Οι κυβερνήσεις είτε επιδοκιμάζονται είτε εκτίθενται. Τις περισσότερες φορές, μια κυβέρνηση είναι μείγμα των δύο αυτών. Όσο για τις εκλογές, αυτές είθισται να γίνονται στο τέλος της τετραετίας. Ωστόσο, είτε για λόγους σιγουριάς για την εκλογική νίκη εκ μέρους των κυβερνώντων, είτε για λόγους αναγκαστικούς λόγω σωρευτικών προβλημάτων από μη κατάλληλους χειρισμούς που συνοδεύονται από κοινωνικές αντιδράσεις και κατακραυγές, είτε από απρόβλεπτα θέματα, υπάρχει η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές. Στην πρώτη περίπτωση οι εκλογές αναγγέλλονται, στη δεύτερη απλώς ψελλίζονται.
Τα τελευταία 10 χρόνια στη χώρα μας λόγω ιδιαίτερων δυσμενών οικονομικών συνθηκών χρέους, με την αντίστοιχη διογκούμενη κοινωνική κατακραυγή, ο μέσος όρος των κυβερνήσεων ήταν περίπου τρία χρόνια. Εξαίρεση αποτελεί η σχεδόν πενταετής διακυβέρνηση από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την οριακή σχεδόν πλειοψηφία στη Βουλή.
Από την πρώτη επικοινωνιακή εικόνα της σημερινή μας κυβέρνησης με τους υπουργούς οικογενειακώς, σύμφωνα με το το τρίπτυχο «πατριώτες, οικογενειάρχες/νοικοκυραίοι, τάξη και ασφάλεια», να οδεύουν στο Μέγαρο Μαξίμου για τη θρησκευτική τους ορκωμοσία, ενώ ο όρκος δίνεται προς την υπηρέτηση του Συντάγματος, με τα ομοιόμορφα μαύρα κοστούμια και γραβάτες για την πρώτη φωτογραφία της νέας κυβέρνησης, φτάσαμε να κουβεντιάζουμε για το ενδεχόμενο ή την «επιτακτική» ανάγκη προσφυγής σε πρόωρες εκλογές.
Τι συνέβη και, πριν ακόμα κλείσει η κυβέρνηση δύο χρόνια στην εξουσία, τα δημοσιεύματα αυτά ολοένα και πληθαίνουν; Ας ξαναγυρίσουμε σε αυτή την πρώτη εικόνα της κυβέρνησης Μητσοτάκη με την ενδυματολογική ομοιομορφία της μαζικής δυναμικής παρουσίας, της αδιαμφισβήτητης εξουσίας και γνώσης, που αποκλείει κάθε άλλη μειοψηφία άποψης και ιδέας. Όλα έχουν τη σημειολογική τους σημασία με δόρυ το μήνυμα προς την κοινωνία. Αυτό ήταν το πρώτο σκέλος.
Το δεύτερο αφορούσε την ετοιμότητα της νέας κυβέρνησης για την κατάθεση νομοσχεδίων. Μάθαμε και έναν καινούργιο όρο, αυτόν του «επιτελικού/επιτελειακού κράτους και διακυβέρνησης».
Μέσα σε αυτό το κλίμα της αλλαγής των πάντων, η σημερινή κυβέρνηση άρχισε να νομοθετεί. Τα πρώτα νομοσχέδιά της φανέρωσαν τον πυρήνα του φιλελεύθερου δόγματος που υπηρετεί. Οι πρώτες αδικαιολόγητες δυστοκίες στην αγορά εμφανίστηκαν ήδη από τον χειμώνα του 2019, με τον ρυθμό ανάπτυξης να πέφτει στο 1,8% από το 28% του προηγούμενου Μαΐου. Σε αυτά τα πρώτα δείγματα γραφής ήρθε η χρονιά τού 2020, η χρονιά ουσιαστικά της πανδημίας του Covid-19, να αλλάξει «φαινομενικά» την ατζέντα, γιατί το νομοθετικό έργο δεν σταμάτησε σε καίριους τομείς, το οποίο υπό φυσιολογικές συνθήκες θα συνοδευόταν από κοινωνικές κυματώδεις αντιδράσεις. Μαζί με όλα αυτά, άρχισε ο χορός των δημοσκοπήσεων, και είναι πράγματι απορίας άξιον το γιατί χρειάζεται μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ευρείας πλειοψηφίας, με την πρώτη καλημέρα, αυτήν τη βροχή των δημοσκοπήσεων. Απλά πρόκειται για την επικοινωνιακή εικόνα επιβεβαίωσης της κυβερνητικής αριστείας ότι πράττει ορθά και σωστά. Αυτή η επαναλαμβανόμενη εικόνα «πείθει» και την ελάχιστη υποψία αμφιβολίας.
