσεων μέχρι τις εντάσεις μετά την προσχώρηση της Κύπρου το 2004 και την αλαζονική αντίδραση της Άγκυρας, τα ελλείματα της Τουρκίας στο πεδίο της πολιτικής αιρεσιμότητας (μειονότητες, δικαιώματα, κράτος δικαίου) και τις υπαρξιακές ανησυχίες της ΕΕ απέναντι σε ένα μεγάλο Μουσουλμανικό κράτος που –τυπικά– εξακολουθεί να επιζητεί την πλήρη ένταξη, ενώ επιχειρεί να προωθήσει μια πολιτική περιφερειακής ηγεμονίας στον Σουνιτικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, συνδέοντας το σχετικά μετριοπαθές Ισλάμ και τον τουρκικό εθνικισμό.
Ο προβληματισμός για τις σχέσεις έχει περάσει και από τις –κατά καιρούς– ανοιχτά απορριπτικές θέσεις χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Αυστρία. Ενόψει των ανυπέρβλητων δυσκολιών, οι ιδέες για πιθανά εναλλακτικά σενάρια βρίσκονταν συχνά κοντά στο προσκήνιο. Το 2007 ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί είχε προτείνει την ίδρυση μίας Οικονομικής, Πολιτικής και Πολιτιστικής Ένωσης των χωρών της Μεσογείου. Η Μεσογειακή Ένωση επρόκειτο να είναι κατά βάση οικονομική, αλλά θα είχε και πολιτικούς στόχους. Για τον φιλόδοξο Σαρκοζί, η επίλυση του Μεσανατολικού θα ήταν ένας από αυτούς.
Το σχέδιο για τη Μεσογειακή Ένωση ναυάγησε νωρίς, αλλά η Τουρκία είχε προλάβει να εκφράσει την έντονη αντίθεσή της με την ιδέα. Υπολογίζοντας (σωστά) ότι η προτεινόμενη Ένωση αποτελούσε (και) διέξοδο για τη συνεχιζόμενη διελκυστίνδα των σχέσεων Ευρώπης - Τουρκίας, ο τότε σύμβουλος του Ερντογάν, Εζεμάν Μπατζίς, είχε σπεύσει να κατακεραυνώσει το γαλλικό σχέδιο: «Η πρόταση δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναλλακτική λύση, με δεδομένο ότι όλες οι χώρες που άρχισαν ενταξιακές διαπραγματεύσεις τις ολοκλήρωσαν. Εάν η Τουρκία αποτελέσει την εξαίρεση, το μήνυμα προς το ενάμισι εκατομμύριο μουσουλμάνους της υφηλίου θα είναι πολύ αρνητικό».
Είναι γεγονός ότι επίσημη θέση της Άγκυρας παραμένει η πλήρης ένταξη, ενώ υποστηρικτές της ευρωπαϊκής πορείας μπορούσαν παλαιότερα να βρεθούν ακόμη και εντός του AKP. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια αυξανόμενη αδιαφορία αλλά και μια εντεινόμενη αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών απέναντι στην προοπτική της ΕΕ. Με δυο λόγια, το πλοίο έχει σαλπάρει και από τις δυο πλευρές: ούτε η ΕΕ ούτε η Τουρκία προσανατολίζονται πια σε μελλοντική ένταξη.
Η Ελλάδα έχει εμπορικές σχέσεις με την Τουρκία, με την οποία διατηρούμε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο (με την εξαίρεση επιμέρους ετών) και σχετικά καλές προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Παρ’ ότι η κρίση της τουρκικής οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη (κάμψη εξαγωγών, συνεχής υποχώρηση της λίρας, εξάντληση συναλλαγματικών διαθεσίμων), δεν μπορεί να αγνοηθεί η μακροπρόθεσμα δυναμική εικόνα μιας χώρας με εντυπωσιακή δημογραφική ανάπτυξη, αλλά και ΑΕΠ που ακόμη και τώρα βρίσκεται πάνω από τα 700 δισ. ευρώ. Η Τουρκία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, αυτές είναι οι κύριες αγορές των ελληνικών εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών.
Τι είδους σχέση ΕΕ - Τουρκίας θέλουμε; Τόσο οι οικονομικές διαδράσεις όσο και το κρίσιμο πεδίο του ελέγχου της μετανάστευσης, μας οδηγούν στην ανάγκη συστηματικής και σχετικά σιωπηλής διερεύνησης σεναρίων για ένα νέο καθεστώς σύνδεσης που σταδιακά θα ρυθμίσει τις σχέσεις Ευρώπης - Τουρκίας. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ των δύο μερών θα υπάρξει στα επόμενα χρόνια. Το ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά θα συμβάλει κατά το δυνατόν λεπτομερώς στη διαμόρφωσή της, ως μέλος της ΕΕ και μάλιστα ως μέλος με συγκριτικά αρκετά ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις με τη γείτονα.
Οι οιωνοί ήταν κακοί
Κανείς σήμερα δεν μπορεί να παραστήσει τον έκπληκτο ενόψει της εξελισσόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Αναλύοντας την πρόκληση που συνιστά η εξελισσόμενη Τουρκία για τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και ευρύτερα τον μουσουλμανικό κόσμο μέχρι τον Καύκασο, ο σπουδαίος Γάλλος αναλυτής François Géré έγραφε ήδη από το 2003: «Για την Τουρκία, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η αρχή μιας περιόδου γρήγορης ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, διαμόρφωσε στην Άγκυρα την αίσθηση μιας κάποιας επιστροφής στην Αυτοκρατορία».