Υπάρχει όμως και το τμήμα των πολιτών που δεν βλέπει αυτήν την εικόνα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο κόσμοι στην ελληνική κοινωνία, οι πολίτες που ενημερώνονται από το διαδίκτυο και οι πολίτες που ενημερώνονται από τις «πριμοδοτούμενες» χορηγίες της κυβέρνησης. Είναι αυτή η ουσιαστική διαφορά που βλέπουμε ανάμεσα στα ποιοτικά και αριθμητικά ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Με σωρεία προβληματικών αδιεξόδων και με την αγωνία τού αύριο, άρχισαν οι πρώτες διαμαρτυρίες από τον χώρο του πολιτισμού, των γιατρών, της εστίασης, του λιανεμπορίου και κυρίως από τους φοιτητές και τη νεολαία.
Η κυβερνητική αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων ήταν μία και μόνο: τα «βαφτίσια». Βάφτισε την ασφάλεια αυταρχισμό και κρατική βία. Θα αναρωτηθεί τώρα κανείς: Γιατί τόση υπέρμετρη επίδειξη κρατικής ισχύος; Είναι θέμα μόνο εκλογικής βάσης; Οι νέοι δεν αποτελούσαν ποτέ εκλογική βάση τής Ν.Δ. Η εκλογική της βάση είναι οι μετριοπαθείς της μεσαίας τάξης, γνωστοί μας ως «νοικοκυραίοι». Σε αυτούς απευθύνεται η Νέα Δημοκρατία με αυτές τις κινήσεις. Ο πρωθυπουργός, μέσα από την εικόνα του «νοικοκυρέματος», των πανεπιστημίων, της νεολαίας, των φοιτητών, στην ουσία εκείνους «χάιδευε» προσπαθώντας να τους συγκρατήσει στην εκλογική της δύναμη.
Και οι γιατροί; Καλό το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, αλλά το φιλελεύθερο βλέμμα κοιτάζει προς την ιδιωτικοποίηση, καλό το λιανεμπόριο αλλά το καλύτερο είναι οι αλυσίδες των εμπορικών κέντρων. Αρκεί όμως μόνο αυτή η εξήγηση; Η κρατική καταστολή στις μέρες μας ασκείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η δε Ν.Δ. ανήκει στην οικογένεια του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος.
Σε κάποια σημεία της συνέντευξής του στο «Βήμα της Κυριακής», ο κ. Μητσοτάκης εξομολογείται ότι συνομιλεί για θέματα πολιτικής φιλοσοφίας και πρακτικής με τον κ. Στάθη Καλύβα, υποστηρικτή της Αναθεωρητικής Ιστορικής Σχολής, γνωστός στη χώρα μας από διάφορες κατά καιρούς αρθρογραφίες του. Σε κάποια από αυτές έγραφε ότι οι πραξικοπηματίες τελικά συνέβαλαν κατ’ αρχήν στον εκδημοκρατισμό της Δεξιάς παράταξης και στη συνέχεια της χώρας μας.
Να που όλα συνδέονται και δικαιολογείται το γιατί ο κ. Μητσοτάκης δεν αντέδρασε όταν ο κ. Βορίδης υποστηρίζει τη δημιουργία ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να μην «ξανακυβερνήσουν οι ελαττωματικές ιδέες της Αριστεράς». Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός ο πρωθυπουργός γίνεται όταν δηλώνει στην ίδια συνέντευξη: «Προσωπικά δεν θεωρώ το δικαίωμα του συνέρχεσθαι κατ’ανάγκη πιο σημαντικό από το δικαίωμα του εργάζεσθαι». Με αυτήν τη δήλωση φανερώνεται το ιδεολογικό στίγμα της σημερινής μας κυβέρνησης και δικαιολογείται ο ιδιαίτερος νομοθετικός ζήλος της για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, για το ποσοστιαίο ποσό δικαιώματος στην απεργία κ.λπ. Μόνο που με αυτήν τη δήλωση ξαναφέρνει στην επιφάνεια το δομικό παράδειγμα του φασισμού μέσα από το δίπολο αντιπαλότητας εργασίας και δημοκρατικών ελευθεριών.
Κάπως έτσι άρχισαν να δαιμονοποιούνται οι πλατείες, οι αντιδράσεις και οι κινητοποιήσεις της κοινωνίας. Στις πλατείες, ο κόσμος, ακόμα και αν φορά μάσκες, συναναστρέφεται, ανταλλάσσει απόψεις, πληροφορείται και, το πιο σημαντικό, καταλαβαίνει ότι δεν είναι ο μόνος που σκέπτεται με αυτόν τον τρόπο – οι απορίες του, οι φόβοι του για το αύριο είναι κοινά.
Αυτήν τη χρονική στιγμή άρχισαν να γράφονται, κυρίως στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, οι πρώτες νύξεις για πρόωρες εκλογές. Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η πιθανότητα δεν ερχόταν από τα αντιπολιτευτικά έντυπα, με κύριο επιχείρημα ότι τώρα που απολαμβάνει τη δημοσκοπική εμπιστοσύνη των πολιτών ο κ. Μητσοτάκης για να «τελειώσει» τον Τσίπρα, να «κάψει» την απλή αναλογική, θα προσφύγει σε πρόωρες εκλογές για να έχει μέσω αυτών την επέκταση της κυβερνητικής του θητείας. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, κάποιοι δημοσιογράφοι στήριζαν την ανάγκη της προσφυγής σε πρόωρες κάλπες. Αλλά λόγω των συνεπειών της πανδημίας έχει διαφοροποιηθεί το αφήγημα που έδωσε την εκλογική νίκη στον πρωθυπουργό και πρέπει να ζητήσει εκ νέου τη λαϊκή εντολή.
Ας σταθούμε όμως προσεκτικά στον πρώτο συλλογισμό, αυτόν τού να «εξαφανιστεί» ο αντίπαλος, και όχι για να διαχειριστεί τις ποικίλες επιπτώσεις της πανδημίας. Αν ο κ. Τσίπρας είναι ανίκανος, ανύπαρκτος, τελειωμένος, αδύναμος, τότε θα «εξαφανιστεί» μοναχός του, δεν χρειάζονται πρόωρες εκλογές γι’ αυτό. Μετά ήρθαν πλημμύρες όπως αυτή στα Τρίκαλα, η Πάρνηθα, η Ικαρία, η Μήδεια, το ΜeΤoo με κυρίαρχη την υπόθεση Λιγνάδη, όπου το επιτελικό κράτος άρχισε να απομυθοποιείται παράλληλα με την περίφημη πολιτική επικοινωνία. Δεν αρκεί πια η συνεχής υπενθύμιση για τους νεκρούς στο Μάτι, γιατί τότε πρέπει να εξηγηθεί στον πολίτη πώς ο τότε απομακρυνθείς αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, Κωνσταντίνος Τσουβάλος, σε αυτή την κυβέρνηση είναι ο γενικός γραμματέας στο υπουργείο Δημοσίας Τάξης.
Με το βάρος αυτών των γεγονότων, ξαναφούντωσαν τα σενάρια για πρόωρες εκλογές, ιδίως μετά τις τελευταίες κοινωνικές κινητοποιήσεις στον κρατικό αυταρχισμό σε γειτονιές, που δεν είναι τα γνωστά μας Εξάρχεια, αλλά η Νέα Σμύρνη, η Νίκαια, η Λέρος, τα Γιάννενα, η Θεσσαλονίκη, οι αντιδράσεις στα social media για τα συνεχή σκάνδαλα, η κρατική αυθαιρεσία, που έπαιξαν και αυτά τον ρόλο τους στην αλλαγή προσώπων στον τελευταίο ανασχηματισμό.
Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν προμηνύουν προσφυγή σε πρόωρες εκλογές – όχι γιατί ο κ. Μητσοτάκης το διαψεύδει σε κάθε διάγγελμά του, αλλά επειδή σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις μπορεί να υπάρχει μια διογκούμενη δυσφορία στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν καταγράφεται αριθμητικά, δηλαδή δεν είναι ορατό το σημείο καμπής ως φθορά της κυβέρνησης. Εξηγείται αυτό το οξύμωρο; Ναι. Για τον κόσμο των 534 ευρώ της αναστολής και του βασικού μισθού, η καθημερινότητά του κατακλύζεται από το πώς θα τα βγάλει πέρα με αυτά τα χρήματα και, στην περίπτωση που αρρωστήσει, αν θα βρει κρεβάτι στο νοσοκομείο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρατηρεί, δεν καταγράφει, δεν κάνει κάποιες σκέψεις στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Αλλά είναι στο πίσω μέρος, στο μπροστινό υπάρχει η επιβίωσή του και όχι το θέμα των εκλογών. Γι’ αυτό και αναμένει. Αναμένει τι θα πράξει η κυβέρνηση στη μετά την πανδημία περίοδο. Αυτόν τον σκιερό φόβο της πανδημίας τον βλέπουμε καθημερινά στο facebook: η θέση των φωτογραφιών από σαρακοστιανά εδέσματα αντικαταστάθηκαν από φωτογραφίες εμβολιασμού και αναρτήσεις για το πότε θα εμβολιαστούν κι εκείνοι. Αναμένει ο πολίτης, αναμένει και από την αξιωματική αντιπολίτευση τις προτάσεις της, όχι για μια διαχείριση της νομής της εξουσίας, αλλά για ένα εφικτό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της χώρας που θα φέρει την κοινωνική πρόοδο και ευημερία.
Γι’ αυτό και ο κ. Τσίπρας δεν ζητά εκλογές, αλλά πολιτικό μορατόριουμ για να καταγραφεί ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη και όχι τυχοδιωκτική που σε καιρό πανδημίας ζητά εκλογές, όπως ο ίδιος είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Open. Το ζητά όμως γιατί ξέρει πως υπάρχει ακόμα δρόμος αρκετός έως το σημείο καμπής. Και τον χρειάζεται αυτόν τον χρόνο για να ανασυγκροτήσει και το δικό του προεκλογικό αφήγημα, που θα είναι πειστικό στον λαό προσφέροντάς του μια νέα δομή κοινωνίας, αλλά και για να αντιμετωπίσει τη δυστοκία των εσωκομματικών του που δείχνουν προς το παρόν μια αποσυσπείρωση του ακροατηρίου του. Εξάλλου, η πρόσφατη συνέντευξη του πρωθυπουργού στο «Βήμα της Κυριακής» επιβεβαιώνει την πρόθεσή του ότι τα άμεσα σχέδιά του δεν είναι εκλογικά. Απεναντίας, ήταν κατηγορηματικός για την εξάντληση της τετραετίας, προκειμένου να έχει τον χρόνο να ολοκληρώσει το πολιτικό του όραμα, για το οποίο και εκλέχτηκε, για μια Ελλάδα σύγχρονη και δημιουργική, εφάμιλλη του 21ου αιώνα. Οι εκλογές απομακρύνονται σε κάποια στιγμή τού 2022. Βοηθητικά στοιχεία σε αυτή την κατεύθυνση είναι η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για συνέχιση της δημοσιονομικής χαλάρωσης και το 2022, τα ευνοϊκά δημοσκοπικά ευρήματα, η τρέχουσα δημοσκοπική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ, οι εκλογές για την προεδρία του ΚΙΝΑΛ, που και αυτές μετατέθηκαν.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, που σε αυτό ελπίζει η σημερινή κυβέρνηση για διάφορους λόγους. Η πρώτη δόση, αν και δεν είναι ιδιαίτερη υψηλή, εκταμιεύεται τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων αυτών πηγαίνει στην ψηφιακή διακυβέρνηση και στην πράσινη ενέργεια. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που περιμένουν τα χρήματα αυτά για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους. Αρκεί κάποιος να κοιτάξει τη σύσταση του Διοικητικού Συμβουλίου των Αιολικών Πάρκων, όπου συμμετέχουν μεταξύ άλλων η Αλεξάνδρα Μητσοτάκη και ο πεθερός τού Γιώργου Γεραπετρίτη, που δραστηριοποιείται στα αιολικά πάρκα και στην πράσινη ενέργεια.
Εκτός όλων αυτών, η προσφυγή σε πρόωρες εκλογές αυτήν τη δυσμενή στιγμή της πανδημίας, ενέχει τον κίνδυνο οι πολίτες να την πάρουν ως προσωπική ή κομματική σκοπιμότητα προσωπικά του κ. Μητσοτάκη και της Ν.Δ.