Μακροπρόθεσμα, τρεις θα είναι –σε τελική ανάλυση– οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε με επιτυχία στη δομική πρόκληση που συνιστά στο διηνεκές η Τουρκία για την Ελλάδα. Ο πρώτος είναι το περαιτέρω χτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, χωρίς την οποία το μέλλον θα είναι γεμάτο αγκάθια. Δεύτερο πυλώνα συνιστούν το πλέγμα των διμερών και πολυμερών σχέσεων με χώρες όπως η Γαλλία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ αλλά και το εξελισσόμενο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ο τρίτος πυλώνας, λιγότερο ορατός αλλά επίσης σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα προσεκτικά δουλεμένο μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ - Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν «ενταξιακής πορείας» αλλά θα συνδέει την εξέλιξή του με τη συμπεριφορά της Άγκυρας.
Με τα σημερινά δεδομένα, η ΕΕ πιθανότατα θα εξακολουθήσει να σύρεται πίσω από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ως οικονομικός γίγαντας αλλά εσωτερικά σπαρασσόμενος πολιτικός νάνος. Από την άλλη πλευρά, εάν η ΕΕ τελικά κατορθώσει να συγκλίνει στη συστηματική στόχευση μιας καλύτερης οικονομικής - εμπορικής σχέσης με την Τουρκία, που όμως πραγματικά θα συνοδεύεται από σεβασμό της τελευταίας στην κυριαρχία, τις εξωτερικές σχέσεις και τις αξίες των μελών της ΕΕ, τότε η επίτευξη αυτού του θετικού σεναρίου (χωρίς μια άμεση, μαγική απόκτηση νέων διαδικασιών και εργαλείων πολιτικής από την ΕΕ) θα φανεί ότι διέρχεται μέσα από δύο εναλλακτικά μονοπάτια.
Το πρώτο προϋποθέτει αλλαγή των τουρκικών βλέψεων στην Ανατολική Μεσόγειο και περιορισμό των αναθεωρητικών προσεγγίσεων στις διεθνείς σχέσεις της περιοχής. Δυστυχώς, ο Ερντογάν έχει τόσο πολύ «φορτώσει» την τουρκική κοινή γνώμη με μηνύματα επιθετικού εθνικισμού, ενώ και το βαθύ κράτος έχει σε τόσο βαθμό αναδυθεί και μάλιστα με καθαρά επεκτατικό πρόσημο, που αυτό το μονοπάτι προς το θετικό σενάριο υφίσταται αλλά φαίνεται σήμερα λιγότερο πιθανό.
Βελτίωση μέσω ρήξης;
Το δεύτερο μονοπάτι περνάει μέσα από σοβαρή κρίση και παροδική ρήξη των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας. Δεν θα είναι το τέλος του κόσμου, παρ’ ότι συγκεκριμένα γερμανικά και ισπανικά συμφέροντα θα πληγωθούν παροδικά (το ίδιο και κάποια υπόγεια δίκτυα εξουσίας στη Βαλέτα). Όμως μια πραγματική επανεκκίνηση των σχέσεων ΕΕ - Τουρκίας στη βάση μιας ειδικής σχέσης που θα εδράζεται σε ένα επεξεργασμένο πλαίσιο και θα αποκλείει πολεμικές λύσεις των όποιων διαφορών θα είναι προς το συμφέρον όλων των μερών.
Πιθανή επιδείνωση των συνθηκών στα πολλαπλά μέτωπα της Τουρκίας θα μπορούσε να φέρει αυτό το σενάριο κοντά στο έτος-όραμα 2023. Η ιστορία είναι γεμάτη ειρωνείες. Σε κάθε όμως περίπτωση, μέχρι τη βελτίωση των όρων συνύπαρξης με τη γείτονα χωρίς τον κίνδυνο φινλανδοποίησης, η Ελλάδα οφείλει να προετοιμάζεται συστηματικά για όλα τα ενδεχόμενα.
Εν κατακλείδι, ο νεο-οθωμανικός αναθεωρητισμός της Τουρκίας δεν θα αποτραπεί από την ΕΕ. Μπορεί να αποτραπεί από διαφορετικούς πιθανούς συνδυασμούς κρατών που συντονίζονται κατά περίπτωση στη βάση επιμέρους προκλήσεων (ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ, Αίγυπτος, Εμιράτα, Ελλάδα, Κύπρος) ή διαμορφώνουν γενικότερες στρατηγικές συγκλίσεις (Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρος). Η όλη διαδικασία θα διευκολυνθεί από την παράλληλη διαμόρφωση ενός έξυπνου και καλοδουλεμένου πλαισίου για τις μελλοντικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας, αφού εγκαταλειφθεί και επίσημα η δήθεν προοπτική της ενταξιακής πορείας. Με δυο λόγια, έχουμε μπροστά μας μια μακρά και σύνθετη πορεία. Ας εγκαταλείψουμε την παραπλανητική αναζήτηση για γρήγορες, εύκολες «λύσεις».
Ο Κώστας Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy της Μασαχουσέτης