Θα αναρωτηθεί τώρα κάποιος: Αν όλα είναι τόσο «τακτοποιημένα», τι δυνατότητες υπάρχουν αλλαγής του πολιτικού σκηνικού; Γιατί γράφονται κατά κόρον δημοσιεύματα για πρόωρες εκλογές; Μια κατάσταση όσο και ιδανική και τέλεια αν παρουσιάζεται, έχει τα τρωτά της σημεία.
Α) Η αλαζονεία των κυβερνώντων τούς οδηγεί σε έναν φαντασιακό κόσμο που τους αποκόπτει από την κοινωνική πραγματικότητα, ιδίως αν αυτή η αλαζονεία συνοδεύεται από τον γνωστό σε όλου μας «εγκλεισμό» του Μαξίμου, εκτός από τους ίδιους που έχουν αυτό το σύνδρομο. Και αυτή η αλαζονεία είναι η αρχή της πτώσης τους. Αυτός ο φαντασιακός κόσμος είναι που θα έκανε τον τσάρο Νικόλαο Β΄ να απαντήσει σε κάποιον σύμβουλο που θα του έλεγε ότι ο ρωσικός λαός βράζει και είναι έτοιμος να επαναστατήσει: «Αποκλείεται κάτι τέτοιο να συμβεί, είμαι ο Πατερούλης του, ο εκπρόσωπος του Θεού». Και όταν θα άκουσε τις πρώτες τουφεκιές, θα αναρωτιόταν αν άρχισε το κυνήγι της μπεκάτσας.
Β) Η φημισμένη δύναμη της επικοινωνιακής πολιτικής. Κάποια στιγμή οι επικοινωνιολόγοι πρέπει να ξεπεράσουν το σύνδρομο της γκεμπελικής προπαγάνδας, που πετυχαίνει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα – που όσο και να διαφωνούμε σε πολλά με τον κ. Μητσοτάκη, δεν ζούμε σε τέτοιο καθεστώς. Μπορεί να παρουσιάζουν ότι το πιάτο έχει φαγητό, αλλά έρχεται πάντα η πραγματικότητα, που ο πολίτης συνειδητοποιεί ότι το περιεχόμενο στο πιάτο του είναι μόνο νερό, και τότε αντιδρά. Μόνο που σε αυτή την αντίδραση, όπου ο αναρχικός θα είναι μαζί με τον εθνικιστή γιατί θα τους ενώνει η πείνα και η εξαθλίωση, πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη πολιτική δύναμη που θα δώσει μια κατεύθυνση, ώστε αυτή η αντίδραση να μη γίνει ένα χάος συναισθηματικής εκτόνωσης και μόνο. Ένα παράδειγμα της τρωτής επικοινωνιακής προπαγάνδας: Σε μια τελευταία δημοσκόπηση, στο ερώτημα αν πιστεύουν οι πολίτες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται πίσω από τις τελευταίες κινητοποιήσεις, η απάντηση ήταν «Όχι» σε ποσοστό 50%.
Γ) Οι κυβερνήσεις που στηρίζονται σε εκδοτικά, οικονομικά και άλλα τινα συστήματα, όταν θεωρηθεί ότι αυτά έχουν εκπληρώσει το πολιτικό τους έργο και δεν χρησιμεύουν σε κάτι άλλο ή τα ζητούμενα της κοινωνίας στρέφονται αλλού, τότε θα δουν αυτά τα συστήματα να αποκαθηλώνονται. Αυτές οι κυβερνήσεις πρώτα πέφτουν από τα πρώην συστήματα στήριξης και μετά αυτή η πτώση επιβεβαιώνεται από τους πολίτες στην κάλπη. Αυτή η προσφυγή σε κάλπη –είτε πρόωρη, είτε κανονική– είναι ό,τι χειρότερο για την οποιαδήποτε κυβέρνηση, γιατί οδεύει σε αυτήν τη διαδικασία συρόμενη.
Δ) Απρόβλεπτες καταστάσεις και γεγονότα. Εν κατακλείδι, ως προς τον χρόνο των εκλογών ούτε Κασσάνδρα μπορεί να γίνει κάποιος ούτε Κάλχας. Τα μάτια τα θέλουμε για να βλέπουμε. Αλλά στην πολιτική, ιδιαίτερα στις μέρες μας, όλα είναι ανοιχτά και δυνατά.